Της Δανάης Λυπιρίδη,
Στο βορειότερο σημείο της υφηλίου βρίσκεται η Αρκτική, ένα από τα πιο ιδιαίτερα οικοσυστήματα του πλανήτη. Ο Αρκτικός Κύκλος αποτελεί σήμερα ένα πεδίο περιβαλλοντικών ερευνών και επιστημονικής συνεργασίας, ωστόσο, επικρατούν διαμάχες και αντικρουόμενα συμφέροντα, τόσο σε γεωοικονομικό, όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Οι νομικά δεσμευτικές αποφάσεις, σχετιζόμενες με την περιοχή, λαμβάνονται μέσω του Αρκτικού Συμβουλίου, το οποίο υποβάλλει προτάσεις, με σκοπό την αντιμετώπιση δυνητικών προκλήσεων και συγκρούσεων και συντονίζει τις ενέργειες των οκτώ κρατών-μελών του (Ρωσία, ΗΠΑ, μέσω της Πολιτείας της Αλάσκα, Καναδάς, Δανία, λόγω της αυτοδιοικούμενης Γροιλανδίας, Ισλανδία, Νορβηγία, Σουηδία και Φινλανδία). Τόσο τα κράτη-μέλη του Αρκτικού Συμβουλίου, όσο και οι παρατηρητές του δεσμεύονται από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της θάλασσας (1982) και, κατά συνέπεια, οφείλουν να σεβαστούν τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών του Αρκτικού Κύκλου επί των εθνικών υδάτων τους. Επιπλέον, το 2008, τα πέντε παράκτια κράτη της Αρκτικής υπέγραψαν τη Διακήρυξη του Ilulissat (πόλη στην Γροιλανδία), η οποία, βασιζόμενη στο Δίκαιο της θάλασσας, διακηρύσσει τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών αυτών, όπως και την πρόθεσή τους, βάσει της αρχής καλής πίστεως, τυχόν διαφορές τους να διευθετηθούν από το Αρκτικό Συμβούλιο.
Καθώς το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική αυξάνει τη γεωοικονομική σημασία της, η Ρωσία και η Κίνα αναδύονται ως δύο από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για το μέλλον της περιοχής. Η δραστηριοποίηση της Ρωσίας στον Αρκτικό Κύκλο είναι αναμενόμενη, καθώς οι ακτές της αντιπροσωπεύουν το 53% των ακτών του Αρκτικού Ωκεανού και ο πληθυσμός της χώρας στην περιοχή ανέρχεται περίπου σε 2 εκατομμύρια κατοίκους – δηλαδή περίπου το ήμισυ των ανθρώπων που ζουν στην Αρκτική παγκοσμίως. Αναφορικά με τον ενεργειακό τομέα, η Ρωσία κατέχει πρωταρχική θέση στην εκμετάλλευση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου της περιοχής, εφόσον το 70% των ενεργειακών αποθεμάτων της βρίσκονται στην υφαλοκρηπίδα της Σιβηρίας. Επιπλέον, λόγω αυτής της υποχώρησης των πάγων, η Ρωσία εξελίσσεται σε έναν κρίσιμο παράγοντα στην ανάπτυξη των εμπορικών θαλάσσιων οδών στην περιοχή, τόσο από γεωγραφικής, όσο και από υλικοτεχνικής άποψης. Η Μόσχα υποστηρίζει ενεργά την ανάπτυξη του Βορείου Περάσματος (Northern Sea Route – NSR), κατά μήκος των ακτών της Σιβηρίας, ως εναλλακτική λύση στις νότιες θαλάσσιες εμπορικές οδούς, διερχόμενες μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, επενδύοντας στην κατασκευή λιμανιών κατά μήκος του Βορείου Περάσματος, καθώς και σε πυρηνοκίνητα παγοθραυστικά, που δραστηριοποιούνται χωρίς ανταγωνισμό (μέχρι σήμερα) στον Αρκτικό Ωκεανό.
