Της Νάνσυς Κούκου,
Είναι γνωστό ότι το πλαίσιο της επιστήμης της Αρχαιολογίας είναι τεράστιο και πολυδιάστατο. Ελάχιστες είναι οι γνώσεις που μας μεταφέρουν ή έστω προσπαθούν να μας κάνουν να κατανοήσουμε τις ταινίες της Λάρα Κροφτ και του Ιντιάνα Τζόουνς. Σε αυτό, λοιπόν, το άρθρο θα θίξουμε συνοπτικά το θέμα της αρχαιολογικής θέσης. Ένα από τα βασικά καθήκοντα του αρχαιολόγου αποτελεί να εντοπίσει την αρχαιολογική θέση, δηλαδή την περιοχή στην οποία, ίσως, γίνει ανασκαφή σε μεταγενέστερο στάδιο.
Είναι αδύνατο και αδιανόητο, πριν την αρχαιολογική σκαπάνη, να μην έχει προηγηθεί η οριοθέτηση και μελέτη του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, αφού πάντα πρέπει να υπάρχει μία λογική αλληλουχία, που να δείχνει τάξη και οργάνωση. Ας εμβαθύνουμε, λοιπόν, λέγοντας ότι η αρχαιολογική θέση βρίσκεται με τρεις τρόπους: α) μέσω των γραπτών πηγών, β) μέσω της αναγνώρισης από εδάφους και γ) μέσω της αναγνώρισης από αέρος. Η πρώτη μέθοδος δεν είναι πάντα αξιόπιστη, ωστόσο βοηθάει αρκετά τους ειδήμονες. Παραδείγματος χάριν, ο Σλήμαν εντόπισε την Τροία βασιζόμενος απόλυτα στα στοιχεία που έγραψε ο Όμηρος. Επίσης, τα αρχαία τοπωνύμια μπορούν να κινήσουν υποψίες.
Όσον αφορά τη δεύτερη μέθοδο, έχουμε την ευκαιρία να αποδώσουμε καλύτερα και αξιόπιστα αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή που εξετάζουμε, οφείλει να οριοθετηθεί είτε με βάση τα φυσικά της σύνορα, όπως μία κοιλάδα ή ένα νησί, είτε πολιτισμικά (η έκταση μίας τεχνοτροπίας τεχνουργημάτων), είτε καθαρά αυθαίρετα. Εάν η περιοχή εξεταστεί μη συστηματικά, τότε απλώς οι ερευνητές περπατούν σε κάθε τμήμα της, ώστε να ανιχνεύσουν στην επιφάνεια του εδάφους κάποιο αξιοπερίεργο αρχαίο αντικείμενο. Ίσως χρειαστεί, ακόμη, να συλλέξουν αρχαία κατάλοιπα και να τελέσουν δειγματοληψία φυσικών και μεταλλικών πηγών ή κόκαλων και άλλων υλικών καταλοίπων. Εάν, όμως, η αρχαιολογική θέση ερευνάται συστηματικά, τότε απαιτείται οι ειδικοί να διαιρέσουν τη θέση αυτή σε μικρότερες άλλες θέσεις, που η καθεμία από αυτές θα έχει τις δικές της ανασκαφικές τομές. Οι ανασκαφικές αυτές τομές θα πρέπει να ισαπέχουν και ανάμεσά τους να φέρουν έναν «μάρτυρα» – ένα ανέγγιχτο τμήμα εδάφους. Ακόμη, θα πρέπει με μαθηματική ακρίβεια να έχουν προσδιοριστεί στον χώρο, δηλαδή θα πρέπει οι τομές να είναι ορθογώνια παραλληλόγραμμα, και γι’ αυτό οι επιστήμονες εφαρμόζουν το Πυθαγόρειο θεώρημα.
Πριν προχωρήσουμε στην αναγνώριση από αέρος, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι τα προαναφερθέντα αποτελούν για την ακρίβεια μία αναγνωριστική τοπογραφική έρευνα. Παράλληλα, εμπεριέχονται και σε αρχαιολογικά ανασκαφικά προγράμματα, αλλά περισσότερο ταιριάζουν στον κλάδο της τοπογραφίας. Αυτό ορίζεται έτσι, γιατί η αρχαιολογία ουσιαστικά έρχεται μετά να εξετάσει και να εστιάσει περισσότερο στα αρχαιολογικά ευρήματα παρά στην περιοχή, που σε αυτήν ειδικεύονται οι γεωλόγοι και μηχανικοί.
