Της Βάλιας Πλακουδάκη,
Το Ρεμπελιό των Ποπολάρων (1628) αποτέλεσε μια λαϊκή εξέγερση των ποπολάρων της Ζακύνθου εναντίον των αρχόντων επί Ενετοκρατίας. Η κυριαρχία της Βενετίας στη Ζάκυνθο ξεκίνησε το 1483 και τελείωσε, όπως και σε όλα τα Επτάνησα, το 1797. Τα γεγονότα της επανάστασης του ζακυνθινού λαού μαθαίνουμε από τη λεπτομερή περιγραφή του χρονογράφου Άγγελου Σουμάκη.
Σε όλα τα νησιά του Ιονίου, με ορισμένες διαφοροποιήσεις, υπήρχαν δύο βασικές κοινωνικές τάξεις: οι αριστοκράτες ή φεουδάρχες και ο λαός, το «σκυλολόγιον», όπως τον αποκαλούσαν (plebe, popolo, canaglia). Το δικαίωμα του να συνεδριάζουν και να αποφασίζουν για τα ζητήματα του τόπου τους τούς παραχωρήθηκε από τους Βένετους σε ορισμένο αριθμό οικογενειών από κάθε νησί, οικογένειες που έφεραν τον τίτλο των ευγενών (nobili). Μόνο όσοι ανήκαν στην τάξη των ευγενών αναγνωρίζονταν ως πολίτες (cittadini) και μόνο εκείνοι είχαν το δικαίωμα να πολιτεύονται και να διορίζονται στα δημόσια αξιώματα. Αντίθετα, ο λαός είχε μόνο καθήκοντα και υποχρεώσεις απέναντι στην πολιτεία και τους ευγενείς. Ο λαός υποδιαιρούνταν σε δύο τάξεις: τη μεσαία τάξη και την τρίτη τάξη. Στην μεσαία τάξη ανήκαν οι ποπολάροι, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα να συντηρηθούν από τα εισοδήματα της ιδιοκτησίας τους, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να ασκούν κάποια χειρωνακτική εργασία. Στην τρίτη τάξη ανήκαν εκείνοι που κατοικούσαν στην πόλη και στους «ξεχωρίτες», τους αγρότες, τους χωρικούς.
Η Βενετία, με σκοπό να διατηρήσει ανοικτές τις πύλες του εμπορίου στην Ανατολή, ήταν αναγκασμένη να βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με τους Τούρκους και τους Κουρσάρους. Με τον συνεχή κίνδυνο να καραδοκεί, αναγκάστηκε να αλλάξει τη νομοθεσία, με την οποία οι υπόδουλοι δεν στρατεύονταν. Έτσι, το 1542, οι Βενετοί εφάρμοσαν υποχρεωτική επιστράτευση για τους χωρικούς, γεγονός που σήμαινε ότι ο λαός της Ζακύνθου θα έπρεπε να ακολουθεί στις πολεμικές επιδρομές της Βενετίας ή θα χρησιμοποιούταν για «αγγαρείες», όπως το χτίσιμο και η επισκευή φρουρίων. To 1628, η Ενετική αρχή αποφάσισε να επεκτείνει τη στρατιωτική υποχρέωση και για τους ποπολάρους, γεγονός που αποτέλεσε αφορμή για την εξέγερσή τους. Ο Προβλεπτής του νησιού, Πιέρος Μαλιπιέρος, κάλεσε τους συνδίκους της κοινότητας και τους ανακοίνωσε πως το σύνολο των κατοίκων της Ζακύνθου έπρεπε να καταγραφεί σε καταλόγους για τον στρατό των Cernide (στρατοσύλλεκτοι). Με τη σειρά τους, οι σύνδικοι τού συνέστησαν να κάνουν την καταγραφή τμηματικά και έξω από το αστικό κέντρο.
Οι ποπολάροι δεν άργησαν να αντιδράσουν στην υποχρεωτική καταγραφή του πληθυσμού. Ομάδες ποπολάρων κατέβηκαν στη χώρα με «πολύ θυμό και σκληροσύνη» κι απειλούσαν να σκοτώσουν τους ευγενείς του νησιού και να κάψουν τα σπίτια τους. Παρουσιάστηκαν στο κάστρο του Προβλεπτή, για να του εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους «με τρόπον σκληρόν, άπρεπον και σκανδαλοποιόν» και βρέθηκαν σε ρήξη με τον ίδιο και δύο συνδίκους. Ύστερα, μετέβησαν στη χώρα του νησιού και μετέφεραν με μεγάλη δυσαρέσκεια τα νέα στον υπόλοιπο λαό. Στην αρχή, ο λαός αντέδρασε με απλή διαμαρτυρία για τις νέες εξελίξεις, γρήγορα, όμως, η διαμαρτυρία άρχισε να παίρνει τη μορφή επανάστασης με σημαντικές διεκδικήσεις. Αρχηγοί του εξεγερμένου λαού αναδείχθηκαν τα αδέρφια Πέτρος και Ανδρέας Δροσήδης, ο Νικόλαος Άμπραμος, ο Χριστόδουλος Τζίμας και ο Ιωάννης Βοτάνης.
Το πρώτο ζήτημα, που έθεσαν οι ποπολάροι, ήταν η συμμετοχή στην τοπική διοίκηση. Συγκεκριμένα, διεκδικούσαν να έχουν τους δικούς τους αντιπροσώπους στο Συμβούλιο, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό από τον Προβλεπτή. Οι ποπολάροι προέβησαν στην εκλογή αντιπροσώπων, οι οποίοι θα έρχονταν σε επαφή απευθείας με την Ενετική διοίκηση. Στο μεταξύ, οι ποπολάροι κυριάρχησαν στο νησί. Η επιβολή της στράτευσης είχε ανασταλεί, προς το παρόν. Οι ποπολάροι άρχισαν να καταγγέλλουν όλα τα αδικήματα εναντίον του λαού, τις ατιμώσεις των γυναικών, τις αρπαγές των περιουσιών και όλες τις αυθαιρεσίες. Οι ειρηνοδίκες είχαν παραμεριστεί και εφαρμοζόταν ένα είδος λαϊκής δικαιοσύνης. Ακόμη, πέτυχαν να καταργηθούν τα περιοριστικά μέτρα στις τιμές των εμπορευμάτων. Ο καθένας πουλούσε τα εμπορεύματά του σύμφωνα με τη δική του κρίση, χωρίς να του ορίζει την τιμή ο αγορανομικός υπάλληλος. Το καθεστώς της τοπικής διοίκησης, που καθιερώθηκε με το ρεμπελιό, είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει για πρώτη φορά τάξη και ησυχία στο νησί.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παρέντης Ευάγγελος, Ιστορία Κεφαλονιάς–Κέρκυρας–Ζακύνθου–Παξών–Λευκάδας, Αθήνα, 1977
- Κουκκού Ελένη, Ιστορία των Επτανήσων από το 1797 μέχρι την Αγγλοκρατία, Αθήνα, 2001
- Miller William, Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204–1566), Αθήνα, 1990