14.9 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΟικονομικά, Μεσαίωνας και Χριστιανισμός

Οικονομικά, Μεσαίωνας και Χριστιανισμός


Του Γιώργου Μοσχόπουλου,

Η αρχαιότητα, ουσιαστικά, τελειώνει με την πτώση της Ρώμης, που δε προσέφερε σχεδόν τίποτα στην οικονομική σκέψη, με μοναδική εξαίρεση ενδεχομένως την εδραίωση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος, έννοια που εκ των υστέρων θα παίξει κομβική σημασία στη διάπλαση οικονομικών ιδεών. Μπαίνοντας στη μεσαιωνική εποχή, θα συναντήσει κανείς πληθώρα οικονομικών αλλαγών που βασίστηκαν σε αρκετές αλλαγές στις κοινωνικές δομές. Πιο συγκεκριμένα, ο πληθυσμός μειώθηκε κατά το 1/3, λόγω κυρίως της πανούκλας, τα αποθέματα χρυσού μειώθηκαν, αφού δεν υπήρχαν νέες κατακτήσεις, η φορολογία αυξήθηκε. Καθώς επικρατούσε μια οικονομική παρακμή, η Ρώμη αναγκάστηκε να επιτάσσει απευθείας τρόφιμα για τη συντήρηση των στρατιωτών και αυτό οδηγούσε σε πληθωρισμό και αλλεπάλληλες υποτιμήσεις του νομίσματος ώστε να υπάρχει επαρκής χρηματοδότηση, ενώ η παρακμή του εμπορίου οδήγησε σε παρακμή των πόλεων στη Δύση. Για να γίνει όμως πλήρως κατανοητή η ανάλυση της οικονομικής σκέψης στον Μεσαίωνα, έχει μεγάλη σημασία να σταθούμε στη θρησκευτική επιρροή πάνω στη οικονομία και ειδικότερα στον χριστιανισμό, αφού τα περισσότερα κράτη είχαν αρχίσει να έχουν έναν θεοκρατικό χαρακτήρα και ο Χριστιανισμός σταδιακά εδραιωνόταν ως επίσημη θρησκεία.

Η οικονομική σκέψη του πρώιμου Χριστιανισμού οφείλει πολλά στον Ιουδαϊσμό. Στο πλαίσιο της παράδοσης της παλαιάς διαθήκης, ο περιορισμός των αναγκών του ανθρώπου θεωρείτο ένας σημαντικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος της σπανιότητας. Το εμπόριο, όπως και στην αρχαιότητα, αντιμετωπιζόταν με καχυποψία καθώς η πλειοψηφία των πιστών ήταν αρκετά φτωχή. Παράλληλα, ο έντονος δανεισμός αντιμετωπιζόταν με εχθρότητα. Σύμφωνα με τα βιβλικά διδάγματα, ο άνθρωπος ήταν διαχειριστής του χρέους του, η εργασία ήταν αρετή και πιο σημαντικό από όλα η γη ήταν εκεί για να μπορεί ο άνθρωπος να την χρησιμοποιήσει. Η παλαιά διαθήκη περιλάμβανε αρκετούς νόμους που ρύθμιζαν οικονομικές δραστηριότητες, όπως ότι ο δανεισμός με τόκο απαγορευόταν ρητά και ότι οι δούλοι μετά από 6 χρόνια έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι με ένα ικανό κεφάλαιο για να κάνουν μια καινούρια αρχή. Ο πιο ριζοσπαστικός νόμος προέβλεπε την απαλοιφή όλων των χρεών κάθε εφτά χρόνια και την επιστροφή της γης στον αρχικό ιδιοκτήτη της κάθε 50 χρόνια, πράγμα το οποίο, όμως, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι εφαρμόστηκε ουσιαστικά ποτέ. Οι νόμοι αυτοί κράτησαν ζωντανή την ιδέα ότι οι άνθρωποι ήταν απλώς διαχειριστές και όχι ιδιοκτήτες της γης τους. Η συσσώρευση πλούτου δεν ήταν κατακριτέα μόνο στην περίπτωση που είχε συσσωρευτεί σύμφωνα με τις γραφές, αλλά γενικότερα αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Συνεπώς, οι Ισραηλίτες ενθαρρύνονταν στις οικονομικές τους δραστηριότητες και η διαθήκη τους προέτρεπε μάλιστα να ασχοληθούν με το εμπόριο.

