Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου,
Όταν τον περασμένο Ιούλιο έλαβε χώρα η ορκωμοσία του νέου υπουργικού συμβουλίου, ο Κυριάκος Πιερρακάκης κοσμούσε, μεταξύ άλλων, τα δελτία ειδήσεων ως τεκμήριο του τεχνοκρατικού προσανατολισμού της νεοπαγούς κυβέρνησης. Με ένα εντυπωσιακό βιογραφικό, ο προερχόμενος από τον κεντροαριστερό χώρο διευθυντής ερευνών της διαΝΕΟσις, κλήθηκε να αναλάβει ένα νευραλγικό υπουργείο, τόσο από πολιτικής άποψης – ας μην ξεχνάμε τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για την ανάγκη ψηφιοποίησης της δημόσιας διοίκησης – όσο και λαμβανομένης υπόψη της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Με την Ελλάδα να είναι ουραγός σε ζητήματα ψηφιακής διακυβέρνησης, αλλά και μερίδα του εκλογικού σώματος να αντιτίθεται στην ίδια την ιδέα της με επιχειρήματα που κυμαίνονται από τη νεολουδίτικη ακαμψία μέχρι τη συνωμοσιολογία, το χαρτοφυλάκιο της Ψηφιακής Πολιτικής είχε πολύ δρόμο μπροστά του για να γίνει αντάξιο του ονόματός του.
Με μικρά και σταθερά βήματα, ο ένας χρόνος διακυβέρνησης της νέας ηγεσίας απέφερε, ως προς την ψηφιακή πολιτική, αλλαγές που για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ήταν δεδομένες σε βαθμό αστειότητας, εντούτοις για την Ελλάδα αποτελούν πρωτοφανείς καινοτομίες. Όταν πριν μερικούς μήνες εγκαινιάστηκε το σύστημα δήλωσης γεννήσεων ήδη από το μαιευτήριο, ο αρμόδιος υπουργός δήλωνε πως «δεν επιλέξαμε να αρχίσουμε τη διαδικασία απλοποίησης και ψηφιοποίησης των γεγονότων ζωής με τη γέννηση μόνο για σημειολογικούς λόγους, αλλά και γιατί επρόκειτο για μία από τις πλέον δαιδαλώδεις». Ο γονιός, χωρίς να μπλέκεται πλέον στον κυκεώνα των ληξιαρχικών υπηρεσιών, δηλώνει τη γέννησή του παιδιού του με μόνο προαπαιτούμενο την αστυνομική του ταυτότητα, και εκείνες ενημερώνονται ηλεκτρονικά, ενώ παράλληλα κινείται η διαδικασία έκδοσης ΑΜΚΑ, απόκτησης ασφαλιστικής ικανότητας και απόδοσης του επιδόματος γέννησης. Για κάποιον που έχει χρειαστεί να αντιμετωπίσει τις προηγουμένως δαιδαλώδεις διαδικασίες των αντίστοιχων υπηρεσιών, ή ακόμη έχει χρειαστεί να θυσιάσει ένα ρεπό ή ένα μεροκάματο προκειμένου να μεταφέρει έγγραφα, παριστάνοντας επί της ουσίας τον κλητήρα του Δημοσίου, ο αντίκτυπος τέτοιων μικρών – και αυτονόητων για το 2020 – μεταρρυθμίσεων είναι αρκετά παραπάνω από αισθητός. Όταν τον περασμένο Δεκέμβριο, πραγματοποιήθηκε η διασύνδεση του Μητρώου Πολιτών, υπηρεσίας του Υπουργείου Εσωτερικών, με το φορολογικό μητρώο της ΑΑΔΕ, οι αυτόματες ενημερώσεις απάλλαξαν από τον περιττό φόρτο χιλιάδες πολίτες που απαιτείτο να προσέλθουν στις κατά τόπους ΔΟΥ με δεκάδες έγγραφα στα χέρια, προκειμένου να δηλώσουν μεταβολές στην οικογενειακή τους κατάσταση – τη σύναψη ενός γάμου, την υπογραφή ενός συμφώνου συμβίωσης ή μια αίτηση διαζυγίου – προκειμένου να ξεκινήσουν να τρέχουν οι αντίστοιχες φορολογικές συνέπειες. Από την ηλεκτρονική υπηρεσία για τις διορθώσεις των δηλωθέντων τετραγωνικών, μέχρι την άυλη συνταγογράφηση που απεδείχθη επιεικώς σωτήρια με το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού, η ψηφιοποίηση του δημοσίου φαίνεται πως τρέχει με ταχείς ρυθμούς, έστω κι αν δεν αποτελεί πάντα κεντρική είδηση στα δελτία ειδήσεων ή τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Κι όσο κι αν αυτά θεωρούνται δεδομένα και πια τόσο εύκολα όσο η έκδοση μιας εξουσιοδότησης από το gov.gr, υπάρχει ένας τομέας στον οποίο η ψηφιοποίηση της νέας εποχής θα δυσκολευτεί να διεισδύσει: όσο κι αν η εκπαίδευση δεν είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μας όταν μιλάμε για ψηφιακή διακυβέρνηση, εντούτοις οι τρέχουσες συνθήκες μας υποχρεώνουν να αναθεωρήσουμε. Το ξέσπασμα της πανδημίας και το συνακόλουθο κλείσιμο των σχολικών μονάδων έφερε την ελληνική πολιτεία αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη κατάσταση: πόσο έτοιμο είναι το εκπαιδευτικό μας σύστημα να χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες του τις νέες τεχνολογίες, και πόσο δεκτικοί σε αυτό οι γονείς, αλλά κυρίως οι εκπαιδευτικοί μας; Τα εξ αποστάσεως μαθήματα έγιναν, με κυμαινόμενη συχνότητα και ποιότητα, και σίγουρα όχι χωρίς παρατράγουδα. Οι επαναλαμβανόμενες κραυγές που καλούσαν σε αγνόηση της νέας πραγματικότητας, αδιαφορούσαν για το κενό ύλης και λοιδορούσαν με τη συμπεριφορά τους χιλιάδες εκπαιδευτικούς που με περισσή αίσθηση καθήκοντος στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, αποτελούν μία μόνο έκφανση της προσέγγισης που έχουμε ως προς τις νέες τεχνολογίες ως κοινωνία. Με το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού να ανήκει σε ηλικίες που δεν βίωσαν την ψηφιακή επανάσταση εξ απαλών ονύχων, όπως οι νεότερες γενιές, αλλά και τη διαρκή γήρανση του πληθυσμού, μια κάποια δυσκολία προσαρμογής θα ήταν, όπως και να το κάνουμε, αναμενόμενη. Εν προκειμένω, όμως, οι αντιστάσεις ξεπερνούν το ηλικιακό χάσμα, το οποίο άλλωστε δεν είναι και αποφασιστικό κριτήριο: εκατοντάδες συμπολίτες μας σπεύδουν στην Ψηφιακή Ακαδημία Πολιτών, μία παραδόξως παραγνωρισμένη πρωτοβουλία του υπουργείου ψηφιακής διακυβέρνησης, προκειμένου να εξοικειωθούν, μεταξύ άλλων, με τους κανόνες της ψηφιακής εποχής, ενόσω νεότατοι επαγγελματίες παρασύρονται στον κυκεώνα του ανορθολογισμού. Όσο η δαιμονοποίηση της τεχνολογίας όχι μόνο καλά κρατεί, αλλά εμπλουτίζεται με καινούργια κεφάλαια από αντίστοιχα κοινωνικά μορφώματα του εξωτερικού, κατά κύριο λόγο από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού – είναι χαρακτηριστική η ομοιότητα που έχουν μεταξύ τους τα επιχειρήματα των πολέμιων του 5G για παράδειγμα – το υπουργείο ψηφιακής διακυβέρνησης χρειάζεται να αδράξει την ευκαιρία και να αξιοποιήσει τόσο τη θετική του αποτίμηση από τους πολίτες (είναι αξιοπρόσεκτη η θέση του Κυριάκου Πιερρακάκη στις έρευνες περί δημοφιλίας των μελών του υπουργικού συμβουλίου), όσο και το momentum της πανδημίας του κορωνοϊού. Όσο ανορθόδοξο κι αν ακούγεται, η τρέχουσα κατάσταση, με όλη την ανάγκη φυσικής αποστασιοποίησης, επιβάλλει την αξιοποίηση των ψηφιακών συστημάτων στον υπερθετικό βαθμό. Έτσι, όταν καταφέρουμε να αφήσουμε πίσω μας αυτή τη δοκιμασία, να μπορούμε να πούμε πως, όπως σε κάθε δυσκολία συμβαίνει, οι ευκαιρίες που μας δόθηκαν δεν έμειναν ανεκμετάλλευτες.