Του Παναγιώτη Τσελέκη,
Έπειτα από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Καραμανλή και σε σύντομο χρονικό διάστημα, το οικονομικό πεδίο άλλαξε, με όλες τις ενδείξεις να συγκλίνουν στην επιβεβαίωση της ανοδικής πορείας που έτεινε να σηματοδοτήσει η εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της χώρας. Η αποτίμηση των οικονομικών μεγεθών στη διάρκεια του έτους 1957 αποδεικνυόταν ιδιαίτερα θετική, ενώ η άνοιξη του 1959 χαρακτηρίστηκε από την εισαγωγή της ιδέας του οικονομικού προγραμματισμού.
Η εντυπωσιακή άνοδος του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος, αντανακλούσε την αύξηση της γεωργικής και της βιομηχανικής παραγωγής. Μετά την πραγματοποίηση σειράς έργων υποδομής στη χώρα, ιδιαίτερα στον ενεργειακό τομέα και στις συγκοινωνίες –ο προγραμματισμός ερχόταν να διασφαλίσει την ανοδική πορεία της οικονομίας. Αξιοσημείωτη ήταν η παράλληλη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των επενδύσεων παγίων κεφαλαίων και των δημοσίων επενδύσεων, καθώς και των τραπεζικών καταθέσεων. Αντίστροφα, οι υψωτικές τάσεις του τιμάριθμου περιστέλλονταν σε επίπεδα κατώτερα από τα αντίστοιχα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. Η εμπιστοσύνη προς το νόμισμα ενισχυόταν, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί ακόμη περισσότερο η αύξηση της κυκλοφορίας. Έκδηλη ήταν βέβαια η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών με αποτέλεσμα την κάλυψη των δαπανών του προϋπολογισμού μόνο από τα εγχώρια έσοδα, ενώ το συναλλαγματικό έλλειμμα περιοριζόταν στο ήμισυ του αντίστοιχου για το προηγούμενο έτος. Η πιστοδότηση, τέλος, της οικονομίας αυξανόταν, στο ίδιο χρονικό διάστημα, σε ποσοστό 26%.
Η οικονομική εξυγίανση, σε συνδυασμό με την πολιτική σταθερότητα που έτεινε να επικρατήσει στη χώρα, προσπόριζε στον Κ. Καραμανλή τη δυνατότητα να προωθήσει την ταχύρρυθμη εφαρμογή του γενικότερου αναπτυξιακού προγράμματός του. Η εκτέλεση ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού παραγωγικών έργων στους ειδικότερους κλάδους της γεωργίας, της βιομηχανίας, της ενέργειας, του ηλεκτρισμού και των συγκοινωνιών σε συνδυασμό με την πρόβλεψη σειράς μέτρων για την ορθολογικότερη ανάπτυξη τους, προδιέγραφαν μέλλον ευοίωνο για την Ελλάδα.
Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους που αναλαμβανόταν μια τέτοια προσπάθεια, που υπογράμμιζε και την έντονη αναζήτηση, από την πλευρά του Κ. Καραμανλή, μακροπρόθεσμης προοπτικής για τη χώρα. Ήδη, η αποκατάσταση τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο διεθνές πεδίο κλίματος εμπιστοσύνης, συνέβαλλε θετικά στην πλήρωση της επιτακτικής ανάγκης για τη θεσμικής ένταξή της, στους κόλπους της οικονομικά αναπτυσσόμενης Ευρώπης.
Γι’ αυτό το λόγο, η δεύτερη βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης, που διαμορφώθηκε και υλοποιήθηκε την τριετία 1958-1961, ήταν η Σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), η οποία είχε ιδρυθεί τον Μάρτιο του 1957 με τη Συμφωνία της Ρώμης. Η επιλογή της σύνδεσης με την ΕΟΚ βασίστηκε στον αναπροσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας, που σταδιακά άρχισε να πραγματοποιείται τη δεκαετία του 1950, προς τις οικονομίες των χωρών-μελών της ΕΟΚ, με αντίστοιχη αποδυνάμωση της αμερικανικής οικονομικής παρουσίας. Επιπλέον, αντανακλούσε την ταχύρρυθμη αναπτυξιακή δυναμική που είχε αποκτήσει η ελληνική οικονομία κατά την προηγούμενη περίοδο, καθώς και τις πρώτες προσπάθειες οικονομικού προγραμματισμού.
Βασικοί άξονες οικονομικής πολιτικής που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Καραμανλή ήταν η νομισματική σταθερότητα, ο αναπροσανατολισμός της ελληνικής οικονομίας με ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής και η πραγματοποίηση μεγάλων έργων υποδομής. Η διατήρηση του πληθωρισμού σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα συνέβαλε στην ισχυροποίηση της δραχμής και επομένως, στη διεύρυνση της αποταμίευσης και στην ενίσχυση των επενδύσεων. Άμεση συνέπεια υπήρξε η σημαντική αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και η εκτέλεση ορισμένων μεγάλων έργων, κυρίως στον τομέα του εξηλεκτρισμού και των συγκοινωνιών.
Τέλος, ο προσανατολισμός της ελληνικής οικονομίας προς τις χώρες της ΕΟΚ διευκόλυνε την πραγματοποίηση ορισμένων μεγάλων ξένων επενδύσεων, με σημαντικότερη τη σύμβαση με την Πεσινέ για την κατασκευή εργοστασίου αλουμίνας, που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 1960. Οι διαπραγματεύσεις μπορεί να ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1959, αλλά η Συμφωνία της ένταξης ολοκληρώθηκε δύο χρόνια αργότερα, στις 30 Μαρτίου 1961 και η επίσημη υπογραφή της συμφωνίας ήρθε στις 9 Ιουλίου 1961. Μ’ αυτό τον τρόπο η Ελλάδα, δώδεκα μόλις χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, επιστέγαζε την οικονομική και την πολιτική της ανάπτυξη, με το να γίνει η πρώτη χώρα που συνδεόταν με την ΕΟΚ, που αναγνώριζε τη δυναμική και τις δυνατότητες της κοινότητας για την ενοποίηση της Ευρώπης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Σύγχρονος Ελληνισμός από το 1941 έως το τέλος του αιώνα, τόμος ΙΣΤ΄ (2000), σ. 192, 196-197, 199, 200
- Τ. Σακελλαρόπουλος, Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η εποχή του, (2007), σ. 74
- Κ. Σβολόπουλος, Αρχείο–Γεγονότα–Κείμενα, Κωνσταντίνος Καραμανλής 50 Χρόνια Πολιτικής Ιστορίας, τόμος 1 (2005), σ. 339, 346, 375
- Κ. Σβολόπουλος, Αρχείο-Γεγονότα–Κείμενα, Κωνσταντίνος Καραμανλής- 50 Χρόνια Πολιτικής Ιστορίας, τόμος 3 (2005), σ. 232-233