Του Δημήτρη Τόλια,
Δεν πρόκειται να ξεχάσω μια από τις πιο περίεργες εικόνες που είδα και έζησα τον Μάιο που μας πέρασε. Ύστερα από δύο μήνες καραντίνας τότε και αυστηρής κοινωνικής αποστασιοποίησης, όλοι με ανυπομονησία αναμέναμε, θυμάμαι, την περιβόητη «χαλάρωση» των μέτρων. Η πιο περίεργη ημέρα ήταν μια πολύ ζεστή Κυριακή στα τέλη Μαΐου. Σε παραθαλάσσιες περιοχές τεράστιος όγκος πληθυσμού κατέβηκε για μπάνιο στη θάλασσα. Ήταν σαν ξαφνικά να σβήστηκαν όλα. «Ένα μήνα πριν απαγορευόταν να βγούμε από το σπίτι και σήμερα, όλοι είμαστε στην παραλία», σκεφτόμουν. Αυτή η αντιφατική εικόνα μου χαράχτηκε στο μυαλό. Βλέποντας το πλήθος, θόλωνε η γραμμή ανάμεσα στο σωστό και στο λάθος, τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται. Έμοιαζε με όνειρο η στιγμή, δεν πίστευες στα μάτια σου, αλλά συνάμα ένιωθες και έναν περίεργο πόνο στο στομάχι, μια δόση αβεβαιότητας, πόσο θα κρατήσει αυτή η στιγμή, αυτή η εικόνα. Από την αίσθηση αυτή, μέχρι και σήμερα, που τα κρούσματα ανεβαίνουν πιο γρήγορα από όσο ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα, τι (δεν) άλλαξε άραγε;
Εκείνες οι στιγμές αποτέλεσαν το έναυσμα για την έναρξη της χαλάρωσης. Μια χαλάρωση που κάποια στιγμή σταμάτησε να είναι χαλάρωση στο κοινό συλλογιστικό. Οι χώροι εργασίας, τα μαγαζιά, τα μπαρ, τα ξενοδοχεία, τα μέσα μεταφοράς σταδιακά άνοιγαν. Και μια νέα αίσθηση άρχισε να κυριεύει την έννοια της χαλάρωσης σταδιακά. Ήταν η αίσθηση της «αρπαχτής». Το κύριο σημαινόμενο πλέον της κρίσης δεν ήταν η προσεκτική χαλάρωση που ενδεχομένως να υπήρχε από τον Μάιο. Ήταν μια βαθιά ριζωμένη ανάγκη που εκπορευόταν από κάθε κύτταρο μας, για να «αρπάξουμε» όσα προλάβουμε και όσα δεν προλάβαμε πριν. Με την φιγούρα του δεύτερου κύματος να στέκεται στην πόρτα με το δάχτυλο επιδεικτικά στο ρολόι, νιώσαμε την ανάγκη να αναπληρώσουμε όσα στερηθήκαμε το προηγούμενο διάστημα. Ακόμη, θελήσαμε να αρπάξουμε και καβάντζα μερικές στιγμές να μας γεμίζουν τα ράφια που θα μείνουν αδειανά στο επερχόμενο δεύτερο κύμα. Διότι η αλήθεια είναι -και ίσως και αυτό να ήταν κρίσιμο- πως δεν τέθηκε ποτέ στόχος, διακύβευμα αποφυγής του δεύτερου κύματος. Με λίγα λόγια, δεν δημιουργήθηκε ποτέ μια συλλογική στόχευση προς την αποφυγή του δεύτερου κύματος, «αν τηρήσουμε τα μέτρα, θα γλιτώσουμε το δεύτερο κύμα». Μια τέτοια προοπτική, ενδεχομένως, να μετέτρεπε την ανάγκη της αρπαχτής σε ανάγκη αποφυγής μιας δεύτερης καραντίνας μέσω της συνέπειάς μας τώρα.
Όμως, αυτό που μετράει είναι πως η «αρπαχτή» κατάπιε την «χαλάρωση». Ταυτόχρονα, όλο αυτό το διάστημα, το σύνθημα της πολιτείας ήταν η ατομική ευθύνη. Εδώ ήταν το μεγαλύτερο λάθος. Η κοινωνία πράγματι φέρθηκε με ατομική ευθύνη. Ωστόσο, η έννοια της ευθύνης οφείλει να συσχετίζεται πάντα με μια δεδομένη αναφορά. Λόγου χάρη, όταν λέω για ένα παιδάκι πως «ο Γιώργος είναι υπεύθυνος μαθητής» αυτό σημαίνει πως ο Γιωργάκης φέρνει εις πέρας την ευθύνη προς τον στόχο. Δηλαδή να διαβάζει, να μελετάει, να γράφει, να φέρνει καλούς βαθμούς και ούτω καθεξής. Εδώ στην ατομική ευθύνη που διαχύθηκε σαν μήνυμα, ποια ήταν η αναφορά; Ποιος ο στόχος; Εκεί έγινε η παράλειψη που διάβρωσε τις στοχεύσεις της πολιτείας για το κοινωνικό. Η πολιτεία είχε ως αναφορά της για την ατομική ευθύνη την χαλάρωση. Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει πως τα άτομα οφείλουν να είναι υπεύθυνα κατά την χαλάρωση, ώστε να μην αυξηθούν τα κρούσματα και να μην σκληρύνουν τα μέτρα.
