Της Χαράς Αναστασιάδου,
Στη σημερινή οικονομική σφαίρα, μια από τις πιο διαδεδομένες συμβάσεις αποτελεί η σύμβαση της εγγύησης, η οποία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς είναι αυτή που συσχετίζεται με πλείονες συμβάσεις, συνήθως αγοραπωλησίες ή και ως επακόλουθο τραπεζικών συναλλαγών. Η σπουδαιότητά της έγκειται στο ότι λειτουργεί εξασφαλιστικά για τον δανειστή, αφού ο τελευταίος αποκτά ένα δικαίωμα να στραφεί όχι μόνο κατά του αντισυμβαλλομένου του, αλλά και κατά ενός νέου προσώπου, του εγγυητή. Η εγγύηση ορίζεται στα άρθρα του Αστικού Κώδικα 847 επ. και αφορά στο ότι ο εγγυητής αναλαμβάνει να εκπληρώσει ένα αλλότριο χρέος/αλλότρια οφειλή σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης αδυνατεί. Έτσι, στον δανειστή της απαίτησης αναγνωρίζεται ένα περαιτέρω δικαίωμα ικανοποίησής του, επειδή ένας τρίτος που συμβλήθηκε μαζί του ανέλαβε τη σχετική υποχρέωση.
Το ενδιαφέρον θα εστιαστεί στο τι συμβαίνει αφότου ο εγγυητής ικανοποιήσει τον δανειστή, και ειδικότερα στο αν ο εγγυητής μπορεί να αξιώσει από τον πρωτοφειλέτη τα όσα αυτός κατέβαλε, η λεγόμενη υποκατάσταση στα δικαιώματα του δανειστή (που προβλέπεται στην ΑΚ 319 παρ. 2). Η υποκατάσταση συνίσταται στο ότι η απαίτηση που μέχρι τότε υπήρχε δεν αποσβένεται, αλλά μεταβιβάζεται σε ένα άλλο πρόσωπο, επί της ουσίας πρόκειται για περίπτωση εκχώρησης απαίτησης εκ του νόμου (cessio legis). Άρα, από τον νόμο ο τρίτος δύναται να στραφεί κατά του οφειλέτη, πράγμα που σημαίνει ότι γίνεται αυτός νέος δανειστής.Η παράγραφος 2 του άρθρου ΑΚ 319 προβλέπει, μετά την ικανοποίηση του δανειστή, αυτοδικαίως την υποκατάσταση. Μιλώντας εκτενέστερα, η διάταξη του άρθρου ΑΚ 319 αποσκοπεί στην πληρέστερη προστασία του τρίτου, γι’ αυτό και μπορεί, μόνο εκ του λόγου της καταβολής, να στραφεί κατά του οφειλέτη χωρίς να εξετάζουμε ποια είναι η υποκείμενη σχέση που τους συνδέει. Σε αντιπαραβολή με το ως άνω βρίσκεται το άρθρο 858, κατά το οποίο το δικαίωμα υποκατάστασης αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του. Ειδικότερα, δεν υπάρχει αυτομάτως τέτοιο δικαίωμα, αλλά πρέπει να εξετάζουμε ad hoc, ποια υποκείμενη σχέση ενυπάρχει μεταξύ εγγυητή και πρωτοφειλέτη. Ο εγγυητής, εξάλλου, ενέχεται έναντι του δανειστή συνήθως επειδή κάπως συνδέεται με τον πρωτοφειλέτη. Με άλλα λόγια, δεν αναλαμβάνει τη σχετική ευθύνη απλώς για λόγους φιλαλληλίας, αλλά επειδή υποκρύπτεται κάποια συμβατική σχέση. Αυτή μπορεί να ερμηνεύεται είτε ως σιωπηρή σύμβαση εντολής (713 επ.), με εντολέα τον πρωτοφειλέτη και με εντολοδόχο τον εγγυητή, είτε ως χαριστική σύμβαση δωρεάς. Αν νοηθεί πως συνδέονται με σχέση εντολής, μπορεί ο τρίτος-εντολοδόχος (δηλαδή, εν προκειμένω, ο εγγυητής) να ζητήσει από τον οφειλέτη-εντολέα (δηλαδή, από τον πρωτοφειλέτη) τα όσα δαπάνησε για την εκτέλεση της εντολής (ΑΚ 722). Αυτό το επιβεβαιώνει η δικαστική απόφαση 668/2007 του Αρείου Πάγου, προσθέτοντας και ως υποκείμενη σχέση τη διοίκηση αλλοτρίων, η οποία, ως εξωδικαιοπρακτική ενοχή, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730 έως 740 ΑΚ.