Καλό είναι, ακόμη, να προσθέσουμε ότι σήμερα είναι δύσκολο να εκτελεστεί ανασκαφή. Προτιμώνται οι τοπογραφικές έρευνες, που είναι οικονομικότερες, γρήγορες, σχετικά μη καταστροφικές και απαιτούν μόνο χάρτες, διαβήτες και μεζούρες, σε αντίθεση με την ανασκαφή, που είναι δαπανηρή και αργή. Όμως, πάντα πρέπει να είναι παρών και ένας αρχαιολόγος για την εκτίμηση των ευρημάτων.
Σχετικά με την αναγνώριση από αέρος, πρέπει να επισημάνουμε ότι αποτελεί μία τεχνολογική καινοτομία του 20ου αιώνα και είναι πολύτιμη η αρωγή της για τον αρχαιολόγο. Οι πρώτες εναέριες φωτογραφίες ήταν της Ρωμαϊκής πόλης Όστιας και τραβήχτηκαν από τον Sir Henry Wellcome, το 1913, από αερόστατο. Ουσιαστικά με τις φωτογραφίες από αέρα, που σήμερα γίνονται με drones, είναι δυνατόν να εξετάσουν γρηγορότερα οι ειδικοί το έδαφος της περιοχής και να εντοπίσουν την αρχαιολογική θέση, εάν προκύψει. Δύο είδη φωτογραφίας κυριαρχούν εδώ, η διαγώνια και η κάθετη, που η καθεμία έχει τα πλεονεκτήματά της. Με την πρώτη, μπορούμε να έχουμε μία γενική, ευρεία και περιφερειακή εικόνα για την αρχαιολογική θέση. Ενώ, η δεύτερη αποδίδει με μεγαλύτερη ακρίβεια και βοηθάει για την χαρτογράφηση και τον σχεδιασμό κάτοψης της περιοχής.
Σήμερα, οι επιστήμονες είναι περισσότερο τυχεροί και ευέλικτοι από τους προγενέστερους, λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας. Χάρη στον υπολογιστή και την ψηφιοποίηση, η εικόνα της φωτογραφίας είναι καθαρότερη. Με την χρήση, μάλιστα, υπέρυθρου φιλμ, ανιχνεύεται η ακτινοβολία από τον ήλιο και φανερώνονται διαφορές στο χρώμα.
Τέλος, καλό είναι να αναφέρουμε ορισμένα βασικά στοιχεία για τις καλλιεργημένες θέσεις, που ενδιαφέρουν άμεσα τους εκκολαπτόμενους αρχαιολόγους. Στις εναέριες φωτογραφίες, πολλές φορές απαθανατίζουμε καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης, γιατί εκεί συνήθως «φωλιάζουν» αρχαιολογικές θέσεις. Είναι, όμως, δύσκολο για τον ειδικό να διακρίνει τη θέση, καθώς η ορατότητα των σημαδιών για αρχαιολογική θέση ποικίλει ανάλογα με την ώρα της ημέρας, την εποχή, το κλίμα και άλλους παράγοντες. Καλό είναι να θυμόμαστε ότι σχεδόν πάντα, όπου στην φωτογραφία επικρατεί πυκνή βλάστηση και έχει εκείνο το σημείο σκουρότερο χρώμα από ότι το διπλανό του, που έχει λιγότερη βλάστηση, τότε, κατά πάσα πιθανότητα, υπάρχει σε εκείνο το ανοιχτότερο σημείο αρχαιολογική θέση. Αυτό ισχύει, εφόσον η χλωρίδα δυσκολεύεται να αναπτυχθεί, όταν κάτω από το έδαφος υπάρχει, για παράδειγμα, ένας τοίχος.
Βιβλιογραφία
- C. Renfrew and P. Bahn, Αρχαιολογία Θεωρίες, Μεθοδολογία και Πρακτικές Εφαρμογές, Α. ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ, Αθήνα, 2013, σελ. 70 έως 85
- G. S. Maxwell, The Importance of Aerial Reconnaissance to Archaeology, Council of British Archaeology, 1983
Γεννήθηκε το 1999 στην Θεσσαλονίκη. Σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών. Από νεαρή ηλικία ασχολείται με την μαγειρική, τον αθλητισμό και τον κινηματογράφο. Στις διακοπές της προτιμάει θάλασσα και έχει ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη και στην Κροατία. Στο μέλλον επιθυμεί να κάνει και άλλα ταξίδια, να βιώσει την πανεπιστημιακή εμπειρία του Erasmus και να κάνει μεταπτυχιακό στην Αιγυπτιολογία και στην Ενάλια Αρχαιολογία.