Της Κωνσταντίνας Γεωργίου,
«Ταλιμπάν», στη γλώσσα Pashto, είναι οι μαθητές, οι σπουδαστές της Ισλαμικής γνώσης. Πώς έφτασε να είναι, εντούτοις, ο όρος συνώνυμος με ένα κίνημα τόσο μαχητικό, πώς ανήλθαν στην εξουσία του Αφγανιστάν και πώς δρουν σήμερα;
Μία μικρή ιστορική αναδρομή είναι αναγκαία: με την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1918, η Μέση Ανατολή κυριεύτηκε από δομική, πολιτική και πολιτισμική αστάθεια. Το Αφγανιστάν, όπως και άλλες ασιατικές χώρες, ταλανίστηκε από βαθιά κρίση ταυτότητας, με το δυτικό πολιτισμό να επεκτείνεται και να επιβάλλεται στην Ανατολή. Με το πέρασμα των ετών και την εδραίωση μιας νέας παγκόσμιας τάξης, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναδύθηκε ορατά ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός ως αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση με πρότυπο τη Δύση, ως ηθική διαμαρτυρία στην ισοπέδωση των αξιών.
Το 1979, το Αφγανιστάν βιώνει έντονη σοβιετική παρουσία και, το επόμενο έτος, η χώρα καταλαμβάνεται από σοβιετικά στρατεύματα και εγκαθίσταται φιλοσοβιετικό καθεστώς, κόντρα στην τοπική κουλτούρα και παράδοση. Το καθεστώς, όμως, δεν είναι δυνατό να απορροφηθεί ομαλά και έρχεται αντιμέτωπο με σθεναρή αντίσταση από τις λεγόμενες ομάδες «Μουτζαχεντίν», ομάδες που ενεργούσαν σύμφωνα με θρησκευτικά προστάγματα, ώστε, αφενός να αποκαταστήσουν την ειρήνη και, αφετέρου, να εφαρμόσουν αυστηρά τον Ισλαμικό νόμο. Έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ Μουτζαχεντίν και ΕΣΣΔ ήταν η απομάκρυνση των σοβιετικών και η ανάδυση του κινήματος των Ταλιμπάν.
Στο χάος της απόσυρσης των σοβιετικών στρατευμάτων από την Καμπούλ, το Αφγανιστάν βυθίστηκε σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του ασταθούς καθεστώτος και των ανταρτών Ταλιμπάν που ολοένα και περισσότερο κέρδιζαν έδαφος, ισχύ και υποστήριξη εντός του κράτους. Στο μεταξύ, η Αμερική εστίαζε την εξωτερική πολιτική της στον εκδημοκρατισμό της Ανατολής, σε κοινωνίες απροετοίμαστες να δεχθούν δημοκρατική οργάνωση.
Το 1996 οι Ταλιμπάν καταλαμβάνουν την Καμπούλ και οι πολίτες του κράτους, αν και διστακτικά, τους υποστηρίζουν ως ελπιδοφόρο κίνημα που θα διορθώσει λάθη, τόσο των σοβιετικών, όσο και των ακραίων ομάδων Μουτζαχεντίν. Πράγματι, στην αρχή οι Ταλιμπάν έκαναν σημαντικά βήματα προς τον περιορισμό της ανομίας και της διαφθοράς. Μακροπρόθεσμα, όμως, η ιστορία θα δείξει πιο σκληρό πρόσωπο.
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, το νέο καθεστώς θεοκρατίας θα επιβάλλει αυστηρούς περιορισμούς στους άνδρες και κυρίως στις γυναίκες του Αφγανιστάν, οι οποίες έχασαν κάθε δικαίωμα στην εκπαίδευση και την εργασία (πλην του τομέα της υγείας) και υποχρεώθηκαν να φορούν μπούργκα. Στο σύνολο του πληθυσμού απαγορεύτηκε η τηλεόραση, η μουσική και ο κινηματογράφος και υποτιμήθηκε κοινωνικά και θεσμικά κάθε πολιτισμικό μη ισλαμικό στοιχείο του Αφγανιστάν. Οι παραβάτες του ισλαμικού νόμου (που ήταν και ο νόμος του κράτους) αντιμετώπιζαν σκληρές ποινές, όπως λιθοβολισμό, ραβδισμό και δημόσιο αποκεφαλισμό, ενώ οι κλέφτες τιμωρούνταν με ακρωτηριασμούς.
Το κίνημα των Ταλιμπάν, που είχε μετατραπεί σε καθεστώς εξουσίας, απολάμβανε την στρατιωτική και οικονομική στήριξη των ΗΠΑ, Ιράν και Πακιστάν κι έφτασε ως το 1998 να ελέγχει το 90% της επικράτειας του Αφγανιστάν. Ωστόσο, πολλοί από τους Αφγανούς πολίτες, και κυρίως οι γυναίκες της χώρας, ήταν δυσαρεστημένοι και, αδύναμοι να αντιδράσουν, οργάνωσαν κρυφά σχολεία σε σπίτια, αρχικά για κορίτσια.
Ημερομηνία σταθμός για την πορεία του ισλαμικού κινήματος του Αφγανιστάν (αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας) ήταν η 11η Σεπτεμβρίου 2001, με τα τρομοκρατικά χτυπήματα της Αλ Κάιντα στην Ουάσιγκτον και στη Νέα Υόρκη. Οι Ταλιμπάν κατηγορήθηκαν ως πάροχοι καταφυγίου στον Οσάμα Μπιν Λάντεν, τον οποίο αρνήθηκαν να παραδώσουν, και σε άλλα μέλη της Αλ Κάιντα, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν διεθνή οργή και να στρέψουν εναντίον τους τους πρώην συμμάχους τους, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τον Οκτώβριο του 2001, στρατεύματα, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και, δευτερευόντως, της Βρετανίας, εισέβαλλαν στην Καμπούλ και, μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες, οι Ταλιμπάν είχαν καταρρεύσει. Ο ηγέτης τους, Μουλάχ Μοχμάρ Ομάρ, και άλλα ανώτερα μέλη, απέφυγαν τη σύλληψη και υποστηρίζεται ότι κατέφυγαν στο Πακιστάν.
Εντούτοις, υπό τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν δεν έληξε με την απομάκρυνση των Ταλιμπάν, μάλιστα στρατεύματα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ παραμένουν στην επικράτεια ως σήμερα.
Το 2004, η Αμερική εγκαθιστά νέο πολίτευμα δυτικών προδιαγραφών και νέα κυβέρνηση στο Αφγανιστάν, ενισχύοντας την πολιτισμική αστάθεια στην κοινωνία και το χάσμα μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών. Ωστόσο, οι Ταλιμπάν άρχισαν σταδιακά να ανακάμπτουν, στη βάση δύο οικονομικών παραγόντων: αφενός λαμβάνουν γιγάντια χρηματικά ποσά μέσω εμπορίου ναρκωτικών (οι περισσότερες παπαρούνες οπίου παγκοσμίως καλλιεργούνται στο Αφγανιστάν, σε εδάφη υπό κυριαρχία Ταλιμπάν) και, αφετέρου, έχουν έσοδα από τη φορολόγηση ατόμων που ταξιδεύουν στα εδάφη τους. Δεδομένης της οικονομικής, ηθικής, αλλά όχι και πολιτικής ανασυγκρότησής τους, περιορίζουν τη δράση τους στη δημιουργία εσωτερικών προβλημάτων στο Αφγανιστάν, σε επιθετικές επιδρομές και σε θανατηφόρες επιθέσεις σε αξιωματούχους του κράτους (και σπανιότερα σε πολίτες). Έκτοτε, ΗΠΑ και Ταλιμπάν βρίσκονται σε σύγκρουση, με άγονες τις ελπίδες για ειρηνική διαπραγμάτευση. Το 2018 ξεκίνησαν άμεσες συνομιλίες για παύση των εχθροπραξιών, υπήρξε συμφωνία για απόσυρση των Νατοϊκών στρατευμάτων και απελευθέρωση των φυλακισμένων Ταλιμπάν, αλλά και δέσμευση του ισλαμικού κινήματος να σταματήσει τις αιματηρές επιθέσεις.
Μεταξύ εχθροπραξιών, διαπραγματεύσεων και συνομιλιών, ο λαός του Αφγανιστάν εξακολουθεί να υποφέρει από αιματηρές συγκρούσεις, προσφυγιά και φρούδες ελπίδες για άμεση εξομάλυνση της κατάστασης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998 και είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά, με ιδιαίτερη προτίμηση στη διεθνή οικονομική πολιτική. Έχει παρακολουθήσει σχετικά σεμινάρια-ομιλίες, γνωρίζει αγγλικά και μαθαίνει γαλλικά. Στον ελεύθερο χρόνο της έχει ασχοληθεί με την κιθάρα.