Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Εν μέσω καραντίνας, είχα εκφράσει από εδώ την άποψη ότι η συμμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας, στα περιοριστικά μέτρα προς ανάσχεση της πανδημίας, δεν οφειλόταν σε μία αστραπιαία, εκ βάθρων αλλαγή της κυρίαρχης νοοτροπίας. Ήταν το αποτέλεσμα της εμπέδωσης μιας «συλλογικής πεποίθησης κινδύνου». Η πεποίθηση αυτή, δεν υπήρχε κατά το διάστημα της μνημονιακής περιπέτειας με αποτέλεσμα να επικρατήσει ο διχασμός και να αναγορευθεί σε πράξη αντίστασης, η ανυπακοή στα τότε επώδυνα μέτρα. Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων δικαιώνουν την ανωτέρω άποψη: μετά την άρση της καραντίνας, το άνοιγμα της εστίασης και του θερινού τουρισμού, μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινής γνώμης έπαψαν να θεωρούν ότι η συγκεκριμένη νόσος αποτελεί σοβαρή απειλή.
Το κλίμα ευφορίας από την επιτυχή αντιμετώπιση του πρώτου κύματος του ιού, η καλοκαιρινή ανεμελιά και οι αντικειμενικές συνθήκες (ελεύθερη κυκλοφορία, συγχρωτισμός σε κέντρα διασκέδασης και παραλίες, ταξίδια κ.λ.π.) οδήγησαν στην αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων. Πλέον, βρισκόμαστε στη φάση της άρον άρον λήψης νέων μέτρων. Δυστυχώς, όμως αυτή τη φορά, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους και σημάδια διχασμού, αναλόγου με αυτόν που κορυφώθηκε το 2015: τις τελευταίες ημέρες, έχει εξαπολυθεί μία σφοδρή επίθεση στη νεολαία- Πολιτικοί, επιστήμονες, ΜΜΕ, χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης- την κατηγορούν ως ανεύθυνη και κακομαθημένη, με αποκλειστικό ενδιαφέρον την καλοπέρασή της, ακόμα και εις βάρος του συνόλου της κοινωνίας;
Πόσο όμως ευθύνονται πραγματικά οι νέοι και πόσο αποτελεσματική είναι η στρατηγική της στοχοποίησής τους, στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού; Πήραν οι νέοι την απόφαση να άρουν τους περιορισμούς που ίσχυαν μέχρι τον Μάιο, με τον συγκεκριμένο τρόπο; Όχι, η πολιτική απόφαση ανήκει στην κυβέρνηση και η επιστημονική εισήγηση ανήκει στην αρμόδια επιτροπή. Προφανώς και δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί επ’ αόριστον η καραντίνα, εν μέσω θέρους μάλιστα. Αδήριτη ήταν η ανάγκη επανεκκίνησης της οικονομίας με στόχο να αξιοποιηθεί η τουριστική σεζόν και να περιοριστεί η αναπόφευκτη ύφεση της οικονομίας. Ο τρόπος όμως με τον οποίο θα ικανοποιούνταν αυτές οι ανάγκες, έπρεπε να ορισθεί από τους αρμόδιους πολιτικούς κι επιστημονικούς παράγοντες με βάση την ρεαλιστική προσέγγιση της κατάστασης. Αλήθεια, στη συναυλία των χιλιάδων θεατών στην οποία υποτίθεται πως παρευρέθη ο υπάλληλος του οίκου ευγηρίας στο Ασβεστοχώρι, που λιντσαρίστηκε διαδικτυακά χωρίς λόγο, μαζεύτηκαν παράνομα χιλιάδες ανεύθυνοι νεολαίοι και γλεντοκόπησαν ή οι αρμόδιες αρχές έδωσαν σχετική άδεια;
Αν η πλειοψηφία τους θεωρούσε όντως ότι είναι δυνατόν να διασκεδάσουν χιλιάδες νέοι ανά τη χώρα, Έλληνες και ξένοι τουρίστες, σε beach bars, clubs, μπουζούκια συναυλίες κ.α. τηρώντας αυστηρά αποστάσεις, τότε απλώς δεν είχε επαφή με την πραγματικότητα. Είναι τόσο ανεδαφικό όσο το να πιστεύει κάποιος ότι είναι δυνατόν η αστυνομία να εισβάλει στην εκκλησία την ώρα της λειτουργίας για να ελέγξει αν οι λειτουργοί και οι πιστοί φορούν μάσκα. Το ίδιο με το να θεωρηθεί ότι σε ένα γαμήλιο γλέντι έστω και μόνο 100 ή 50 ατόμων, θα τηρηθούν στο έπακρον οι αποστάσεις ή με το να ποντάρει στην τήρηση των μέτρων στους οίκους ανοχής με τους εραστές μασκοφόρους και τον πελάτη να δίνει τα προσωπικά του στοιχεία και ιδανικά να πληρώνει με πλαστικό χρήμα, ώστε να γίνει ευχερέστερα η ιχνηλάτηση των επαφών τυχόν κρούσματος. Ορισμένες, θεωρητικά ορθές, ιδέες απλώς δεν μπορούν να μετατραπούν σ’ εφαρμοσμένη πολιτική, γιατί τις ξεπερνά η ίδια η πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αυτοί, οι οποίοι ποντάρουν σε -εκ των πραγμάτων- ανεφάρμοστες λύσεις, το κάνουν είτε από ανεπαρκή αντιληπτική ικανότητα του τρόπου λειτουργίας της κοινωνίας είτε απλώς για να κατοχυρωθούν έναντι μελλοντικών ευθυνών στη λογική «εμείς σας τα λέγαμε, εσείς δεν τα κάνατε και ιδού τ’ αποτελέσματα».
Η στοχοποίηση μιας κοινωνικής ομάδας, μόνο αρνητικά μπορεί να λειτουργήσει, όπως έχουμε δει την τελευταία δεκαετία. Οι «ανεύθυνοι νεολαίοι που σκορπίζουν κορωνοϊό» είναι το αντίστοιχο των «γέρων που πάνε και κοινωνούν από το ίδιο κουτάλι» και επίσης, το αντίστοιχο της «Γενιάς του Πολυτεχνείου που μας χρεοκόπησε». Σε αυτό το πλαίσιο αναδύονται άλλωστε και άλλα δίπολα: Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι που «δεν τους νοιάζει αν θα γίνει καραντίνα, καθώς θα κάθονται και θα πληρώνονται» από τη μία και οι επιχειρηματίες της εστίασης και του τουρισμού που «το μόνο που τους νοιάζει είναι η κονόμα» από την άλλη. Είναι το αντίστοιχο μνημονιακό «εσάς του δημοσίου πληρώνουμε μια ζωή» και του «εσείς οι φοροφυγάδες που κλέβετε το κράτος», γι’ αυτές τις δύο κατηγορίες πολιτών.
Πέραν των κυβερνητικών ελιγμών, σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τον επαπειλούμενο διχασμό έχουν τόσο τα ΜΜΕ όσο και ορισμένοι ειδικοί. Τα πρώτα δημοσιοποιούν άκριτα το οτιδήποτε. Είτε για στηρίξουν την κυβερνητική γραμμή είτε για ν’ αντιπολιτευθούν ισοπεδωτικά είτε απλά για τα κλικ των αγωνιούντων συνανθρώπων μας, σπέρνουν τον πανικό και καλλιεργούν τον διχασμό. Από το δημόσιο βήμα που προσφέρουν αυτά και από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάποιοι επιστήμονες επιδιώκουν την προσωπική τους προβολή, λειτουργώντας αντιδεοντολογικά και αντιθεσμικά. Οι προβλέψεις και οι προτάσεις επί ενός θέματος δημόσιας υγείας γίνονται στα αρμόδια όργανα που εισηγούνται επιστημονικά στην κυβέρνηση, η οποία λαμβάνει τις πολιτικές αποφάσεις. Είναι απαράδεκτο να ακούμε και να διαβάζουμε ανθρώπους επιφορτισμένους με την αποστολή της προστασίας της υγείας και της ζωής μας να τοποθετούνται ελαφρά τη καρδία, γνωρίζοντας ότι αυτοί στους οποίους απευθύνονται δεν έχουν τις ανάλογες γνώσεις για να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν αυτά που ακούν και διαβάζουν, ενώ τελούν σε κατάστασης σύγχυσης. Οι επιστημονικοί ανταγωνισμοί και η ενδεχόμενη ζηλοφθονία έναντι συναδέλφων τους, που τυγχάνουν προβολής και αναγνώρισης, θα πρέπει να χαλιναγωγηθούν…
Εν κατακλείδι, είναι μείζονος σημασίας να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή, ώστε με τη μέγιστη δυνατή σύμπνοια να ξεπεράσουμε κι αυτή την κρίση. Τα παθήματα της μνημονιακής περιόδου να γίνουν μαθήματα. Ας θυμόμαστε ότι τότε «νικητές και νικημένοι όλοι χάσαμε μαζί», όπως τραγούδησε ο Νίκος Πορτοκάλογλου…
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.