Του Παναγιώτη Παλαιοκαστρίτη,
Οι Η.Π.Α. αποτελούν ένα oμοσπονδιακό κράτος, το οποίο συνίσταται από 50 πολιτείες, πληθυσμό 328.239.523 κατοίκων, 6 διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, 59 διαφορετικές ομιλούμενες γλώσσες, 5 διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και 8 κύριες θρησκευτικές οργανώσεις. Το κοινό στοιχείο μεταξύ όλων των προαναφερθέντων είναι η πολιτική εκπροσώπηση, από το 1850 μέχρι και σήμερα, από δύο, κατά κύριο λόγο, κόμματα. Μια εύλογη απορία, που θα μπορούσε να προκληθεί, είναι η εξής: πώς μπορεί μία χώρα, η οποία παρουσιάζει τόσο μεγάλη ποικιλομορφία στο εσωτερικό της, να συμπυκνώνει όλη την πολιτική της έκφραση σε μόνο δύο κόμματα;
Ιστορικά, με την πρώτη κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, το 1789, τα πολιτικά κόμματα δεν είχαν κάνει, ακόμη, την εμφάνισή τους. Αυτό δεν οφειλόταν σε κάποιο τυχαίο γεγονός, αλλά αποτελούσε συγκεκριμένη πολιτική βούληση των ιδρυτών να αποκλείσουν τη δημιουργία πολιτικών κομμάτων. Ο ίδιος ο George Washington, πρώτος πρόεδρος των Η.Π.Α., θεωρούσε ότι η εμπλοκή των κομμάτων στην πολιτική σκηνή θα δημιουργούσε συγκρούσεις και διχόνοιες. Έκφραση αυτής της αντίληψης αποτελεί και η μη αναφορά στα πολιτικά κόμματα από το Αμερικανικό Σύνταγμα. Παρόλα αυτά, τα κόμματα άρχισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και η επίδρασή τους αποκρυσταλλώθηκε στις εκλογές του 1800 και μεταγενέστερα, με τη 12η τροπολογία, το 1804. Το πρώτο κομματικό σύστημα (όπως κατηγοριοποιείται από ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες) ξεκίνησε το 1792 και διήρκησε μέχρι το 1824. Κύριοι πρωταγωνιστές ήταν το κόμμα των Φεντεραλιστών, με αρχηγό τον Alexander Hamilton, και το κόμμα των Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικανών, με ιδρυτές τους James Madison και Thomas Jefferson. Το κόμμα των Φεντεραλιστών έχανε διαρκώς επιρροή, λόγω της ελιτιστικής του πολιτικής, και το 1812 βρέθηκε ουσιαστικά εκτός πολιτικού συναγωνισμού, καθιστώντας το κόμμα των Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικανών κυρίαρχο.
Το 1825, το κόμμα των Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικανών διασπάται και, από το 1828 έως το 1854, παίρνει θέση το δεύτερο κομματικό σύστημα. Εδώ κυρίαρχοι της πολιτικής σκηνής είναι το κόμμα των Whig, προερχόμενο από τις τάξεις του προηγούμενου Εθνικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με αρχηγό τον Henry Clay, και το κόμμα των Δημοκρατικών, με αρχηγό τον Andrew Jackson. Κύριες διαμάχες μεταξύ των δύο κομμάτων αποτελούσαν ο ρόλος του Προέδρου, το τραπεζικό σύστημα και η εκβιομηχάνιση. Το τρίτο κομματικό σύστημα (1854-1890) ακολουθεί την πτώση του κόμματος των Whig και χαρακτηρίζεται από την ανάδυση, στη θέση του, του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, το οποίο αντιτίθεται στο καθεστώς της δουλείας. Κύριος εκφραστής του Ρεπουμπλικανικού κόμματος αναδεικνύεται ο, μετέπειτα Πρόεδρος, Abraham Lincoln. Τα δύο κόμματα αναπτύσσουν μεταξύ τους βαθιά πόλωση, η οποία ενισχύθηκε δραματικά, κατά την περίοδο του Εμφυλίου και της Ανασυγκρότησης, και άρχισε να αποκλιμακώνεται από τον Συμβιβασμό του 1877 και έπειτα. Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα υιοθετεί πολλές από τις προγενέστερες φιλελεύθερες πολιτικές του προκάτοχου κόμματος των Whig, ενώ το κόμμα των Δημοκρατικών λαμβάνει τον ρόλο του εκφραστή των συντηρητικών μερίδων της κοινωνίας. Τα δύο αυτά κόμματα θα κυριαρχήσουν στην πολιτική σκηνή των Η.Π.Α., καθώς, από το 1852 έως σήμερα, έχουν κερδίσει κάθε προεδρική εκλογή, ενώ, από το 1856 έως σήμερα, έχουν αποκτήσει, σχεδόν αποκλειστικά, τον έλεγχο του Κογκρέσου.
