12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΕυρωπαϊκές αντιδράσεις στην τουρκική προκλητικότητα: Διπλωματική στάση ή ένδειξη ολιγωρίας;

Ευρωπαϊκές αντιδράσεις στην τουρκική προκλητικότητα: Διπλωματική στάση ή ένδειξη ολιγωρίας;


Της Δέσποινας Άλβα,

Την ώρα που η Τουρκία εξακολουθεί να εμμένει στην προκλητική της συμπεριφορά, ανανεώνοντας την παράνομη Navtex βάσει της οποίας διεξάγει έρευνες το Oruç Reis, η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να παρακολουθεί μουδιασμένη τις εξελίξεις και να περιορίζεται στην ρητορική υπέρ της επίλυσης των διαφορών μέσω του διαλόγου. Η πολυσυζητημένη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη τίθεται για ακόμα μια φορά υπό αμφισβήτηση, αφού η Ε.Ε. δεν έχει αντιδράσει ακόμα εμπράκτως στις γεωστρατηγικές κινήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Τις τελευταίες εβδομάδες, η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο έχει επιδεινωθεί επικίνδυνα, με την Άγκυρα να καταπατά κατ’ εξακολούθηση το διεθνές δίκαιο και να παραβιάζει την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας. Από τους εταίρους της Ελλάδας, μόνο η Γαλλία έχει δείξει ξεκάθαρα και εμπράκτως την πλήρη στήριξή της στο ελληνικό κράτος. Συγκεκριμένα, το Παρίσι τάχθηκε εξαρχής κατά των τουρκικών ενεργειών στο Αιγαίο, τονίζοντας τόσο το ζήτημα της καταπάτησης της ελληνικής κυριαρχίας, όσο και της αποσταθεροποίησης της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron, αφού κάλεσε σε αυστηρούς τόνους την Τουρκία να τερματίσει τις μονομερείς ενέργειες, ανακοίνωσε την ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας της Γαλλίας στην Ανατολική Μεσόγειο, αποστέλλοντας δύο μαχητικά αεροσκάφη και μια γαλλική φρεγάτα, και πραγματοποιώντας από κοινού με την Ελλάδα ναυτική άσκηση. Παράλληλα, ο Emmanuel Macron τάσσεται υπέρ της επιβολής κυρώσεων στο τουρκικό κράτος, τη στιγμή που η ηγεσία της Ε.Ε. διστάζει να ταχθεί ευθέως απέναντι στον ανατολικό της εταίρο.

Από την άλλη, η Γερμανία, η οποία κατέχει και την προεδρία στο Συμβούλιο της Ε.Ε., παρότι στις ανακοινώσεις της υπερτονίζει τη σημασία τήρησης του διεθνούς δικαίου και καλεί την Άγκυρα να αποσύρει τα πολεμικά της πλοία, η πολιτική της περιορίζεται στον ρόλο του διαμεσολαβητή και θεματοφύλακα του διαλόγου. Η αρχική απόπειρα της Τουρκίας για διεξαγωγή σεισμολογικών ερευνών με το Oruç Reis, μπορεί να είχε τερματισθεί έπειτα από παρέμβαση της Γερμανίδας Καγκελαρίου Angela Merkel, ωστόσο, η γερμανική παρέμβαση δεν φάνηκε να αποτελεί πανάκεια. Η πολιτική κατευνασμού που υποστηρίζει η Γερμανία, δεν φαίνεται να έχει αποτέλεσμα, αφού το γεγονός ότι η Τουρκία δε δέχεται σημαντικές πιέσεις, επιτρέπει στον Erdogan να ορίσει ο ίδιος το πλαίσιο του διαλόγου με την Ελλάδα, προσαρμοσμένο πλήρως στη δική του γεωπολιτική ατζέντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της μετριοπαθούς στάσης της Γερμανίας, αποτελεί το γεγονός ότι κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα ο Γερμανός υπουργός εξωτερικών Heiko Maas, αναφέρθηκε μονάχα στην προώθηση του διαλόγου, ενώ δεν έκανε αναφορά στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία. 

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η Ε.Ε. δεν παρουσιάζει την ίδια ευαισθησία σε ζητήματα που αφορούν κράτη μέλη της, όσο για πολιτικές εξελίξεις που αφορούν τρίτα κράτη. Ειδικότερα, μετά τα πρόσφατα γεγονότα στη Λευκορωσία, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενεργοποίησε άμεσα το μηχανισμό επιβολής κυρώσεων, λόγω της αμφισβήτησης των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών, αλλά και της καταστολής των διαδηλώσεων. Επιπλέον, στο πρόσφατο παρελθόν η Ε.Ε. έχει επανειλημμένα επιβάλει κυρώσεις στην Ρωσία για την παρέμβαση της στην Ουκρανία, δίχως η τελευταία να αποτελεί κράτος μέλος της Ένωσης. Ωστόσο, παρόλο που η Τουρκία παραβιάζει κατ’ εξακολούθηση τα κυριαρχικά δικαιώματα δύο κρατών μελών της Ένωσης, της Ελλάδας και της Κύπρου, οι επιθετικές της ενέργειες δεν έχουν ακόμα βρεθεί στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών κυρώσεων.

Αρκετά από τα ευρωπαϊκά κράτη, διατηρούν φίλιες σχέσεις με την Τουρκία, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ενδεχόμενες κυρώσεις στην Άγκυρα, πιθανόν να επηρεάσουν τη συμφωνίας της Τουρκίας με την Ε.Ε. για το προσφυγικό. Η γενικότερη στάση της Γερμανίας στην ελληνοτουρκική κρίση, μπορεί να ερμηνευθεί από τις ισχυρές οικονομικές σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του Παρατηρητηρίου Οικονομικής Πολυπλοκότητας (OEC), η Γερμανία αποτελεί κορυφαίο εξαγωγικό προορισμό για την Τουρκία, ενώ παράλληλα η Γερμανία συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους εισαγωγείς προϊόντων της Τουρκίας. Τα παραπάνω στοιχεία, μαρτυρούν ότι δεδομένης της ισχυρής οικονομικής συνεργασίας των δύο κρατών, ενδεχόμενες κυρώσεις θα έπλητταν σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο μεταξύ των δύο πλευρών. 

Σύμφωνα με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας της Ε.Ε., οι κυρώσεις αποτελούν εργαλείο προώθησης και οικοδόμησης μιας αμοιβαία επωφελούς εξωτερικής πολιτικής. Ωστόσο, παρόλα τα υπερεθνικά χαρακτηριστικά της Ένωσης, ο διακυβερνητικός χαρακτήρας της ΚΕΠΠΑ, δε διευκολύνει την υιοθέτηση κοινών πολιτικών, αφού στην πράξη τα κράτη μέλη δεν αποτελούν μια κοινή φωνή στη διεθνή σκηνή. Μάλιστα, ενώ η ΚΕΠΠΑ υποτίθεται ότι βασίζεται στην πολιτική αλληλεγγύη, δεν έχει ακόμα υιοθετηθεί κοινή πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Η Ε.Ε οφείλει να χρησιμοποιήσει την οικονομική της ισχύ, πιέζοντας με κυρώσεις την γείτονα χώρα, προκειμένου εκτός από την οικονομική ολοκλήρωση, να εξασφαλίσει και την πολιτική. 


Δέσποινα Άλβα

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997, όπου και διαμένει ως σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, πραγματοποίησε πρακτική άσκηση στη Β2 Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου ασχολήθηκε με τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις της Ελλάδας με χώρες Βαλκανικής, Ρωσίας και λοιπών χωρών Κ.Α.Κ.. Από τον Οκτώβριο του 2018, είναι δόκιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης. Ομιλεί την αγγλική, γαλλική και ρωσική γλώσσα. Τέλος, αγαπάει ιδιαίτερα τα ταξίδια, τα οποία θεωρεί πηγή προσωπικής εξέλιξης.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δέσποινα Άλβα
Δέσποινα Άλβα
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997, όπου και διαμένει ως σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, πραγματοποίησε πρακτική άσκηση στη Β2 Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου ασχολήθηκε με τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις της Ελλάδας με χώρες Βαλκανικής, Ρωσίας και λοιπών χωρών Κ.Α.Κ.. Από τον Οκτώβριο του 2018, είναι δόκιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης. Ομιλεί την αγγλική, γαλλική και ρωσική γλώσσα. Τέλος, αγαπάει ιδιαίτερα τα ταξίδια, τα οποία θεωρεί πηγή προσωπικής εξέλιξης.