Της Δέσποινας Άλβα,
Από τα αρχαία χρόνια, οι εκάστοτε αντίπαλοι δρώντες επέλεγαν ανάμεσα στο συμβατικό πόλεμο και τη μυστική-ανορθόδοξη δράση. Ο Δούρειος Ίππος αποτελεί, ίσως, το αρχαιότερο παράδειγμα μυστικής δράσης, όπου, μέσω της παραπλάνησης, επιτεύχθηκε γρήγορη και ανέξοδη νίκη. Σταδιακά, η σπουδαιότητα της μυστικής δράσης αναβαθμίστηκε, με τις μυστικές υπηρεσίες πληροφόρησης, από τον Ψυχρό πόλεμο, να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις.
Οι κρατικοί δρώντες, και ειδικότερα οι Μεγάλες Δυνάμεις, τείνουν να εξαρτούν την επιβίωσή τους από τη δράση των εθνικών τους μυστικών υπηρεσιών πληροφόρησης, καθώς βασίζουν σε μεγάλο βαθμό το στρατιωτικό τους δόγμα στην επίτευξη πληροφοριακής υπεροχής. Οι μυστικές υπηρεσίες αποτελούν μια κυβερνητική υπηρεσία με κύρια δράση τον έλεγχο των καναλιών επικοινωνίας του αντιπάλου, προκειμένου να αποσπάσουν και, εν συνεχεία, να επεξεργαστούν σημαντικές πληροφορίες, οι οποίες θα συμβάλουν στη χάραξη της εξωτερικής τους πολιτικής, αλλά και στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων τους. Σε δεύτερο επίπεδο, οι μυστικές υπηρεσίες μεριμνούν για την αποτροπή της συλλογής πληροφοριών από τους αντιπάλους. Συγκεκριμένα, μέσω της απόκρυψης και της παραπλάνησης, παρεμποδίζουν την πρόσβαση σε χρήσιμες πληροφορίες που αφορούν σε ευαίσθητα εθνικά ζητήματα. Παράλληλα, φροντίζουν να διοχετεύουν αναληθείς πληροφορίες, προκειμένου να αποπροσανατολίσουν τον αντίπαλό τους.
Η Ρωσία αποτελεί ένα κράτος με πλούσια παράδοση στις μυστικές υπηρεσίες. Από τον Ψυχρό Πόλεμο, οι σοβιετικές υπηρεσίες πληροφόρησης, με γνωστότερη την KGB, ελεγχόμενες πλήρως από την κυβέρνηση, δρούσαν χωρίς ηθικούς περιορισμούς, με κύριο σκοπό την προώθηση των εκάστοτε εθνικών συμφερόντων σε οικονομικό, στρατιωτικό, τεχνολογικό, αλλά και γεωπολιτικό επίπεδο. Σήμερα, η Ρωσία εξακολουθεί να βασίζει σημαντικό μέρος της εξωτερικής της πολιτικής στη δράση των μυστικών υπηρεσιών της, σημαντικότερες από τις οποίες είναι η Εξωτερική Υπηρεσία Πληροφοριών SVR, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας FSB, καθώς και η Ρωσική Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών GRU.
Οι δύο πρώτες υπηρεσίες αποτελούν συνεχιστές της κατεξοχήν υπηρεσίας ασφαλείας επί Σοβιετικής Ένωσης, KGB, αφού ο τότε πρόεδρος της Ρωσίας, Boris Yeltsin, διέλυσε την KGB, διαιρώντας τα καθήκοντά της στην FSB και στην SVR. Η FSB είναι υπεύθυνη για την εσωτερική ασφάλεια του κράτους, την πρόληψη του οργανωμένου εγκλήματος, την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, τις επιχειρήσεις πληροφόρησης, καθώς και για τις αντιτρομοκρατικές προσπάθειες. Αντίστοιχα, η δράση της SVR εκτείνεται στη συλλογή πληροφοριών, στην κατασκοπεία και την παρακολούθηση του αντιπάλου. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που οι παραπάνω μυστικές υπηρεσίες έχουν επικριθεί για την πολιτική τους δράση. Συγκεκριμένα, η Εξωτερική Υπηρεσία Πληροφοριών, SVR, έχει επανειλημμένα κατηγορηθεί από τη Δύση για την υποστήριξη και υπόθαλψη φιλορωσικών πολιτικών κινημάτων και υποψηφίων στη Δύση, παρακωλύοντας, έτσι, τις πολιτικές εξελίξεις σ’ άλλες χώρες. Επιπλέον, το 2006, η SVR κατηγορήθηκε για τη δηλητηρίαση του Litvinenko, πολιτικού αντιπάλου του Putin, ο οποίος διατεινόταν ότι ο ισχυρός Ρώσος Πρόεδρος κρυβόταν πίσω από τις βομβιστικές επιθέσεις του 1999 στη Μόσχα, με απώτερο σκοπό την ενοποίηση της εξουσίας υπό το φόβο της τρομοκρατίας.
