Του Αναστάση-Φώτη Τσοχατζίδη,
Η μετάβαση από τη διαδικασία της έκδοσης στον μηχανισμό του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπήρξε σταδιακή και έγινε αρχικά πραγματικότητα μέσω της απόφασης-πλαίσιο 202/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Η εξέλιξη αυτή υπαγορεύτηκε, λόγω των πολλαπλών διαδικαστικών εμποδίων που εγείρονταν κατά τη λειτουργία του προγενέστερου θεσμού της έκδοσης. Η εισαγωγή του θεσμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (εφεξής ΕΕΣ) στην ελληνική νομοθεσία έγινε με το ν. 3251/2004 που μετέφερε στην εθνική έννομη τάξη την απόφαση-πλαίσιο με ορισμένες ωστόσο μικρές αλλά σημαντικές αλλαγές.
Ο κύριος στόχος της θεσμοθέτησης του ΕΕΣ ήταν η ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας των κρατών µελών σε ποινικές υποθέσεις κι η εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, µε βάση τις διατάξεις της Συνθήκης του Άμστερνταμ. Αυτό φαίνεται εξάλλου και από τον ορισμό του ΕΕΣ που δίνεται στο αρ. 1 παρ. 1 της απόφασης-πλαίσιο, «το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι η δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς τον σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικού της ελευθερίας».Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο, το ΕΕΣ έχει στοιχεία τόσο του εθνικού εντάλματος σύλληψης (είναι δηλαδή για παράδειγμα άμεσα εκτελεστό), αλλά μοιάζει συγχρόνως και με μία δικαστική απόφαση, επειδή η τελική απόφαση που αφορά την παράδοση ή όχι του προσώπου που αναφέρεται στο ένταλμα λαμβάνεται από δικαστική αρχή. Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, το αρ. 6 της απόφασης-πλαίσιο δίνει τη διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη να ορίσουν αυτά (στην εθνική νομοθεσία τους) τις αρμόδιες αρχές έκδοσης και εκτέλεσης του ΕΕΣ, περιορίζοντάς τα όμως στο να επιλέξουν είτε εισαγγελείς είτε δικαστές και απαγορεύοντας συγχρόνως την επιλογή αστυνομικών ή εκτελεστικών αρχών.
Οι συνέπειες της πολυετούς πια υιοθέτησης του ΕΕΣ στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη μπορούν να διακριθούν σε θετικές και αρνητικές. Ξεκινώντας, λοιπόν, από τις θετικές: τα αυστηρά χρονικά όρια που τέθηκαν με το ΕΕΣ για την παράδοση του εκζητουμένου είναι σίγουρα προς όφελός του και είναι αξιοσημείωτο άλλωστε ότι οι προθεσμίες που τίθενται στην απόφαση-πλαίσιο για την εκτέλεση αρχικά του ΕΕΣ και την παράδοσή του -σε δεύτερο στάδιο- στο κράτος έκδοσης είναι ιδιαίτερα στενές (δηλαδή 60 μέρες από τη σύλληψη για να αποφασίσει το κράτος – μέλος αν θα προχωρήσει σε εκτέλεση ή όχι του ΕΕΣ και 10 μέρες προθεσμία μετά για την παράδοση του εκζητουμένου σε περίπτωση συγκατάθεσής του). Επιπρόσθετα, η κατάργηση πλέον με το ΕΕΣ οποιασδήποτε πολιτικής ανάμειξης υπήρχε στον προγενέστερο θεσμό της έκδοσης είναι σίγουρα ένα θετικό αποτύπωμα του ΕΕΣ, καθώς εμποδίζεται με αυτόν τον τρόπο η εισχώρηση πολιτικών σκοπιμοτήτων στη διαδικασία.
Από την άλλη, μία σημαντική αρνητική συνέπεια είναι η έλλειψη θεσμοθέτησης υποχρεωτικής απόσυρσης του ΕΕΣ σε περίπτωση εκτέλεσης ή απόρριψής του. Αυτό κρίνεται αναγκαίο διότι στη σημερινή πρακτική σε περίπτωση που απορριφθεί η εκτέλεση του ΕΕΣ, αυτό δεν αποσύρεται αυτόματα αλλά μένει ισχυρό. Ο κίνδυνος αυτού είναι ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται το ΕΕΣ συνεχίζει να κινδυνεύει να συλληφθεί και να οδηγηθεί ενώπιον των αστυνομικών και δικαστικών αρχών, μολονότι έχει παρθεί ήδη η απόφαση για τη μη εκτέλεση του ΕΕΣ. Το φαινόμενο αυτό, αν και με δεδομένα κράτους δικαίου ακούγεται εξωπραγματικό, συνέβη σε ευρωπαϊκό επίπεδο και γι’ αυτό κρίνεται απαραίτητη η κατάλληλη νομοθετική παρέμβαση που να λύνει την αντίφαση και το πρόβλημα που δημιουργείται με τη συγκεκριμένη κατάσταση.Εν κατακλείδι, ο θεσμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης έχει αναμφίβολα προσφέρει πολλά στη διευκόλυνση και βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας των κρατών – μελών με την επιτάχυνση κυρίως της διαδικασίας παράδοσης και τη θέσπιση στενών προθεσμιών, κάτι που δεν συνέβαινε στον προγενέστερο θεσμό της έκδοσης. Εντούτοις, το θεμελιώδες πρόβλημα που δεν είναι άλλο από την έλλειψη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα στα κράτη μέλη παραμένει, κωλύοντας τη διαμόρφωση ενός ενιαίου εγγυητικού πλαισίου υπέρ του εκζητουμένου και αυτό είναι κάτι που σίγουρα θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθεί στο μέλλον.
ΠΗΓΕΣ
- Απόφαση Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου
- Ν.3251/2004
- Γ. Καλφέλης, Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Ποιν∆ικ 2/2006.199
- Δ. Μουζάκης, Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2009.