12.6 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΗ τέχνη της εκούσιας συμμόρφωσης

Η τέχνη της εκούσιας συμμόρφωσης


Της Δέσποινας Κάντα,

Η υποχρεωτική χρήση μάσκας και τα λοιπά μέτρα προφύλαξης στα σχολεία και στους χώρους εστίασης έχουν εγείρει μια σειρά προβλημάτων και αντιδράσεων από διάφορες ομάδες πολιτών. Το πρόβλημα που προκύπτει με τη χρήση της μάσκας και την υιοθέτηση των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας του Covid-19 πηγάζει πρώτα απ’ όλα από την σύγχυση που έχει προκληθεί σχετικά με τις περιπτώσεις στις οποίες η μάσκα είναι υποχρεωτική, αν τελικά ωφελεί η χρήση της και βάσει ποιών κριτηρίων έχουν ληφθεί τα υφιστάμενα μέτρα προστασίας.

Για την κυβέρνηση φαίνεται να έχει ξεκινήσει ένας νέος, έντονος διάλογος σχετικά με την επιβολή της χρήσης μάσκας, ως μέτρο προστασίας, στους μαθητές όλων των ηλικιών. Κατά τη διάρκεια της διαρκούς αυτής συζήτησης τόσο η ίδια η Υπουργός, Ν. Κεραμέως, όσο και η Υφυπουργός Παιδείας, Μ. Ζαχαράκη, έχουν προβεί σε μια σειρά διευκρινιστικών δηλώσεων με στόχο την επίτευξη της εφαρμογής του μέτρου στο βέλτιστο δυνατό. Ωστόσο, κοινή παραδοχή επιστημονικών προσεγγίσεων που σχετίζονται με την επικοινωνία, αποτελεί η δυσκολία «πρόσβασης» στη νεολαία. Στη πραγματικότητα το μεγαλύτερο πρόβλημα από τους υπόχρεους -για την υιοθέτησης της χρήσης μάσκας- μαθητές θα δημιουργηθεί με τις τάξεις του γυμνασίου και του λυκείου. Αυτό θα μπορούσε να λυθεί μόνο με δύο τρόπους: με τις σαφείς εξηγήσεις -που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας- και με το κάλεσμα των μαθητών να συμμετάσχουν στη διαδικασία της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας. Μία επικοινωνία που τυχόν κινείται σε «τιμωρητική» λογική, δεν θα ωφελήσει σε καμία περίπτωση την υιοθέτηση του μέτρου. Σκοπός θα πρέπει να είναι η συμμετοχή των μαθητών ως μέρος της διαδικασίας και η πειθώ ότι οι νέοι με την υπεύθυνη συμπεριφορά τους μπορούν να γίνουν το ισχυρότερο όπλο στον πόλεμο κατά της πανδημίας. Ας μην θεωρούμε δεδομένο ότι οι μαθητές θα το αντιμετωπίσουν αρνητικά και «ελαφρά τη καρδία» αν τεθεί το ζήτημα με τον κατάλληλο τρόπο. Προκειμένου να αποφασιστεί, λοιπόν, ο ενδεδειγμένος τρόπος επικοινωνίας, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η πλήρης και καθολική υιοθέτηση των μέτρων έχει σαν στόχο τη διασφάλιση της υγείας όλων και την ιδιαίτερη προφύλαξη των ευπαθών ομάδων και σε καμία περίπτωση, την επιβολή του «ισχυρότερου». 

Σε ότι αφορά τώρα τους χώρους εστίασης, ενώ κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, οι πολίτες -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- είχαν πειστεί για την αναγκαιότητα της πρόληψης, οπότε και εφάρμοζαν αυτόνομα τα μέτρα, δυστυχώς στη δεύτερη φάση της φαίνεται να έχει υπερισχύσει το ένστικτο της (οικονομικής) επιβίωσης και κατά συνέπεια, να αμφισβητείται και η αναγκαιότητα της εφαρμογής. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι κανείς από το χώρο της εστίασης και του τουρισμού δεν έχει βγει αλώβητος από την πρωτοφανή αυτή υγειονομική κρίση και πως ακόμη και όταν είναι «αντι-επιστημονική» η εκφορά μερικών επιχειρημάτων του κόσμου της εστίασης, είναι επιτακτική ανάγκη να βρεθεί μια λύση που να δίνει -αν μη τι άλλο- την αίσθηση της δίκαιης εφαρμογής μέτρων με την ελάχιστη δυνατή διατάραξη της λειτουργίας των επιχειρήσεών τους.

Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν μια έμφυτη ανάγκη να γνωρίζουν το «γιατί» πίσω από οτιδήποτε -νέο και μη- βρεθεί στο δρόμο τους. Χωρίς αυτό να αποτελεί -όπως έχει ειπωθεί- ανησυχία των «έξυπνων» ανθρώπων, το να μαθαίνουμε γιατί γίνεται κάτι, εξυπηρετεί όχι τόσο στην ικανοποίηση της γνωσιακής κατάκτησης, αλλά στην καλύτερη εφαρμογή και εξέλιξη του νέου. Αν η ανθρωπότητα έχει προοδεύσει και συνεχίζει να προοδεύει, αν ο ανθρώπινος νους υλοποιεί και συνεχίζει να βελτιώνει οτιδήποτε έχει συλλάβει και αν η εξέλιξη της τεχνολογίας δεν γνωρίζει όρια, αυτό συμβαίνει, γιατί ο άνθρωπος έχει κατανοήσει τους λόγους πίσω από την ανάγκη για επιβίωση, για εξέλιξη και για συνεχή βελτίωση. Στην πραγματικότητα -όπως και κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας- αυτό που χρειάζεται για την επίλυση της διαφοράς αυτής είναι η αιτιολόγηση της χρησιμότητας των μέτρων που επιβλήθηκαν. Όχι στο πλαίσιο αντιλογίας και κακοπροαίρετης κριτικής, αλλά στο πλαίσιο της οικοδόμησης μιας αμοιβαίας σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ καταστηματαρχών και πολιτικού κόσμου για την προστασία του ύψιστου αγαθού: της υγείας. 

Μελετώντας προσεκτικά τις επιστολές που έχουν σταλεί και κατόπιν δημοσιοποιηθεί από συνδέσμους ιδιοκτητών χώρων εστίασης – καφέ και πλήθος άλλων κλάδων που εμπίπτουν στη σφαίρα επιρροής των μέτρων, διαπιστώνεται εύκολα ότι οι καταστηματάρχες θέτουν ζήτημα επιβίωσης των επιχειρήσεών τους και όχι φυσικά άρνησης της κρισιμότητας της κατάστασης. Το κέντρο βάρους των επιχειρημάτων τους κινείται επί της ουσίας στον άξονα της αιτιολόγησης των μέτρων που τόσο σκληρά πλήττει την οικονομική τους βιωσιμότητα και της υιοθέτησης αντίστοιχων μέτρων στήριξης. Δεν τίθεται ζήτημα άρσης των μέτρων. Συνεπώς, θα λέγαμε  ότι τα αιτήματα περισσότερο μοιάζουν με δηλώσεις αγωνίας για την επιβίωση των καταστημάτων, παρά με αντίλογο στην επιβολή των μέτρων. 

Στόχος είναι και θα πρέπει να είναι η κοινή προσπάθεια πολιτικής ηγεσίας και χώρων εστίασης, προκειμένου όχι μόνο να διαφυλαχθεί η δημόσια υγεία, αλλά και να διασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα του κλάδου στο μέτρο του δυνατού.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δέσποινα Κάντα
Δέσποινα Κάντα
Είναι πολιτικός επιστήμονας, απόφοιτη του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έχει ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές σπουδές της στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και Ολικής Ποιότητας με Διεθνή Προσανατολισμό (MBA TQM Int.), του Πανεπιστημίου Πειραιά και το πρόγραμμα MA in Governance, του European Public Law Organization (EPLO), ως υπότροφη του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων ΕΟΠΕ-HAPSc. Εργάζεται σε διοικητικές θέσεις και ως εξωτερικός συνεργάτης σε γραφεία συναφούς αντικειμένου των σπουδών της, με κύρια αντικείμενα το project management και το digital marketing. Στα άμεσα σχέδια της είναι η εκπόνηση ενός διδακτορικού και η ανάπτυξη του δικτύου συνεργατών της.