Αν όμως συνδέονται με σχέση χαριστική, όπως λόγου χάριν δωρεά (ΑΚ 496 επ.), τότε δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη του δικαιώματος υποκατάστασης. Το τελευταίο συμβαίνει γιατί η σύμβαση της δωρεάς χαρακτηρίζεται από αλτρουισμό/ελευθεριότητα του δίδοντος (δωρητή), ο οποίος προβαίνει στο να παράσχει κάτι για να διευκολυνθεί και να καταφανεί η φερεγγυότητα του πρωτοφειλέτη. Με άλλα λόγια, δεν εξωθείται από το κίνητρο να ζητήσει τα όσα κατέβαλε. Αξίζει να σημειωθεί άλλωστε, η δικαστική απόφαση του Αρείου Πάγου υπ’ αριθμόν 200/2007, σύμφωνα με την οποία: «Η παροχή των πιο πάνω εγγυήσεων απέβλεψε αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των προσωπικών τους συμφερόντων και στο δικό τους όφελος, από την προσδοκία των κερδών που θα απέφερε στην εναγομένη ο συναφθείς δανεισμός και η πιο πάνω συναφής επιχειρηματική ξενοδοχειακή δραστηριότητα και την επακόλουθη απόλαυση στο πρόσωπό τους της αντίστοιχης ωφελείας μέσω της αξίας των κατεχομένων από αυτούς μετοχών της εναγομένης. Ενόψει όλων αυτών, δεν απεδείχθη ότι η παροχή των πιο πάνω εγγυήσεων εκ μέρους των αρχικών εναγόντων έγινε στο πλαίσιο διοικήσεως ξένης περιουσίας προς το συμφέρον και την πραγματική βούληση της εναγομένης και με τη βούληση αναζητήσεως από τους ενάγοντες μελλοντικά αναγωγικά από την εναγομένη των οποιονδήποτε ποσών που θα κατέβαλαν για την εκπλήρωση των δανειστικών υποχρεώσεων». Το ως άνω αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση με υποκείμενη σχέση δωρεά και ως εκ τούτου συνάγεται ότι συνήψαν σύμβαση εγγύησης, χωρίς να επιδιώκουν να αξιώσουν το ποσό που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν. Αυτό συμβαίνει γιατί οι εγγυητές ανέλαβαν την σχετική υποχρέωση έναντι του δανειστή θεωρώντας ότι ο πρωτοφειλέτης θα μπορεί να ανταποκριθεί στην εκπλήρωση των όσων ανέλαβε και ήθελαν να εκμεταλλευτούν το ενδεχόμενο επιχειρηματικό του κέρδος. Αν είχαν βρεθεί σε θέση να αξιώσουν την επιστροφή, αυτό θα μπορούσε να κριθεί ως περίπτωση που προσκρούει στην καλή πίστη (ΑΚ 288), και συγκεκριμένα ως αντιφατική συμπεριφορά, καθώς δόθηκε, μέχρι πρότινος, η εντύπωση ότι δεν θα αιφνιδιάσουν κάποιον συναλλασσόμενο, επιδεικνύοντας μια στάση εντελώς διαφορετική.
Επομένως, για να δούμε αν θα εφαρμοστεί η ΑΚ 868 οφείλουμε να ελέγξουμε ποια ήταν η βούληση του εγγυητή με βάση τα άρθρα 173 και 200, για να μην τον υποχρεώσουμε να βρεθεί σε μία θέση που ουδέποτε επέλεξε. Πάντως, αξιοσημείωτο είναι ότι, συμφωνία μεταξύ εγγυητή και πρωτοφειλέτη ότι ο εγγυητής θα διατηρεί, άνευ ετέρου, το δικαίωμα αναγωγής θα είναι άκυρη. Αυτό συμβαίνει, διότι ο νόμος θέλει να ρυθμίσει την περίπτωση που ο εγγυητής καταβάλλει μετά από απλή πρόσκληση του δανειστή, χωρίς να ελέγξει το κύρος της απαίτησης, που ενυπάρχει μεταξύ πρωτοφειλέτη και δανειστή. Αν δηλαδή, η απαίτηση ήταν άκυρη ή ακυρώσιμη, κατά τις διατάξεις των άρθρων ΑΚ 174/178, ο πρωτοφειλέτης θα μπορούσε να προτείνει ενστάσεις για να βρεθεί σε θέση να μην καταβάλει. Με την καταβολή, ο εγγυητής, μετά από ελάττωμα της ενοχής, θα βρισκόταν σε υπερβολικά ευμενή θέση, δηλαδή να μπορεί να αξιώσει κάτι που ο πρωτοφειλέτης δεν θα κατέβαλε. Στο σημείο αυτό, να τονιστεί ότι η ΑΚ 319 παρ. 2 υποχωρεί και δεν τυγχάνει εφαρμογής μπροστά στην 858, καθώς η τελευταία αποτελεί ειδικότερη διάταξη νόμου, εφαρμοζόμενη στα της εγγύησης και όχι σε όλο το εύρος του Αστικού δικαίου. Πρόκειται για την αρχή lex specialis derogat legi generali.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο εγγυητής, εφοδιαζόμενος με δύο αυτοτελείς αξιώσεις, ήτοι την αξίωση από την εσωτερική σχέση, που τον συνδέει με τον πρωτοφειλέτη, και την εκ του νόμου μεταβιβασθείσα σε αυτόν αξίωση του δανειστή, μπορεί να ασκήσει οποιαδήποτε εκ των δύο ή αμφότερες σωρευτικά, μπορεί όμως, να ικανοποιηθεί μία μόνο φορά.