Η καινή διαθήκη δίνει έμφαση σε άλλα πράγματα. Ενώ η διδασκαλία του Χριστού βασίστηκε αρκετά στην παλαιά διαθήκη και τον Ιουδαϊσμό, διέφερε σημαντικά σε μερικά σημεία. Για τους πρώτους Χριστιανούς, όπως ο Απόστολος Παύλος, η Δευτέρα Παρουσία ήταν πολύ κοντά και αυτό σήμαινε την υποβάθμιση της ιδέας της οικονομικής προόδου και της σημασίας της διαχείρισης των διαθέσιμων πόρων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν αδύνατο να εξελιχθεί η οικονομική σκέψη. Ύστερα, οι πρώτοι πατέρες της εκκλησίας βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις αντιθέσεις ανάμεσα σε παλαιά και καινή διαθήκη. Στη σημαντική οικονομική βιβλιογραφία της εποχής ανήκει «Η Πολιτεία του Θεού» από τον Άγιο Αυγουστίνο, έργο που γράφτηκε κάπου μεταξύ 370-430. Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα στην αρχαιότητα, ο Αυγουστίνος δεν προσπάθησε να σκιαγραφήσει την τέλεια πολιτεία, καθώς πίστευε ότι δε μπορεί να υπάρξει μια τέτοια πολιτεία. Μέσα στο κείμενό του αναφέρεται στο ότι όσο σημαντικός και αν είναι ο πλούτος, δεν αποτελεί το ύψιστο αγαθό. Επιπρόσθετα, πίστευε ότι ιδανικά δε θα έπρεπε να υπάρχει ιδιοκτησία, ωστόσο αναγνώριζε ότι κάτι τέτοιο ήταν πολύ δύσκολο. Αναφερόμενος στο εμπόριο, δεν ήταν αρνητικός με αυτό, καθώς επιτρέπει στους ανθρώπους να αποκτήσουν αγαθά που δε θα μπορούσαν διαφορετικά, αλλά παράλληλα παραδέχεται ότι έδινε την δυνατότητα στον έμπορο να εκμεταλλευτεί τους συνανθρώπους του. Με αυτόν τον τρόπο, πάντρεψε οικονομικά τις δύο γραφές, αφού απενοχοποιούσε το εμπόριο βαραίνοντας με την αμαρτία τον έμπορο. Τέλος, αναφορικά με τη διδασκαλία του για τη νομιμότητα της ατομικής ιδιοκτησίας, ο ίδιος κήρυττε ότι η ατομική ιδιοκτησία ήταν δημιούργημα του κράτους, που είχε ως εκ τούτου κάθε δικαίωμα να την ανακαλέσει.

Εν κατακλείδι, ο Αυγουστίνος διεύρυνε την οικονομική σκέψη από την πόλη-κράτος, στους ανθρώπους, που δεν προσδιορίζονται από την καταγωγή τους. Παντρεύοντας την καινή και την παλαιά διαθήκη, τον χριστιανισμό με τον ιουδαϊσμό, προσέφερε μια ιστορική προοπτική που επηρέασε σημαντικά τις αναδυόμενες κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης και στιγμάτισε την πορεία της οικονομικής σκέψης, δίνοντας τα σκήπτρα ύστερα στο Ισλάμ που μέσω της ανοιχτής οικονομίας γνώρισε μια πρωτοφανή για την εποχή ανάπτυξη. Η θρησκεία την εποχή του Μεσαίωνα επηρέαζε σημαντικά τους ανθρώπους, οι οποίοι πολλάκις επέδειξαν τυφλή προσήλωση σε αυτή, γι΄αυτό έχει μεγάλη αξία για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η συμβολή της στη διαμόρφωση της οικονομικής σκέψης από τους πιστούς.


Γιώργος Μοσχόπουλος
Είναι φοιτητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Λατρεύει τις κοινωνικές επιστήμες και ό,τι θέτει στο επίκεντρο τον άνθρωπο. Έχει ζήσει και μεγαλώσει στη Αθήνα και έχει ιδιαίτερη αδυναμία στη μουσική και στον υπέροχο κόσμο του σινεμά, τον οποίο προσπαθεί να εμπλουτίσει γράφοντας τα δικά του σενάρια.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Μοσχόπουλος
Γιώργος Μοσχόπουλος
Είναι φοιτητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Λατρεύει τις κοινωνικές επιστήμες και ό,τι θέτει στο επίκεντρο τον άνθρωπο. Έχει ζήσει και μεγαλώσει στη Αθήνα και έχει ιδιαίτερη αδυναμία στη μουσική και στον υπέροχο κόσμο του σινεμά, τον οποίο προσπαθεί να εμπλουτίσει γράφοντας τα δικά του σενάρια.