12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΓιατί το ευρωομόλογο ξαναδίχασε την Ευρώπη;

Γιατί το ευρωομόλογο ξαναδίχασε την Ευρώπη;


Του Άρη Ρεμούνδου,

Αρχικά, τα ομόλογα αποτελούν μια μορφή δανεισμού. Μεγάλες εταιρείες συνηθίζουν να εκδίδουν ομόλογα όταν θέλουν να δανειστούν μεγάλα ποσά, κατά τον ίδιο τρόπο, πράττουν και οι κυβερνήσεις. Επιχειρείται δηλαδή μια μορφή μεταφοράς του μελλοντικού εισοδήματος φέρνοντας το στο παρόν, ώστε να αποφευχθεί μια μεγάλη πτώση στην οικονομική δραστηριότητα. Οι δανειστές, αυτοί δηλαδή που θα αγοράσουν αυτόν τον τίτλο χρέους είναι πλεονασματικές οικονομικές μονάδες, μπορεί να είναι επιχειρήσεις, κράτη, ιδιώτες. Προφανώς, αυτοί επενδύουν σε αυτά με σκοπό την απόκτηση κέρδους.

Σε μια περίοδο ύφεσης, όπως αυτή που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα με τη νόσο COVID-19, οι οικονομολόγοι συνιστούν την άσκηση μιας επεκτατικής οικονομικής πολιτικής, είτε με την αύξηση της ποσότητας χρήματος είτε με την αύξηση των κρατικών δαπανών. Ειδικότερα, η οικονομική πολιτική χωρίζεται σε δύο παρακλάδια. Το ένα είναι η δημοσιονομική πολιτική υπεύθυνη για την εφαρμογή , της οποίας είναι η κυβέρνηση και συνίσταται από τις δαπάνες και τα έσοδα του κράτους. Επομένως, μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική μεταφράζεται σε αυξημένο κυβερνητικό ξόδεμα μέσω επιδομάτων, προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων και άλλα, μειώνοντας παράλληλα τους φόρους. Το άλλο παρακλάδι είναι η νομισματική πολιτική, την οποία ασκούν οι κεντρικές τράπεζες, στην Ελλάδα και στα υπόλοιπα κράτη της ευρωζώνης την ασκεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μια επεκτατική νομισματική πολιτική θα μεταφραζόταν σε αύξηση της ποσότητας του χρήματος από την κεντρική τράπεζα, μειώνοντας παράλληλα τα επιτόκια.

Κάθε κεντρική τράπεζα λειτουργεί με ένα καταστατικό το οποίο την δεσμεύει νομικά. Στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η αποστολή της είναι να διατηρήσει την νομισματική σταθερότητα, περιορίζοντας τον πληθωρισμό σε ένα επίπεδο μικρότερο ή ίσο του 2%, κάτι που υποστηρίζει έντονα η Γερμανία, θυμίζοντας της ενδεχομένως παλαιά κατάλοιπα της εποχής του μεσοπολέμου, όπου ο πληθωρισμός είχε εκτοξευθεί σε τρομακτικά επίπεδα. Αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί το γεγονός ότι το καταστατικό της ΕΚΤ απαγορεύει την απευθείας χρηματοδότηση των χωρών, όπως είχε δηλώσει επανειλημμένα ο Μάριο Ντράγκι ότι αυτό αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο, στον οποίο έχει στηριχθεί η ΕΚΤ και περιλαμβάνεται στις ευρωπαϊκές συνθήκες. Αντιθέτως, στις ΗΠΑ η ομοσπονδιακή τράπεζα έχει διττό στόχο. Από τη μια, να διατηρήσει τη νομισματική σταθερότητα, από την άλλη, στοχεύει στη πλήρη απασχόληση, λειτουργώντας με μεγαλύτερη ευελιξία σε περιόδους κρίσεων, όπως και έκανε το 2008 αλλά και σήμερα.