Το τέταρτο κομματικό σύστημα (1896-1932) έχει ως θέματα, που αφορούν την ατζέντα των δύο κομμάτων, τη ρύθμιση των σιδηροδρόμων και των μεγάλων επιχειρήσεων, τον ρόλο των σωματείων, την παιδική εργασία, το τραπεζικό σύστημα, τη διαφθορά των κομμάτων, τις προκριματικές εκλογές, την άμεση εκλογή από τον λαό των Γερουσιαστών, τον φυλετικό διαχωρισμό, την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, το δικαίωμα ψήφου των γυναικών και τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών. Το πέμπτο κομματικό σύστημα (1933-έως σήμερα) ξεκινάει με τον συνασπισμό γύρω από τα οικονομικά μέτρα του New Deal και την απόκτηση προβαδίσματος από το Δημοκρατικό κόμμα, με αρχηγό και πρόεδρο τον Franklin D. Roosevelt. Σε αυτή την περίοδο, παρατηρείται μια αντιστροφή των ρόλων μεταξύ των δύο κομμάτων. Οι Δημοκρατικοί, από εκφραστές του συντηρητισμού, μεταβάλλονται στη φωνή του φιλελευθερισμού και οι Ρεπουμπλικανοί, από εκφραστές των εκσυγχρονιστικών πολιτικών, μεταλλάσσονται στη φωνή των συντηρητικών. Αυτή η αντιστροφή των ρόλων θα χαρακτηρίσει τη μετέπειτα πορεία και ταυτότητα των δύο κομμάτων.
Η ιστορική ανασκόπηση της κομματικής ιστορίας των Η.Π.Α. φανερώνει ένα πολιτικό σύστημα, που, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, χαρακτηρίζεται από έναν πλήρη δικομματισμό. Μπορεί να έχουν υπάρξει άλλα κόμματα, μέσα σε αυτό το διάστημα, όπως το κόμμα των Πράσινων, των Μεταρρυθμιστών, των Ανεξάρτητων κ.ά., αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είχαν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο και αντίκτυπο στον πολιτικό χώρο των Η.Π.Α. Αποτύπωση αυτής της μακροχρόνιας κυριαρχίας του δικομματισμού αποτελούν οι προεδρικές εκλογές. Μόνο σε τρεις προεδρικές εκλογές κατάφεραν υποψήφιοι τρίτου κόμματος να αποσπάσουν κάποιες εκλεκτορικές ψήφους (το 1912, το 1948 και το 1968). Σε καμία περίπτωση, πάντως, αυτές οι προσπάθειες ρήξης με το δικομματικό σύστημα είχαν διάρκεια και αντοχή.
Ένας κύριος λόγος αυτής της πρωτοκαθεδρίας των δύο κομμάτων αποτελεί η εσωτερική τους οργάνωση. Τα δύο μεγάλα κόμματα δεν λειτούργησαν ποτέ ως κόμματα μαζών ή με συγκεκριμένα οργανωμένα μέλη, αλλά λειτουργούσαν πάντα ως «κόμματα εκλογέων», με την έννοια της θέσης υποψηφιότητας για κατάληψη κάποιου αξιώματος από άτομα τα οποία έχουν επιλεχθεί μέσω των προκριματικών εκλογών. Δηλαδή, οι υποψήφιοι των δύο κομμάτων επιλέγονται από τους υποστηρικτές του κόμματος, που τους ψηφίζουν, και όχι από κάποια κομματική λίστα. Αυτή η αρχιτεκτονική έκανε την ανάπτυξη νέων πολιτικών κομμάτων, ως επί το πλείστον, αδύνατη. Καθώς, η θέση των δύο μεγάλων κομμάτων είχε αποκρυσταλλωθεί, ήδη από τη δεκαετία του 1850, κάθε νέο κίνημα ή νέες τάσεις και αντιλήψεις μπορούσαν να βρουν ευκολότερα απήχηση μόνο μέσα από την ένταξη στους κόλπους των δύο κομμάτων. Οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας τρίτου κόμματος ήταν, τις περισσότερες φορές, καταδικασμένη να αποτύχει, καθώς η σχετική ευκολία εισόδου στους κόλπους των δύο κομμάτων, σε συνδυασμό με την απροθυμία υποστήριξης (οικονομικής ή εκλογικής) νέων κομματικών σχηματισμών, έκανε τη δημιουργία των τελευταίων ένα δύσκολο έργο. Έτσι, τα δύο μεγάλα κόμματα απορροφούσαν όλες τις νέες τάσεις και λειτουργούσαν ως ανασχετικός παράγοντας στη δημιουργία νέων κομμάτων.
