Του Σωτήρη Αγράφα,
Πόσες φορές σε μια βόλτα μας έχουμε χαζέψει ή φωτογραφίσει κάποιο graffiti και είπαμε μέσα μας ότι αυτό είναι πραγματικά ένα έργο τέχνης; Οι τοίχοι των πόλεων είναι γεμάτοι από graffiti που δίνουν μια πολύχρωμη και χαρούμενη νότα στην καθημερινότητά μας και αποτελούν σημεία θαυμασμού για τους περαστικούς, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που γίνονται τόσο διάσημα, που τα επισκέπτεται κανείς σαν αξιοθέατα. Ωστόσο, υπάρχουν έντονες διαφωνίες για το κατά πόσο η ζωγραφική στους τοίχους ιδιωτικών ή δημόσιων κτηρίων μπορεί να θεωρηθεί τέχνη ή συνιστά βανδαλισμό ξένης περιουσίας.
Όσον αφορά την προέλευσή τους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόγονοί τους θεωρούνται οι τοιχογραφίες στις σπηλιές που απεικόνιζαν στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή και τελετές λατρείας. Μεταγενέστερα, τη δεκαετία του 1960, συνθήματα στους τοίχους γράφονταν από ακτιβιστές, αποδίδοντάς τους κυρίως πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο, στηλιτεύοντας την υφιστάμενη κατάσταση, αλλά και από συμμορίες που οριοθετούσαν την περιοχή τους «μαρκάροντας» τα κτήρια. Απ’ το 1970 και αργότερα, η τέχνη του δρόμου άρχισε να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή με μέσα-κολοσσούς, όπως η New York Times, να κάνουν αφιερώματα γι’ αυτόν τον νέο τρόπο έκφρασης. Τα graffiti στην Ελλάδα ήρθαν το 1990 με τα πρώτα έργα να πραγματοποιούνται στους συρμούς των τρένων, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις.
Μολονότι δεν υπάρχει κάποια ειδική νομοθεσία που να προβλέπει ότι τα graffiti είναι παράνομα, ο δράστης-«καλλιτέχνης» τιμωρείται για φθορά ξένης περιουσίας σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης δεν έχει εγκρίνει αυτήν την ενέργεια. Όπως είναι αυτονόητο, η καταστροφή δημόσιων χώρων χωρίς έγκριση δεν θα μπορούσε να είναι μια πράξη που να συνάδει με τους νόμους του κράτους. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να επισημάνουμε ότι μιλώντας για τέχνη του δρόμου μιλάμε για σχέδια που δεν προσβάλλουν τη δημόσια αισθητική και δεν είναι αποτέλεσμα βανδαλισμού, αφού ως τέχνη δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν τα graffiti με υβριστικό και χυδαίο περιεχόμενο.
Δεδομένου ότι ο κάθε καλλιτέχνης επιλέγει τη μέθοδο, τα υλικά και τον καμβά που θα χρησιμοποιήσει για τα έργα του, η ζωγραφική με σπρέι στον τοίχο θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη ως τέχνη. Άλλωστε, θα ήταν παράλογο να ακυρώνουμε την προσπάθεια και την έμπνευση ενός καλλιτέχνη –του street artist στην προκειμένη περίπτωση- επειδή η απόδοσή της δεν συμβαδίζει με αυτό που θεωρείται σύνηθες ως προς το μέσο αλλά και τη φύση του έργου, αφού αποτελεί πράξη παράνομη.
Πλέον, τον 21ο αιώνα τα graffiti έχουν μετουσιωθεί σε μια μορφή τέχνης που χαίρει σχεδόν καθολικής αποδοχής από το ευρύ κοινό. Διοργανώνονται κάθε χρόνο πολλές εκθέσεις που συγκεντρώνονται έργα καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο. Υπάρχουν πλέον παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνες του δρόμου που τα έργα τους είναι αναγνωρίσιμα από όλους, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που παραχωρούνται από την πολιτεία χώροι ώστε να δημιουργηθούν έργα τέχνης και να αναβαθμιστούν αισθητικά τα κτήρια. Μέρη που παλαιότερα μπορεί να θεωρούνταν αδιάφορα και απέπνεαν έναν αέρα εγκατάλειψης, αναζωογονούνται και τραβούν την προσοχή, δίνοντας όχι μόνο νόημα σε έναν λευκό ή γεμάτο συνθήματα τοίχο, αλλά περνώντας και έντονα κοινωνικά μηνύματα που προβληματίζουν και αποτελούν τροφή για σκέψη.
Συνοψίζοντας, στο ερώτημα αν τα graffiti τελικά είναι τέχνη ή πρέπει να θεωρούνται εγκληματική πράξη, η απάντηση είναι ότι φυσικά και είναι τέχνη. Είναι μια διαφορετική μορφή τέχνης που ενσωματώνεται με την underground κουλτούρα του δρόμου και είναι άξια θαυμασμού, όπως κάθε άλλη μορφή τέχνης. Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η αναγνώριση αυτής της μορφής τέχνης ως είδους δεν δίνει την ελευθερία στον δημιουργό να δρα ανεξέλεγκτα χωρίς να σέβεται κάποιους κανόνες, τη σημασία και την ακεραιότητα κάποιων χώρων, όπως είναι τα μνημεία, οι αρχαιολογικοί χώροι, οι χώροι λατρείας, αλλά και ο οποιοσδήποτε ιδιωτικός χώρος, του οποίου ο ιδιοκτήτης διαφωνεί με την παραποίησή του.