Η GRU αποτελεί την κεντρική διεύθυνση πληροφοριών του ρωσικού γενικού επιτελείου ενόπλων δυνάμεων. Ιδρυθείσα το 1918, διασφαλίζει τη στρατιωτική, οικονομική και τεχνολογική ασφάλεια της Ρωσίας, ενώ, παράλληλα, παρέχει στρατιωτικές πληροφορίες και λογοδοτεί στην ρωσική στρατιωτική διοίκηση, στον υπουργό άμυνας και στον αρχηγό του γενικού επιτελείου. Η δράση της βασίζεται σε παράνομη κατασκοπία, η οποία δεν απολαύει πάντοτε διπλωματικής κάλυψης, καθώς και στην ανάπτυξη του αμυντικού και επιθετικού πολέμου πληροφοριών.
Τα τελευταία χρόνια, δεν είναι λίγες οι φορές που η GRU έχει βρεθεί στο στόχαστρο κριτικής της Δύσης για την ανάμειξή της στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών, αλλά και τη γενικότερη πολιτική της δράση, εις βάρος του δυτικού συνασπισμού. Αρχικά, η στρατιωτική μυστική υπηρεσία της Μόσχας έχει κατηγορηθεί για την προσπάθεια υπονόμευσης της δυτικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι η GRU συνέβαλε στην ανεξαρτησία της Νότιας Οσσετίας και της Αμπχαζίας από τη Γεωργία και την πρόσδεσή τους στη Ρωσία, το 2008, καθώς και στην επέμβαση της Ρωσίας στην ανατολική Ουκρανία και Κριμαία, το 2014.
Η καχυποψία της Δύσης έναντι της GRU κορυφώθηκε το 2016, όταν, σύμφωνα με τις αμερικανικές υπηρεσίες αντικατασκοπείας, μέσω κυβερνοεπίθεσης στο Δημοκρατικό Κόμμα και διαρροής ψευδών πληροφοριών, επιχείρησε να παρέμβει στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Την αμφισβήτηση της νομιμότητας της δράσης της GRU ακολούθησαν η απέλαση Ρώσων διπλωματών, καθώς και οι κυρώσεις σε βάρος των αξιωματικών και του τότε αρχηγού της ρωσικής μυστικής υπηρεσίας. Ωστόσο, η κατηγορία ανάμειξης των ρωσικών υπηρεσιών πληροφόρησης στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ φαίνεται ότι δεν έπαψε να υφίσταται, αφού οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες κατηγορούν εκ νέου τη Ρωσία, για απόπειρα παρέμβασης στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.
Οι κατηγορίες της Δύσης έναντι της GRU συνεχίστηκαν και το 2018, όταν η Μεγάλη Βρετανία κατηγόρησε τη ρωσική στρατιωτική μυστική υπηρεσία για την απόπειρα δολοφονίας του διπλού πράκτορα Sergei Skripal και της κόρης του, Yulia. Η κρίση στις σχέσεις των δύο κρατών, κορυφώθηκε μετά την απέλαση Ρώσων διπλωματών, αλλά και την εκ νέου κατηγορία για απόπειρα κυβερνοεπίθεσης στα συστήματα υπολογιστών του βρετανικού υπουργείου εξωτερικών.
Τους τελευταίους μήνες, η GRU βρίσκεται εκ νέου στο προσκήνιο, καθώς υποστηρίζεται ότι χάρη στους δεσμούς της με το κέντρο πληροφοριών της ρωσικής κυβέρνησης, InfoRos, καθώς και με άλλες ιστοσελίδες, προωθεί ψευδείς ειδήσεις σχετικά με την πανδημία, ενώ δε διστάζει να υιοθετήσει την άποψη ότι ο ιός αποτελεί δημιούργημα των ΗΠΑ.
Συμπερασματικά, οι μυστικές υπηρεσίες αποτελούν βαρύνουσας σημασίας πολιτικό όπλο στη φαρέτρα των κρατών, καθώς και πολλαπλασιαστή ισχύος, ενώ, στην περίπτωση που ισχύουν οι κατηγορίες της Δύσης, είναι έκδηλο ότι δύνανται ακόμα και να καθορίσουν τις διεθνείς εξελίξεις.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997, όπου και διαμένει ως σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, πραγματοποίησε πρακτική άσκηση στη Β2 Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου ασχολήθηκε με τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις της Ελλάδας με χώρες Βαλκανικής, Ρωσίας και λοιπών χωρών Κ.Α.Κ.. Από τον Οκτώβριο του 2018, είναι δόκιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης. Ομιλεί την αγγλική, γαλλική και ρωσική γλώσσα. Τέλος, αγαπάει ιδιαίτερα τα ταξίδια, τα οποία θεωρεί πηγή προσωπικής εξέλιξης.