Η κοινωνία όμως, όπως ανέφερα και παραπάνω, δεν βρισκόταν στην φάση της «χαλάρωσης», όπως η πολιτεία εκτιμούσε ενδεχομένως. Την φάση αυτή την είχε υπερκεράσει η φάση της «αρπαχτής». Το ζητούμενο ήταν πλέον για τα άτομα να συλλέξουν στιγμές εν όψει του δεδομένου δευτέρου κύματος. Άρα, η ατομική ευθύνη δηλητηριάζεται. Διαστρεβλώνεται. Με τα ίδια εργαλεία που σαν έννοια μπορεί να προστατέψει την κοινωνία, αυτά χρησιμοποιεί για να τη διαβρώσει. Η ατομική συμπεριφορά ήταν στραμμένη (υπεύθυνη) στο να διεκδικήσει στιγμές και αυτό πέτυχε. Συνεπώς, η ατομική ευθύνη αποτυγχάνει διότι η αναφορά της βασιζόταν σε ένα διαφορετικό κοινό συλλογιστικό από εκείνο που επικρατούσε στην πραγματικότητα. Τα αποτελέσματα του χάσματος αυτού είναι σήμερα ορατά. Και το περίεργο είναι πως από την πλειοψηφία είναι πλέον αποδεκτά, αναμενόμενα. Αυτό μας δείχνει πως η κοινωνία έπαιζε με την φωτιά , γνωρίζοντας εξ’ αρχής, πως στο τέλος θα καεί.
Το παραπάνω ζήτημα δεν είναι πρωτόγνωρο. Εντάσσεται στην κατηγορία των προβλημάτων ορισμού της συλλογικής δράσης, τα οποία έχει αναλύσει διεξοδικά η θεωρία παιγνίων. Η δράση της κοινωνίας αποτελεί ένα παίγνιο, η έκβαση του οποίου εξαρτάται από τον συνδυασμό των επιμέρους ατομικών δράσεων. Στην περίπτωσή μας, ξεκινήσαμε από τα άτομα. Λανσάραμε την ατομική ευθύνη χωρίς ωστόσο, να λανσάρουμε με την ίδια ένταση και τον συλλογικό στόχο. Η ατομική δράση λειτούργησε όμως παρασυρόμενη από το κοινό αίσθημα της «αρπαχτής» που μετατράπηκε σε ατομικό στόχο. Τα άτομα διεκδίκησαν στιγμές στο τώρα και όχι στιγμές χωρίς καραντίνα αργότερα, διότι θεώρησαν μια δεύτερη καραντίνα 100% δεδομένη. Δεν λανσάραμε, επομένως, την προοπτική ενός «κανονικού» φθινοπώρου.
Το χειρότερο μέσα σε αυτό το φαινόμενο ήταν η διάβρωση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ επιστήμονα και ατόμου που μεθοδικά είχε καλλιεργηθεί από τον Μάρτιο και μας είχε οδηγήσει στην επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας. Το απότομο αυτό διαζύγιο με τα μέτρα προστασίας και ενίοτε οι αντιφατικές εικόνες, το θόλωμα της διαχωριστικής γραμμής του σωστού και του λάθους, οδήγησε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στην απαξίωση της σημασίας των μέτρων. Ακόμη και σήμερα, που γράφεται το άρθρο αυτό, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για 200+ κρούσματα ανά ημέρα και την ίδια στιγμή ο κόσμος να συνεχίζει να συνωστίζεται σε πλοία, μαγαζιά, εκκλησίες.
Παράγεται μια αντιφατική εικόνα, την οποία με μεγάλη δυσκολία η κοινωνία θα δείξει προθυμία να επεξεργαστεί. Διότι τα μέτρα θα γίνουν πιο σκληρά, ώστε να μην χαθούν και άλλοι άνθρωποι. Όμως με την κοινωνική συλλογιστική να βγαίνει από την αρπαχτή και να εισέρχεται σε μια νέα φάση, εκείνη της «απαξίωσης», το παίγνιο συλλογικής δράσης θα συγκρουστεί στα βράχια της ατομικής άρνησης της κρισιμότητας. Το «ε και τι θα γίνει» που θα βγαίνει από τα χείλη πολλών ατόμων χτίστηκε μεθοδικά από την δηλητηρίαση της ατομικής ευθύνης και θα δυσχεράνει την κατάσταση. Όσο δεν προκύπτει ένα νέο πλέγμα λόγου, ικανό να οικοδομήσει εμπιστοσύνη και γνώση στην κοινωνία, η φράση αυτή θα συνεχίσει να δολοφονεί.
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ έχει φοιτήσει και για ένα έτος στο ίδιο τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι λάτρης της πολιτικής ιστορικής ανάλυσης και έρευνας. Ασχολείται με την ανίχνευση της διαδικασίας διάδοσης και τις επιδράσεις των πολιτικών ιδεών στην κοινωνία τόσο στο παρελθόν όσο και φυσικά στο σήμερα.