Όσον αφορά στην Κίνα, η ίδια είναι ένας λιγότερο προφανής παίκτης στην Αρκτική, με το κοντινότερο έδαφός της περίπου 5.000 ναυτικά μίλια από το Στενό του Μπέρινγκ. Εντούτοις, έχει αναλάβει τα τελευταία χρόνια μεγαλύτερο ρόλο στις υποθέσεις του αρκτικού κύκλου, αποτελώντας ένα από τα δεκατρία κράτη-παρατηρητές του Αρκτικού Συμβουλίου, από το 2013. Επίσης, το 2018, δημοσίευσε λευκή βίβλο με τίτλο «Η Αρκτική Πολιτική Της Κίνας», στην οποία περιγράφονται οι προτεραιότητές της στην περιοχή και αυτοχαρακτηρίζεται ως «κράτος κοντά στην Αρκτική» (near-Arctic state) – σηματοδοτώντας, έτσι, την πρόθεσή της να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στην περιοχή και να βελτιώσει την εικόνα της ως παγκόσμια ανερχόμενη δύναμη. Η Κίνα χρησιμοποιεί τον εν λόγω χαρακτηρισμό υποστηρίζοντας ότι, δεδομένης της σχετικής εγγύτητάς της με την Αρκτική, περιβαλλοντικές αλλαγές στην περιοχή θα έχουν μεταγενέστερες επιπτώσεις στην χώρα και, πιο συγκεκριμένα, «στις οικονομικές της δραστηριότητες στον τομέα της γεωργίας, της δασοκομίας, της αλιείας, της θαλάσσιας βιομηχανίας και αλλού».
Το Πεκίνο έχει δεσμεύσει σημαντικούς πόρους για να νομιμοποιήσει το ρόλο του στην Αρκτική. Τον Οκτώβριο του 2019, το πρώτο κινέζικο παγοθραυστικό, «Xuelong 2», ξεκίνησε το παρθενικό του ταξίδι, για να λάβει μέρος στην 36η αποστολή του Πεκίνου στην περιοχή. Το «Xuelong 2» είναι εξοπλισμένο με υπερσύγχρονα ωκεανογραφικά συστήματα παρακολούθησης για τη διεξαγωγή ερευνών στον πυθμένα της θάλασσας, ισχυροποιώντας περαιτέρω την επιστημονική διπλωματία της Κίνας στον Αρκτικό Κύκλο. Υπό κατασκευή βρίσκεται, επίσης, και το πρώτο κινέζικο πυρηνικό παγοθραυστικό, το οποίο θεωρείται ότι θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως πρόδρομος για την ανάπτυξη πυρηνικών αεροπλανοφόρων τύπου 003, ενισχύοντας την εικόνα της Κίνας και ως ανερχόμενης ναυτικής υπερδύναμης. Τέλος, το Πεκίνο έχει επιδιώξει ενεργά και τη σύναψη διμερών σχέσεων με κράτη της Αρκτικής και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς για την περαιτέρω στήριξη των δράσεών της. Ειδικότερα, η Ισλανδία και η Γροιλανδία είναι αποδέκτες σημαντικών επενδύσεων από την Κίνα, αφού, μεταξύ του 2012 και του 2017, οι κινεζικές επενδύσεις αποτελούσαν σχεδόν το 6% του ΑΕΠ της Ισλανδίας και το 11,6% του ΑΕΠ της Γροιλανδίας. Ο βαθμός και οι στόχοι των κινεζικών επενδύσεων υποδεικνύουν μεγάλου βαθμού κινεζική επιρροή στις οικονομίες αυτών των χωρών για την επιδίωξη ικανοποίησης των συμφερόντων της χώρας στον Αρκτικό Κύκλο.
Μέχρι σήμερα επικρατεί ένα ιδιαίτερα φιλικό και συνεργατικό κλίμα μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας, όσον αφορά στην εκμετάλλευση του Αρκτικού Κύκλου. Μέσα στην περίοδο 2013 – 2014, η ρωσική εταιρεία Novatek και η China National Petroleum Corporation (CNPC) συνεργάστηκαν για τη χρηματοδότηση του «Yamal liquified natural gas project», με την Κίνα αρχικά να κατέχει μερίδιο 20%, το οποίο αυξήθηκε επιπρόσθετα κατά 9,9%, μετά την επιβολή από τη Δύση κυρώσεων στη Ρωσία, λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας. Το 2018, το Πεκίνο εισήγαγε την πρωτοβουλία «Polar Silk Road», μέρος του «Belt and Road Initiative», ως πλαίσιο συνεργασίας με άλλα κράτη, για την ανάπτυξη ναυτιλιακών διαδρομών στην Αρκτική, μέσω του Βορείου Περάσματος. Η πρωτοβουλία αυτή αναμένεται να ενδυναμώσει τη σινορωσική συνεργασία, να αυξήσει τις επενδύσεις για την κατασκευή υποδομών στην Αρκτική και να στηρίξει τις προσπάθειες εμπορικής διαμετακόμισης και εξεύρεσης ενεργειακών πόρων κατά μήκος του Βορείου Περάσματος. Τέλος, οι φιλικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών έχουν ενισχυθεί και από τη φιλία μεταξύ των δύο προέδρων, Βλαντιμίρ Πούτιν και Xi Jinping. Τον Ιούνιο του 2019, οι δύο ηγέτες υπέγραψαν συμφωνίες άνω των 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ενίσχυση των οικονομικών δεσμών των 2 χωρών, προσβλέποντας σε αύξηση του ετήσιου όγκου του εμπορίου μεταξύ της Ρωσίας και της Κίνας σε 200 δισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα χρόνια.
