Του Χρήστου Αμανατίδη,
Η προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, το 1908, από την Αυστροουγγαρία ήταν η τελευταία διπλωματική επιτυχία της Δυαδικής Μοναρχίας, πριν τη συμμετοχή της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή της η κίνηση προσέκρουσε στις αντιδράσεις της Σερβίας και της Ρωσίας και οδήγησε στη Βοσνιακή κρίση του 1908-1909.
Η Βοσνία και η Ερζεγοβίνη ήταν οθωμανικές κτήσεις μέχρι το 1875, όταν οι κάτοικοί τους εξεγέρθηκαν ενάντια στην οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση, την οποία είχαν αναγκαστεί να υπομείνουν. Με αφορμή αυτήν την εξέγερση, η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία το 1877 και τη νίκησε μέσα σε έναν χρόνο. Στο Συνέδριο του Βερολίνου, που τερμάτισε, όμως, τη Βοσνιακή αυτή κρίση, η Βοσνία και η Ερζεγοβίνη πέρασαν στον διοικητικό έλεγχο της Αυστροουγγαρίας, που έλεγχε, ήδη από το 1875, τη Σλοβενία και την Κροατία και με αυτή της την επιτυχία ερχόταν ένα βήμα πιο κοντά στην υλοποίηση του μεγαλύτερου στόχου της: της δημιουργίας μιας αλυσίδας προτεκτοράτων, που θα κατέληγε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Το 1906 και ως το 1912, Υπουργός Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας διορίστηκε ο κόμης Aehrenthal, ο οποίος ήταν υπέρμαχος μιας δυναμικής πολιτικής στα Βαλκάνια, μιας πολιτικής η οποία θα μπορούσε να διεξαχθεί υπό τις πλέον ιδανικές συνθήκες, καθώς ο βασικός αντίπαλος της Αυστροουγγαρίας, η Ρωσία, μετά βίας μπορούσε να σταθεί όρθια, μετά την ήττα της από την Ιαπωνία και την επανάσταση, που ακολούθησε. Ο κίνδυνος, που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η Αυστροουγγαρία, προερχόταν από τη Σερβία, η οποία επιβουλευόταν εδάφη της Αυστροουγγαρίας (ιδίως τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη).
Προκειμένου να απαλλαγεί από τον σερβικό κίνδυνο, η Αυστροουγγαρία έπληξε τη βασική πηγή εσόδων της Σερβίας: ως ο άμεσος γείτονάς της απαγόρευσε την εισαγωγή σερβικών κοπαδιών στα εδάφη της το 1906. Έναν χρόνο μετά, απευθύνθηκε στους Οθωμανούς και εξασφάλισε την άδεια κατασκευής μιας σιδηροδρομικής γραμμής, που θα διέσχιζε το σαντζάκι του Novi Bazar (στενή λωρίδα γης μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου) και θα κατέληγε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Τέλος, ο Aehrenthal οργάνωσε την προσάρτηση αυτή καθαυτή. Και ήξερε ότι έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, πριν η Ρωσία αναλάβει και αντιταχθεί στις αυστριακές κινήσεις.
Υπήρχε, όμως, και ένας ακόμα λόγος, για τον οποίο η Αυστροουγγαρία έπρεπε να δράσει άμεσα, αν ήθελε να πετύχει την προσάρτηση: το 1908, συνέβη η επανάσταση των Νεότουρκων, οι οποίοι ανέτρεψαν τον Οθωμανό σουλτάνο Abdul Hamid Β΄ και υποσχέθηκαν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε όλες τις μειονότητές της. Για τους Αυστριακούς, η υλοποίηση αυτής της υπόσχεσης, πιθανότατα, θα σήμαινε το τέλος της κυριαρχίας τους στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη.
Αφού εξασφάλισε την άδεια της Γερμανίας και της Ιταλίας (των δύο στρατιωτικών εταίρων της από το 1882), αλλά και της Βουλγαρίας, η οποία ζήτησε την ανεξαρτησία της ως αντάλλαγμα (είχε επαναστατήσει εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1876, αλλά στο Συνέδριο του Βερολίνου αναγνωρίστηκε μόνο ως μια αυτόνομη ηγεμονία), ο Aehrenthal, για τυπικούς λόγους, ζήτησε την άδεια της Ρωσίας. Προέβη σε διαβουλεύσεις με τον Ρώσο ομόλογό του, Alexander Izvolsky, τον Σεπτέμβριο του 1908 και ως αντάλλαγμα για την προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, του υποσχέθηκε έναν ευνοϊκό διακανονισμό για το ζήτημα των Στενών. Ο Izvolsky συμφώνησε, αλλά η συμφωνία αυτή παρέμεινε μόνο προφορική.
Στις 5 Οκτωβρίου 1908, η Αυστροουγγαρία ανακοίνωσε την πολυπόθητη προσάρτηση και η Βουλγαρία κήρυξε την ανεξαρτησία της. Τότε ήταν που ο Izvolsky ζήτησε την υλοποίηση του διακανονισμού, που ο Aehrenthal και εκείνος συμφώνησαν, αλλά, ελλείψει γραπτών αποδείξεων, η Αυστροουγγαρία αρνήθηκε την ύπαρξη μιας τέτοιας συμφωνίας. Ακόμα και άλλες μεγάλες δυνάμεις, ιδίως η Μεγάλη Βρετανία, αρνήθηκαν οποιονδήποτε διακανονισμό στο ζήτημα των Στενών υπέρ της Ρωσίας. Η Ρωσία τότε ζήτησε τη διεξαγωγή μιας διεθνούς συνδιάσκεψης για την επίλυση του ζητήματος, αλλά καμία μεγάλη δύναμη δεν δέχθηκε την πρόταση.
