Του Οδυσσέα Γραμματικάκη,
Ο Γεώργιος Καφαντάρης ήταν Έλληνας πολιτικός, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας από τις 6 Φεβρουαρίου 1924 ως τις 12 Μαρτίου του ίδιου έτους.
Γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1873 στη Φραγκίστα Ευρυτανίας. Ο πατέρας του ήταν επί 36 συνεχή χρόνια δήμαρχος Αγραίων Ευρυτανίας. Από μικρός, μελετούσε και έτσι βρέθηκε να σπουδάζει νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μελετούσε, παράλληλα, οικονομία και μάθαινε ξένες γλώσσες.
Εκλέχθηκε βουλευτής, για πρώτη φορά, το 1905, με το κόμμα του Δημήτριου Ράλλη. Ο Καφαντάρης ήταν συντηρητικός πολιτικός, στα πρώτα χρόνια της πολιτικής του καριέρας, παρ’ όλα αυτά, είχε αρκετά προοδευτικά αντανακλαστικά, όπως την υποστήριξή του στη δημοτική γλώσσα.
Στις εκλογές του 1910, κατέβηκε υποψήφιος με τα «παλαιά κόμματα» και κατά την προεκλογική εκστρατεία, καλούσε τον λαό σε αποχή. Αν και, στην αρχή, συγκρούστηκε με τον Βενιζέλο, εν τέλει, προσχώρησε στο Κόμμα των Φιλελεύθερων το 1911 και έγινε γρήγορα γενικός γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών. Στις εκλογές του 1912, εκλέχθηκε ξανά βουλευτής και ήταν ο άνθρωπος που εισηγούνταν τον προϋπολογισμό του κράτους. Μετά τις εκλογές του 1915, ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών και κατά τον «Εθνικό Διχασμό», ακολούθησε τον Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη.
Το 1919, ανέλαβε το Υπουργείο Γεωργίας και εισηγήθηκε νόμο, ο οποίος αποκαθιστούσε τους ακτήμονες γεωργούς. Παραιτήθηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου, καθώς διαφωνούσε με τη διεξαγωγή εκλογών, ενώ συνέβαινε η Μικρασιατική Εκστρατεία, διότι θεωρούσε ότι ο Βενιζέλος θα ηττηθεί, όπως και έγινε. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, έγινε πρόεδρος των Φιλελεύθερων και το 1923, όταν ο Βενιζέλος εξελέγη Πρωθυπουργός, ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Εκεί, πέτυχε την ψήφιση του νόμου περί χορήγησης αμνηστίας και χάριτος.
Όταν παραιτήθηκε, το 1924, η κυβέρνηση Βενιζέλου, ο Καφαντάρης κλήθηκε να σχηματίσει κυβέρνηση, όπως και έγινε, καθώς έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 26 Φεβρουαρίου, αλλά, στις 12 Μαρτίου, παραιτήθηκε.
Λίγες ημέρες αργότερα, ίδρυσε το δικό του κόμμα, το «Κόμμα των Προοδευτικών Φιλελεύθερων». Ο ίδιος πίεσε προς την παύση ανάμειξης του στρατού στην πολιτική.
Με τη δικτατορία του Πάγκαλου, βρέθηκε εξόριστος, για να επανέλθει στην πολιτική ως Υπουργός Οικονομικών της οικουμενικής κυβέρνησης Ζαΐμη. Επί της υπουργίας του, ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδας.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε την δική του δικτατορία (4 Αυγούστου 1936), εξορίστηκε στη Ζάκυνθο, καθώς ο ίδιος αποτελούσε έναν εκ των επιφανέστερων υπέρμαχων της Δημοκρατίας. Κατά την περίοδο της Κατοχής, βρισκόταν στην Αθήνα, χωρίς να αναμειχθεί στην αντίσταση, αλλά εργάστηκε για τη μελλοντική εγκαθίδρυση του αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Μετά την απελευθέρωση, έγινε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σοφούλη, αλλά παραιτήθηκε, λόγω της διαφωνίας του για τον τρόπο διενέργειας των εκλογών της 31η Μαρτίου 1946, καθώς τις θεωρούσε εκ προοιμίου «ανελεύθερες και νόθες». Δεν κατέβηκε υποψήφιος στις εκλογές. Η τελευταία του πολιτική πράξη θα είναι η αντίστασή του στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα, επειδή θεωρούσε ότι πρέπει να αναβληθεί, για να διεξαχθεί σε ηρεμότερη ατμόσφαιρα.
Ο μεγάλος δημοκράτης πολιτικός θα πεθάνει ξαφνικά, σε ηλικία 73 ετών, την 28η Αυγούστου 1946. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρί Παπαλεξοπούλου.
Διαμένει στην Αθήνα και βρίσκεται στο 4ο έτος των σπουδών του στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών (Κόρινθος) του Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Έχει παρακολουθήσει αρκετά συνέδρια τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, καθώς έχει βοηθήσει και στην δημιουργία κάποιων από αυτών. Ασχολείται με την αρθρογραφία από τον χειμώνα του 2017. Αυτήν την περίοδο τον εντοπίζουμε στην Πράγα, όπου κάνει πρακτική στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων της Τσεχίας. Τα ενδιαφέροντα του είναι η διεθνής πολιτική, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η συγκριτική πολιτική, οι Ευρωπαϊκές και οι Λατινοαμερικάνικες σπουδές.