Αν και φαίνεται να υπάρχει προσέγγιση συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών στα ζητήματα ναυσιπλοΐας και εκμετάλλευσης πλουτοπαραγωγικών πηγών του αρκτικού κύκλου, ήδη από το 2014, εντούτοις, η προσέγγιση αυτή θα πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά με επιφύλαξη, στο πλαίσιο των ευρύτερων διμερών σχέσεων Κίνας – Ρωσίας, όπου εντοπίζονται και ανταγωνιστικές τάσεις. Στον ενεργειακό τομέα, τα συμφέροντα του Πεκίνου και της Μόσχας δε συμπίπτουν απόλυτα στην εκμετάλλευση των σπάνιων ορυκτών και των ενεργειακών πόρων της Αρκτικής. Επίσης, παρατηρείται ταυτόχρονη απόκλιση των συμφερόντων τους και στον τομέα της ασφάλειας. Η Ρωσία έχει ανακοινώσει σχέδια για την επέκταση της πυραυλικής άμυνάς της, με στόχο την ενίσχυση της κυριαρχίας της στην περιοχή, ενώ η Κίνα, καθώς δεν είναι παράκτιο αρκτικό κράτος, τάσσεται υπέρ της διατήρησης των αρκτικών διαδρόμων ως διεθνών υδάτων, με στόχο την προώθηση των οικονομικών δραστηριοτήτων της στην περιοχή, αξιοποιώντας παράλληλα τεχνολογίες διπλής χρήσης, με στόχο την ενίσχυση της ασφαλείας της χώρας.
Προς το παρόν, η σινορωσική συνεργασία στην Αρκτική είναι μια πρακτική και αμοιβαία επωφελής συμφωνία και για τις δύο πλευρές· η Ρωσία διαθέτει τη γεωγραφική εγγύτητα και την εμπειρογνωμοσύνη για την ανάπτυξη του Βορείου Περάσματος και η Κίνα διαθέτει τα οικονομικά μέσα για την υποστήριξη μιας τέτοιας προσπάθειας. Αυτό που δύναται να αλλάξει τον χαρακτήρα της σχέσης τους είναι ενδείξεις ότι η Κίνα αντικαθιστά την εταιρική σχέση τους με άλλες επιλογές (π.χ. εγχώρια κατασκευή πυρηνικών παγοθραυστικών ή σύναψη διμερών σχέσεων με άλλα κράτη της Αρκτικής) ή αρχίζει να διεκδικεί ενεργά τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Αρκτικής. Δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί ιδιαίτερα για τα αποθέματα ενέργειας του αρκτικού κύκλου, ενώ γεννιέται και το ερώτημα του κατά πόσο, στο πλαίσιο της παγκόσμιας προσπάθειας για τον μετριασμό των κλιματικών αλλαγών, το παγκόσμιο ενδιαφέρον για εκμετάλλευση υδρογονανθράκων θα εξακολουθήσει να είναι οικονομικά βιώσιμο και η όλη προσπάθεια ανταγωνισμού για τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους του αρκτικοί κύκλου, θα βγάζει γεωπολιτικό νόημα.
Είναι τριτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα άπτονται θεμάτων άμυνας, ενεργειακής ασφάλειας και διεθνών σχέσεων. Παράλληλα με τη σχολή της, σπουδάζει πιάνο σε επίπεδο ανωτέρας στο Ωδείο Αθηνών και ασχολείται με την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Κατέχει άριστη χρήση της αγγλικής και της γαλλικής γλώσσας. Στον ελεύθερό της χρόνο παρακολουθεί σεμινάρια σχετικά με τις σπουδές της και ασχολείται με την ερασιτεχνική κριτική κινηματογράφου, το κλασσικό μπαλέτο, την άθληση και το χειμερινό σκι.