Στο μεταξύ, η Γερμανία παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία πίεσαν τη Ρωσία να αποδεχθεί σιωπηρά τις εξελίξεις στο Βοσνιακό ζήτημα, διαφορετικά θα έμενε να αντιμετωπίσει την Αυστροουγγαρία και ενδεχομένως το σύνολο της Τριπλής Συμμαχίας μόνη της. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η Γερμανία δεν παρενέβη στο ζήτημα: ήλπιζε ότι η Ρωσία θα αγανακτούσε από τις αγγλογαλλικές πιέσεις και θα διέλυε την Τριπλή Συνεννόηση, κατά συνέπεια δίνοντας στη Γερμανία περισσότερη ελευθερία κινήσεων.
Βλέποντας ότι κανείς δεν παρενέβη, για να της αποσπάσει τη νέα της επικράτεια, η Αυστροουγγαρία πήρε θάρρος και μονιμοποίησε την προσάρτηση, υποχρεώνοντας την Οθωμανική αυτοκρατορία να τη δεχθεί, τον Φεβρουάριο του 1909. Με την ίδια αυτοπεποίθηση ζήτησε από τη Σερβία να την αποδεχθεί επίσης και να εγκαταλείψει κάθε αλυτρωτική βλέψη σε αυστροουγγρικά εδάφη. Αποφασισμένοι να αρνηθούν εκείνο το τελεσίγραφο, οι Σέρβοι ζήτησαν τη βοήθεια της Ρωσίας, η οποία, ενώ ήθελε να βοηθήσει, ήρθε και πάλι αντιμέτωπη με τις αντικειμενικές της αδυναμίες. Φοβούμενη το ενδεχόμενο σύγκρουσης με το σύνολο της Τριπλής Συμμαχίας, η Ρωσία ήπιε, για τρίτη φορά, το ποτήρι της ταπείνωσης και ζήτησε από τους Σέρβους να δείξουν λογική και μετριοπάθεια. Έτσι, οι Σέρβοι αποδέχθηκαν την προσάρτηση στα τέλη Μαρτίου του 1909.
Η προσάρτηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης ήταν μια από τις τελευταίες επιτυχίες της Τριπλής Συμμαχίας, πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Αυστροουγγαρία κατάφερε να προσαρτήσει τις δύο επαρχίες που ήθελε αναίμακτα και χωρίς την έκρηξη γενικευμένου πολέμου, ενώ η Γερμανία, παρόλο που δεν κατάφερε να διασπάσει την Τριπλή Συνεννόηση και κατά συνέπεια τον γεωγραφικό αποκλεισμό της, κατάφερε να αποφύγει τη γενική ανάφλεξη.
Παρόλα αυτά, η Σερβία είχε πλέον αποδεχθεί πως η Αυστροουγγαρία δεν επρόκειτο να ανεχθεί το «σερβικό αγκάθι στο πέλμα της» και πως θα απέκοπτε τις σερβικές αξιώσεις διά της βίας, αν χρειαζόταν. Έτσι, όσοι ήταν υπέρμαχοι της ειρηνικής συνύπαρξης με την Δυαδική Μοναρχία των Αψβούργων εξαφανίστηκαν από θέσεις επιρροής και τις θέσεις τους πήραν οι υπέρμαχοι της στενής συνεργασίας με την αυτοκρατορία του τσάρου. Ο Aehrenthal ουσιαστικά επίσπευσε τη συνεργασία μεταξύ Σερβίας και Ρωσίας και τους έδωσε αφορμή να ασκήσουν ρεβανσιστική πολιτική εναντίον της Αυστροουγγαρίας, μια πολιτική η οποία, τελικά, οδήγησε στη διάλυση της Δυαδικής Μοναρχίας.
Βιβλιογραφία
- E.M. Burns: Ευρωπαϊκή Ιστορία, Ο δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι, σελίδες 798-799.
- Ζαχαρίας Τσιρπανλής: Η Ευρώπη και ο κόσμος, 1814-1914, σελίδα 396.
- Θα ήθελα να αποδώσω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Ιωάννη Μουρέλο, για τις πληροφορίες που άντλησα στη διάλεξη που έδωσε στις 18 Μαΐου με θέμα τη Βοσνιακή κρίση του 1908-1909 και τις συνέπειές της στο πλαίσιο του μαθήματος ειδίκευσης στον 19ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
- Μαραμπός Δημήτριος: Η Βοσνιακή Κρίση (1908-1909) και ο αντίκτυπός της στη Σερβία, Επιβλέπων Καθηγητής: Σπυρίδων Σφέτας http://ikee.lib.auth.gr/record/269937/files/GRI-2015-14712.pdf .
Γεννημένος το 1999 και μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, είναι απόφοιτος Γενικού Λυκείου και φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Ασχολείται με τον εθελοντισμό, συμμετέχει σε επιμορφωτικά σεμινάρια, ενώ σε μικρότερη ηλικία είχε κάνει και μαθήματα σε θεατρική ομάδα. Ενδιαφέρεται σε μεγάλο βαθμό για την σύγχρονη ιστορία και τη ζωολογία.