Πέρα των όσων προαναφέρθηκαν, δεν πρέπει να συγχέουμε το δικαίωμα υποκατάστασης του άρθρου ΑΚ 858 με το προβλεπόμενο, στο εμπράγματο δίκαιο, ΑΚ 1298. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η εγγύηση είναι προσωπική ασφάλεια (συνδέεται και εξαρτάται από τη φερεγγυότητα του εγγυητή), ο δανειστής αποκτά έναν πρόσθετο οφειλέτη, κάτι που συνεπάγεται μεγαλύτερη εξασφάλιση της ενοχής του με τον οφειλέτη. Απεναντίας, η εξασφάλιση του δανειστή με το προνόμιο της υποθήκης λογίζεται ως μια εμπράγματη ασφάλεια (περισσότερο συνδεδεμένη με καθεαυτό το πράγμα της υποθήκης, ήτοι το ακίνητο που υποθηκεύεται, πρβλ. 1297 και 1298). Σε καμία περίπτωση, όμως, ο παραχωρήσας την υποθήκη δεν καθίσταται και ενοχικός οφειλέτης, μόνο εκ του λόγου ότι, συνάπτοντας σύμβαση με τον οφειλέτη, προσφέρθηκε να εξασφαλίσει απαίτηση άλλου. Στην υποθήκη το δικαίωμα υποκατάστασης του τρίτου που παρέσχε την ασφάλεια υπέρ του οφειλέτη υπάρχει μόνο εκ του λόγου της ικανοποίησης του δανειστή και δεν εξετάζουμε καν σε τι βασιζόταν η εσωτερική σχέση τρίτου και οφειλέτη (υπάρχει αυτοδικαίως το δικαίωμα να αξιώσει τα όσα κατέβαλε στον ενυπόθηκο δανειστή). Έτσι, στην περίπτωση του 1298, το δικαίωμα της υποκατάστασης υπάρχει αυτομάτως και αυτοδικαίως, οδηγώντας σε μεγαλύτερη ασφάλεια σε αυτόν που ικανοποιεί/εκπληρώνει αλλότρια ένοχη.
Δικαιολογία της ρύθμισης αποτελεί ότι ο παραχωρήσας την υποθήκη όφειλε να προβλέψει το ενδεχόμενο να διεκδικήσουν το ακίνητό του. Παρατηρείται, έτσι, ένας παραλληλισμός με το άρθρο 319 για τον λόγο ότι, χωρίς πρόσθετους λόγους, υπάρχει η δυνατότητα υποκατάστασης. Όμως, στη σύμβαση της εγγύησης, δεν συμβαίνει αυτό γιατί προϋποτίθεται η ύπαρξη του δικαιώματος υποκατάστασης για να θεμελιωθεί η αξίωση να στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη. Όπως αναφέρθηκε στα παραπάνω, πρέπει να ελέγχεται στην εκάστοτε περίπτωση ποια είναι η υποκείμενη σχέση που συνδέει τα μέρη. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου ΑΚ 1298, αποτελεί ειδικότερη διάταξη σε σχέση με την 319 παρ. 2, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αφορά αποκλειστικά σε θέματα σχετικά με παροχή υποθήκης από τρίτο για την εξασφάλιση απαιτήσεων ενός άλλου ενεχόμενου οφειλέτη. Άρα, η διαφορά έγκειται στο ότι το δικαίωμα αναγωγής προϋποτίθεται για να υπάρξει υποκατάσταση στην προσωπική ασφάλεια (860 σε συνδυασμό με 488), ενώ στην εμπράγματη (1298) υπάρχει αυτόματα το δικαίωμα της αναγωγής. Ως καταληκτική παρατήρηση, να προστεθεί το ότι αν η ιδιότητα του υποθηκικού οφειλέτη και του εγγυητή συντρέχει στο ίδιο πρόσωπο, τότε ο εκάστοτε δανειστής της έννομης σχέσης αποκτά έναν πρόσθετο οφειλέτη (καθώς νοείται περαιτέρω και εγγύηση για την καταβολή του χρέους).
ΠΗΓΕΣ
- Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, 2η έκδοση, Π.Ν. Σάκκουλας, 2015.
- Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, Μιχαήλ Π. Σταθόπουλος, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλας, 2018.
- Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Π.Ν. Σάκκουλας, 2014.
- Διπλωματική εργασία, «Υποθήκη και Προσημείωση Υποθήκης από τρίτο ενυπόθηκο οφειλέτη», 2014.
- ΑΠ 200/2007
- ΑΠ 668/2007
Γεννήθηκε το 2000 στην πόλη της Καστοριάς, όπου διέμενε μέχρι να μετακομίσει στην Αθήνα για σπουδές. Διανύει το τρίτο έτος των σπουδών της στο τμήμα της Νομικής και ο τομέας δικαίου που την ενδιαφέρει περισσότερο, είναι αυτός του Ιδιωτικού Δικαίου. Από μικρή ηλικία , ασχολείται με τον αθλητισμό και ειδικότερα με την κωπηλασία. Της αρέσει να ταξιδεύει, να κάνει νέα πράγματα και να κυνηγά τα όνειρά της.