Της Ελευθερίας-Μαρίας Γκίκα,
Έχοντας την τύχη να ζούμε σε μια δημοκρατική κοινωνία, από τη σχολική κιόλας ηλικία έχουμε μάθει ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου ξεχωριστά αλλά και ως μέλους του ζωτικής σημασίας οργανισμού, στον οποίο ζει κι αναπτύσσεται, της κοινωνίας. Μέσω του Συντάγματος θεσμοθετείται το νομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο πρέπει να κινούνται όλα τα όργανα της πολιτείας σε σχέση με τους πολίτες, ενώ ορίζονται κατά μία έννοια και οι μεταξύ των πολιτών σχέσεις .
Οι συνταγματικές ελευθερίες, τα συνταγματικά αυτά δικαιώματα, διακρίνονται σε ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά. Ορίζοντάς τα πολύ συνοπτικά, τα ατομικά δικαιώματα θα λέγαμε πως σχετίζονται με τη δυνατότητα του πολίτη να διεκδικεί ελεύθερα το δίκαιό του σε περιπτώσεις αυθαιρεσίας της κρατικής εξουσίας ή των οργάνων, που την υπηρετούν. Τα πολιτικά δικαιώματα αφορούν κατά βάση το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι», ενώ τα κοινωνικά –με τα οποία και θα ασχοληθούμε εν προκειμένω– συνιστούν εγγυήσεις παρέμβασης της πολιτείας στην κοινωνική ζωή, με στόχο την ομαλή της λειτουργία. Ωστόσο υπάρχουν δικαιώματα που μπορούν να κατατάσσονται σε περισσότερες από μία εξ αυτών, κατηγορίες.
Όπως προαναφέρθηκε, η κατηγορία δικαιωμάτων που θα μας απασχολήσει είναι αυτή των κοινωνικών. Ας πάμε να δούμε λοιπόν μερικά παραδείγματα κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία θα μας βοηθήσουν στην ευρύτερη κατανόησή τους. Ένας τρόπος για να κατανοήσουμε τα κοινωνικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται συνταγματικά είναι να τα δούμε ως δικαιώματα πρόσβασης του πολίτη σε θεσμούς του κράτους, ως δικαιώματα εξασφάλισης κάποιων παροχών δηλαδή. Μεταξύ αυτών, βασικούς θεσμούς αποτελούν αυτοί των δημόσιων υπηρεσιών υγείας –π.χ. νοσοκομεία–, οι δημόσιες υπηρεσίες εκπαίδευσης –πχ σχολεία, επαγγελματικές σχολές, πανεπιστήμια– και οι φορείς της κοινωνικής ασφάλισης, τα ασφαλιστικά ταμεία. Τα κοινωνικά δικαιώματα συνεπάγονται τη δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών –ανεξαιρέτως– σε αυτούς τους θεσμούς και τη λήψη των υπηρεσιών τους. Τα δικαιώματα αυτά πρόσβασης υποστηρίζει το πλέον σύγχρονο κείμενο θεμελιωδών δικαιωμάτων, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., – Νίκαια, 2000,Συνθήκη της Λισσαβόνας. Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να κατανοήσουμε την ύψιστη σημασία αυτών, καθώς ισχύουν –πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων–, για όλα τα άτομα ή για όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου, είναι δηλαδή καθολικά και δεν επιδέχονται διακρίσεις. Πρόκειται για θεσμούς-θεμέλια κάθε δημοκρατικής κοινωνίας που χαρακτηρίζεται για την κοινωνική της μέριμνα, για την πρόνοια απέναντι στους πολίτες που την απαρτίζουν.
Πρέπει να γνωρίζουμε τα δικαιώματά μας και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Πρέπει να τα κατανοούμε και να τα επικαλούμαστε όταν χρειάζεται, να τα υπερασπιζόμαστε με αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Την ίδια στάση όμως οφείλουμε να διατηρούμε και στις υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτά τα δικαιώματα. Αρεσκόμαστε να μιλάμε για εκείνα που μας ανήκουν δικαιωματικά, για τα κεκτημένα μας, αδιάλλακτα κι επιβλητικά, ωστόσο αναρωτιέμαι αν ανάλογα φερόμαστε σε όσα είμαστε υποχρεωμένοι να πράττουμε. Η κοινωνική ευθύνη κι αλληλεγγύη δεν αποτελεί είδος «ελεημοσύνης» προς την κοινωνία. Αποτελεί υποχρέωση. Οφείλεις να πετάξεις το σκουπίδι σου εντός του κάδου απορριμμάτων, οφείλεις να μην σταθμεύσεις στις ειδικές για Α.Μ.Ε.Α προσβάσεις των πεζοδρομίων κι οφείλεις να εξασφαλίζεις για κάθε κοινωνική παροχή που απολαμβάνεις ότι την αφήνεις πίσω σου λίγο καλύτερη, ή τουλάχιστον όπως την παρέλαβες.
Η ισορροπία μεταξύ των «δικαιούμαι» και «υποχρεούμαι» είναι σίγουρα λεπτή και η ανθρώπινη φύση τέτοια, που συχνά τη βρίσκει δυσδιάκριτη. Πότε επειδή θεωρούμε το «εγώ» μας σπουδαιότερο από των άλλων και άλλοτε επειδή θεωρούμε τις παροχές που απολαμβάνουμε ανεπαρκείς ή αναποτελεσματικές, οπότε και μας πείθουμε ότι δεν οφείλουμε τίποτα. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι οι παροχές μπορεί να είναι κάποτε ανεπαρκείς, όχι. Ό,τι όμως, δεν λειτουργεί επαρκώς ας προσπαθούμε να το διορθώνουμε αντί να το καταστρέφουμε ολοσχερώς. Ας είναι η στάση μας απέναντι στην κοινωνία το δικό μας προσωπικό λιθαράκι, γι’ αυτή τη «διόρθωση», ας κρατά ζωντανή την ελπίδα ότι ο άνθρωπος κάποτε θα αντιλαμβάνεται την «υποχρέωση» ως έννοια συνυφασμένη με το «δικαίωμα», κι αντίστροφα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998, όπου και διαμένει σήμερα, έχοντας στο μεταξύ ζήσει σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Ρωσικής Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αγαπά τις ξένες γλώσσες και τη συμμετοχή σε προγράμματα που προωθούν την εκμάθηση και διδασκαλία τους -summer schools κοκ. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με το τραγούδι, τη γυμναστική, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία.