Της Αθανασίας Πολυζοπούλου,
Η έννοια της τηλεκπαίδευσης, ή αλλιώς, της απομακρυσμένης εκπαίδευσης, όπως αποδίδεται ετυμολογικά η εν λόγω έννοια, συνιστά μια μορφή διδασκαλίας και μάθησης που μπήκε στη ζωή όλων μας τους τελευταίους πέντε μήνες. Τα οφέλη της πολλά: δυνατότητα παρακολούθησης μαθημάτων από κάθε γωνιά της γης, αξιοποίηση σύγχρονων τεχνολογιών μάθησης και εκπαιδευτικών λογισμικών, συνδυασμός οπτικοακουστικών μέσων και μετάδοσή τους σε πραγματικό χρόνο, οικονομικά οφέλη για όλους τους εμπλεκομένους κ.ο.κ. Ο επαναστατικός αυτός τρόπος μάθησης, ο οποίος δεν είναι νέος, γνώρισε μια πρωτοφανή άνοδο στο ελληνικό σχολείο σε σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε συχνά να γίνεται λόγος σχετικά με την υπεροχή του έναντι της δια ζώσης διδασκαλίας, ακόμη και για την αντικατάσταση της τελευταίας, με πρόσχημα τις δυσκολίες και τα εμπόδια που αναμφίβολα ταλανίζουν εδώ και χρόνια τον εκπαιδευτικό χώρο.
Όπως, όμως, κάθε έννοια, έτσι και η εξ αποστάσεως εκπαίδευση δεν έχει μονάχα τη φωτεινή της πλευρά. Τη δική μας σκέψη, συγκεκριμένα, θα απασχολήσουν δύο σοβαρά ζητήματα που η πολιτική ηγεσία δείχνει να μην διαθέτει –προς το παρόν τουλάχιστον– συγκεκριμένο σχεδιασμό. Το πρώτο αφορά την ευκολία των παιδιών με ειδικές ανάγκες να ανταποκριθούν στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών πλατφορμών που διέθεσε το Υπουργείο Παιδείας κατά το διάστημα που τα σχολεία ήταν κλειστά (π.χ. Webex, e-class, e-me) δεν αποτελούσαν περιβάλλοντα διαμορφωμένα για μαθητές ΑμΕΑ. Ακόμη, η εξ αποστάσεως επικοινωνία με τους εκπαιδευτικούς και τους συμμαθητές τους συχνά προκαλούσαν φορτισμένες συναισθηματικές καταστάσεις, δημιουργώντας συνθήκες που ήταν δύσκολο να τις διαχειριστεί το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού, ιδίως όταν το τελευταίο κινούταν στο φάσμα του αυτισμού, της αποκλίνουσας συμπεριφοράς κλπ. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι γονείς επέλεγαν την προσωπική επικοινωνία με τον δάσκαλο ή τη δασκάλα, η οποία ήταν απλούστερη και, ως έναν βαθμό, αμεσότερη και πιο βοηθητική για το παιδί τους. Σε περιπτώσεις μαθητών, στην καθημερινότητά των οποίων περιλαμβανόταν η παρουσία ειδικού βοηθητικού προσωπικού, όπως λογοθεραπευτές, εργασιοθεραπευτές, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, τα εμπόδια ήταν ανυπέρβλητα. Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, ας σημειωθεί ότι οι παραπάνω δυσκολίες αναφέρονται σε οικογένειες παιδιών που είχαν πρόσβαση σε ηλεκτρονικά μέσα και ήταν αυτοεξυπηρετούμενα, συνθήκες που δεν θεωρούνται δεδομένες για σημαντικό αριθμό ατόμων που φοιτούν στα ειδικά σχολεία.
Το δεύτερο σοβαρό ζήτημα αφορά την εξ αποστάσεως εκπαίδευση των προσφυγόπουλων, τα οποία είθισται να φοιτούν στις Τάξεις Υποδοχής (ΤΥ). Τα παιδιά αυτά, τα οποία ήδη βρίσκονταν αντιμέτωπα με την προσπάθεια ένταξής τους στην ελληνική πραγματικότητα, βρέθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά αποκλεισμένα από αυτή. Πολλά παιδιά προσφύγων, τα οποία διαμένουν σε καταυλισμούς και hot-spots δεν διαθέτουν τα αναγκαία ηλεκτρονικά μέσα για την τηλεκπαίδευση. Μάλιστα, ορισμένες από αυτές τις οικογένειες δεν διαθέτουν καν τηλέφωνο ή αλλάζουν συχνά τηλεφωνικό αριθμό, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν ούτε σε αυτή τη «λύση». Επιπλέον, η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων επικοινωνεί μέσω μεταφραστών των ΜΚΟ, καθώς δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα. Άλλωστε, η εκμάθηση της τελευταίας είναι ο σκοπός των Τάξεων Υποδοχής. Όταν, λοιπόν, στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες, ακόμα και στην εκπαιδευτική τηλεόραση, δεν υπάρχει πρόβλεψη για υποτιτλισμό στις βασικές γλώσσες που γνωρίζουν, όταν απουσιάζουν οι μεταφραστές, καθώς και όταν η καθημερινή διαβίωση είναι ήδη δύσκολη, ώστε να προστεθεί και το βάρος της ατομικής ευθύνης για την εκπαίδευση, γίνεται πια επίσημα λόγος για κοινωνικό αποκλεισμό των προσφύγων μαθητών από το δικαίωμά τους στην εκπαίδευση.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα παραπάνω προβλήματα δεν αγγίζουν μονάχα τις δύο παραπάνω κοινωνικές ομάδες, αλλά εκτείνονται σε ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού συνόλου. Εν μέσω πανδημίας και άρδην αλλαγής του μέχρι πρότινος γνώριμου και δεδομένου τρόπου ζωής, ένας μεγάλος αριθμός μαθητών της ελληνικής επικράτειας βρέθηκε αποκλεισμένος από το βασικότερο στοιχείο της καθημερινής του ζωής, το σχολείο. Θα μπορούσε κάποιος να συνηγορήσει υπέρ αυτού του φαινομένου, προτάσσοντας την έλλειψη ετοιμότητας απέναντι στις ταχύτατες εξελίξεις που επέφερε η πανδημία. Ωστόσο, ο καιρός έχει περάσει, βρισκόμαστε λίγες βδομάδες πριν το άνοιγμα των σχολείων και καμιά διάθεση βελτίωσης σχετικά με τα παραπάνω ζητήματα δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Συνεπώς, εφόσον η εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι πλέον νομικά κατοχυρωμένη, δεν είναι απίθανο από τη νέα χρονιά να βρεθούμε μπροστά σε μαθητές δύο ταχυτήτων, από τη μια όσων θα έχουν την ευχέρεια να συνεχίσουν τη διαδικτυακή διδασκαλία, από την άλλη όσων θα ελπίζουν να παραμείνουν τα σχολεία ανοιχτά, ώστε να μπορούν να αισθάνονται και αυτοί μέρος της κοινωνίας. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: είναι και ο κοινωνικός αποκλεισμός συγκεκριμένων ομάδων μαθητών κομμάτι της ατομικής ευθύνης; Ή η τελευταία αποτελεί τελικά μια πανάκεια για την ελάφρυνση του κράτους και των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών από το μέγεθος των ευθυνών τους; Σε κάθε περίπτωση, το μπαλάκι βρίσκεται για ακόμα μια φορά στους εκπαιδευτικούς και τις οικογένειες των μαθητών.