Το παράξενο με την Ε.Ε. είναι ότι, αφενός δε μπορεί να ασκήσει ούτε επεκτατική νομισματική πολιτική, καθώς το απαγορεύουν οι συνθήκες της, αφετέρου δεν έχει ακόμη ούτε κοινή δημοσιονομική πολιτική, τομέας που έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών μεταξύ των κρατών μελών της. Η Γερμανία διαφωνεί και με την ύπαρξη κοινής δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό που απομένει για να περιοριστούν τα ελλείμματα είναι ο δανεισμός. Αν στο δανεισμό αυτόν προχωρήσει κάθε κράτος μέλος της Ε.Ε. χωριστά, θα αναγκαστεί να δανειστεί με υψηλότερα επιτόκια από ότι αν εκδιδόταν ένα ευρωομόλογο συνολικά από την Ε.Ε. Συνεπώς, με την κοινή έκδοση ευρωομολόγου θα μπορούσαν να επιτευχθούν χαμηλότερα επιτόκια, καθώς για παράδειγμα, αν τώρα η Γερμανία που έχει άριστη πιστοληπτική αξιολόγηση δανείζεται με ένα επιτόκιο 1% και λιγότερο, η Ελλάδα με 5% και η Ισπανία με 4%, καθίσταται πασιφανές πως τα οφέλη για τις περισσότερες χώρες θα ήταν ιδιαίτερα ευεργετικά στην έκδοση κοινού ομολόγου, διότι το επιτόκιο θα μειωνόταν αισθητά, χάρη σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία, οι οποίες έχουν καλές αξιολογήσεις και εμπιστεύονται περισσότερο οι επενδυτές. Φυσικά, αυτό δε συμφέρει την Γερμανία και τις χώρες που δανείζονται φθηνά γενικά, γιατί έτσι θα πληρώσουν παραπάνω από ότι αν εξέδιδαν τα δικά τους ομόλογα. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, γίνεται διαφοροποίηση του κινδύνου, κάτι το οποίο θα ευνοούσε συνολικά την Ε.Ε.

Η ιδέα των ευρωομολόγων έχει προταθεί από τη δεκαετία του ’80 από τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζακ Ντελόρ, αλλά και τον Δεκέμβρη του 2010 από τον πρόεδρο του Eurogroup Ζαν-Κλοντ-Γιούνγκερ, ενώ φέτος στις 25 Μαρτίου, ηγέτες εννέα κρατών-μελών της Ευρωζώνης τάχθηκαν υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγων (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Γαλλία, Πορτογαλία, Βέλγιο, Ιρλανδία, Σλοβενία, Λουξεμβούργο). Εν τέλει, επιτεύχθηκε ένας συμβιβασμός στις 21 Ιουλίου, με το σύνολο των πόρων για το ταμείο ανάκαμψης των χωρών της Ε.Ε. να είναι 750 δις ευρώ, αν και τελικά με μικρότερη αναλογία των δωρεάν επιχορηγήσεων προς τα δάνεια (390 και 360 δις ευρώ, σε σχέση με τα 500 και 250 της αρχικής πρότασης).

Μια εύλογη κριτική που θα μπορούσε να ασκηθεί στη Γερμανία κυρίως και σε όσα κράτη απέρριπταν τα ευρωομόλογα είναι ότι η ίδια έχει επωφεληθεί εξόχως από την ευρωζώνη και τις μεγάλες αγορές που αυτή διαθέτει, επιπλέον βοηθήθηκε αρκετά μετά τον ‘Β παγκόσμιο, στις 8 Αυγούστου του 1953 με τη συμφωνία του Λονδίνου, για τα γερμανικά εξωτερικά χρέη, όταν και κουρεύτηκε μεγάλο μέρος του γερμανικού χρέους και της χαρίστηκαν πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις, ώστε να ανεγερθεί η δυτική Γερμανία. Γενικότερα, η Ε.Ε. θα πρέπει να αποδεικνύει την αλληλεγγύη και συλλογικότητα της έμπρακτα, όχι μόνο στα λόγια. Κυρίως να μην λειτουργεί αποτελεσματικά μόνο όταν τα πράγματα βαίνουν καλώς, αλλά να μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς σε περιόδους κρίσεων και ανακατατάξεων.


Άρης Ρεμούνδος

Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Πολύπλευρος και ανταγωνιστικός, μιλάει αγγλικά και μαθαίνει γαλλικά. Ενδιαφέρεται για την πολιτική και την οικονομία. Ο αθλητισμός και ο κινηματογράφος αποτελούν κομμάτι της ζωής του.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άρης Ρεμούνδος
Άρης Ρεμούνδος
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Πολύπλευρος και ανταγωνιστικός, μιλάει αγγλικά και μαθαίνει γαλλικά. Ενδιαφέρεται για την πολιτική και την οικονομία. Ο αθλητισμός και ο κινηματογράφος αποτελούν κομμάτι της ζωής του.