Έναν άλλον λόγο αποτέλεσε η απαγόρευση (άμεση ή έμμεση) καθόδου υποψήφιων στις γενικές, πολιτειακές ή προεδρικές εκλογές, που δεν σχετίζονταν, σε κάποιον βαθμό, με τα «πολιτικά επιτυχημένα» κόμματα. Αυτή η απαγόρευση λάμβανε μέρος, σε κάποιες πολιτείες, με τη μορφή του καθορισμού υψηλών ποσοστών συμμετοχής (π.χ. 3%) ή επιβάρυνσης των υποψηφίων με πολύ υψηλά τέλη ή και με την προηγούμενη συλλογή ενός πολύ μεγάλου αριθμού υπογραφών. Επίσης, οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι και οι υποψήφιοι τρίτων κομμάτων δεν χρηματοδοτούνταν από το Ομοσπονδιακό Κράτος. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με τη χαλαρότητα των προϋποθέσεων για θέση υποψηφιότητας μέσω των δύο κομμάτων, έκαναν ακόμα πιο δυσχερές το έργο της δυναμικής παρουσίας νέων κομμάτων. Εν τέλει, το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. έκρινε αυτές τις πρακτικές ως αντισυνταγματικές, αλλά η αργοπορημένη αυτή δικαστική κρίση δεν άλλαξε το γεγονός της ήδη παγιωμένης κατάστασης του δικομματισμού.
Τέλος, έναν, ακόμη, ουσιώδη λόγο για την καθιέρωση του δικομματισμού αποτελεί και το αμιγώς πλειοψηφικό σύστημα εκπροσώπησης, που διαπνέει όλον τον εκλογικό μηχανισμό των Η.Π.Α. Επειδή οι έδρες κατανέμονται στους υποψήφιους, στις περισσότερες περιπτώσεις, με το σύστημα «ο νικητής τα παίρνει όλα», είναι ευκολότερο τα μεγάλα κόμματα να εκτοπίσουν ολοσχερώς τα μικρότερα. Αν η κατανομή γινόταν αναλογικά, τότε τα μικρά κόμματα θα λάμβαναν, ίσως, κάποιες έδρες. Επειδή, όμως, οι έδρες κατανέμονται πλειοψηφικά, αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απορρόφηση των ψήφων, που πηγαίνουν σε μικρότερα κόμματα, από τις πλειοψηφίες, που συνήθως συγκεντρώνουν τα μεγάλα κόμματα. Αυτή η συγκυρία αποτελεί τη μια όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι, ότι, επειδή, οι ψηφοφόροι και οι χρηματοδότες γνωρίζουν ότι η στήριξή τους προς ένα τρίτο κόμμα ή κάποιον ανεξάρτητο υποψήφιο δεν θα επιφέρει καρπούς, επιλέγουν να δώσουν τη στήριξή τους προς κάποιον υποψήφιο που θα έχει πιθανότητες να εκλεγεί και που συνήθως προέρχεται από τα δύο μεγάλα κόμματα. Όλοι οι παραπάνω λόγοι διαμορφώνουν ένα δικομματικό σύστημα εκπροσώπησης, βαθιά παγιωμένο και ακλόνητο, που θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι ο δικομματισμός στις Η.Π.Α. έχει καταστεί θεσμός.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Θανάσης Διαμαντόπουλος, «Το πολιτικό σύστημα των Η.Π.Α.: Ένας ιδιόρρυθμος δικομματισμός», Σεπτέμβριος 2012
- Kenneth F. Warren (2008), “Encyclopedia of U.S. Campaigns, Elections, and Electoral Behavior”.
- The Two-Party System| American Government, Lumen
Γεννήθηκε το 1992 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Σπουδάζει Νομική στο ΑΠΘ. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά. Έχει έντονο ενδιαφέρον για την Πολιτική Φιλοσοφία, την Ιστορία, την Κοινωνιολογία και τις διεθνείς σχέσεις. Φιλοδοξεί να αποκτήσει ένα μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία. Τέλος, ως χόμπι έχει την ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες.