16 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΦιλοσοφίαΔεξιός Ελευθερισμός: Αμαρτίες κράτους παιδεύουσι τέκνα

Δεξιός Ελευθερισμός: Αμαρτίες κράτους παιδεύουσι τέκνα


Της Σάντυ Μακκού,

Η έννοια του ελευθερισμού δεν αφορά τον αυτοκαθορισμό των φτωχών, αλλά  των ευκατάστατων. Η ανάδειξη της ατομικής ιδιοκτησίας ως κορυφαίας ατομικής ελευθερίας από τους ελευθεριστές οδηγεί σε ακραίες ταυτίσεις, όπως ο χαρακτηρισμός της φορολογίας ως κάτι ανήθικο. Ηθική συμπεριφορά λογίζεται για τους ελευθεριστές μόνο εκείνη που βασίζεται στην ελευθερία επιλογής – και μόνο ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας της φορολόγησης ή της κάθε πράξης είναι αρκετός, για να χαρακτηριστεί ανήθικη. Σύμφωνα με τους ελευθεριστές, ο αναδιανεμητικός ρόλος του κράτους πρόνοιας απορρίπτεται ως κατάφορη παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων από μια θεσμοποιημένη ανθρώπινη βούληση, κοινωνία και ελευθερία.

Συνέχεια της παραπάνω επιχειρηματολογίας είναι τα επιχειρήματα των ελευθεριστών συντηρητικών, αναφορικά με τις αρνητικές επιπτώσεις του κράτους πρόνοιας στην κοινωνία. Με αφετηρία τη θέση περί ατομικής ελευθερίας, οι ελευθεριστές συμπεραίνουν ότι η κοινωνία δεν υφίσταται.

Ο Nozick γράφει για την αναδιανομή του πλούτου και θεωρεί πως δεν υπάρχει καμία κοινωνική οντότητα για το καλό της οποίας αξίζει παρόμοια θυσία. Το να χρησιμοποιούμε κάποιο από αυτά (τα διαφορετικά άτομα) προς όφελος των άλλων σημαίνει απλώς ότι τα χρησιμοποιούμε και ωφελούμε άλλους. Επιπλέον, ο Nozick αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως άθροισμα ατόμων, μεταξύ των οποίων ο μόνος σύνδεσμος είναι η αγορά και οι συναλλαγές της.

Το κράτος πρόνοιας, λοιπόν, έχοντας ως λύση την κρατική παρέμβαση, είναι επιβλαβές για αυτήν την «κοινωνία της αγοράς». Η συντηρητική κριτική έχει έντονα ηθικό χαρακτήρα. Οι παραδοσιακοί θεσμοί κοινωνικού ελέγχου και ενσωμάτωσης υπονομεύθηκαν, όταν το κράτος ανέλαβε την κοινωνική πρόνοια. Οικογένεια, εκκλησία και τοπικές κοινότητες, θεσμοί που βασίζονται σε συντηρητικές αξίες, όπως η παράδοση, η ιεραρχία και η οργανική κοινωνία (η αντίληψη, δηλαδή της κοινωνίας ως ζωντανού οργανισμού), αμφισβητούνται από την αστική κοινωνία, τη δικαιοσύνη και την κοινωνική κριτική.

Η δημοσίευση του βιβλίου του John Rawls, Μια θεωρία της δικαιοσύνης, το 1971, έφερε αναστάτωση στον τότε εδραιωμένο ωφελιμισμό της εποχής και άνοιξε τον δρόμο προς την πολιτική συζήτηση. Την εποχή εκείνη, κατά την οποία πίστευαν πως η πολιτική φιλοσοφία είχε εκλείψει, ο Rawls αναλαμβάνει την αναζωπύρωσή της με την εγκατάλειψη του ωφελιμισμού και την αφοσίωσή του στην θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου και του Καντιανού φιλελευθερισμού.

Αυτό που ο Rawls προσπάθησε να πετύχει, θέτοντας ερωτήματα σχετικά με τη δικαιοσύνη και το κοινωνικό κράτος, ήταν να φέρει στο προσκήνιο ερωτήματα σχετικά με το πολιτικό καθήκον και το κράτος. Με αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά, προσπάθησε να επιλύσει την παλαιά διαμάχη μεταξύ ελευθερίας και ισότητας με την εξίσωσή τους. Διάφορες απαντήσεις δόθηκαν και από ωφελιμιστές και από την σκληροπυρηνική πτέρυγα του νεοφιλελευθερισμού, όπως, για παράδειγμα, ο Robert Nozick, που το  1974 εκδίδει το «Αναρχία, Κράτος και Ουτοπία» ως αντίλογο στη «Θεωρία της Δικαιοσύνης», μέσα από το οποίο υποστηρίζει πως είναι αδύνατο η ελευθερία να καταστεί συμβατή με την ισότητα, καθώς μια και οποιαδήποτε εξισωτική αρχή θα αποτελέσει σοβαρή απειλή στη διατήρηση της ελευθερίας. Η θεωρία του Nozick πρακτικά ξεκίνησε μια εσωτερική διαμάχη μέσα στην ίδια την τάξη του φιλελευθερισμού, που αποτελεί συνέχεια της παλαιάς διαμάχης μεταξύ των εννοιών της ελευθερίας και της ισότητας.

Ο όρος «αναδιανεμητική δικαιοσύνη» δεν είναι ουδέτερος. Με τον όρο διανομή, αρχικά, αντιλαμβανόμαστε πως υπάρχει ένας φορέας, ο οποίος διανείμει τους διαθέσιμους πόρους και λόγω αυτού εκτιμάται πως η πιθανότητα λάθους είναι υπαρκτή. Γι’ αυτό και μια αναδιανομή κρίνεται απαραίτητη, προκειμένου να λύσουν τα προβλήματα, που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της απρόσεκτης διανομής. Δεν υπάρχει κεντρική διανομή, δηλαδή δεν υπάρχει κάποια ομάδα ατόμων ή και κάποιο συγκεκριμένο άτομο το οποίο να έχει τη δικαιοδοσία να αποφασίζει για το πώς θα διανεμηθούν οι πόροι στα υπόλοιπα άτομα. Ό,τι λαμβάνει κάθε άτομο είτε αποτελεί απότοκο κάποιας ανταλλαγής είτε έχει δοθεί ως δώρο.

 

Σε μια ελεύθερη κοινωνία, ουσιαστικά, το κάθε άτομο ελέγχει έναν διαφορετικό, έναν ξεχωριστό πόρο και τα νέα αποκτήματα αποτελούν προϊόντα ανταλλαγής μεταξύ των ατόμων. Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι το σύνολο των αποφάσεων που δικαιούνται να λάβουν όλα τα εμπλεκόμενα άτομα. Ο συγγραφέας, αρχικά, θα αναφερθεί στα αποκτήματα των ατόμων και στην αρχή της δικαιοσύνης τους, ενώ, έπειτα, θα περάσει στην εξέταση άλλων εναλλακτικών θεωριών.

Η θεωρία των τίτλων αναφέρει πως το αντικείμενο της δικαιοσύνης των αποκτημάτων διαμορφώνεται από τρεις θεματικές. Η πρώτη, που σχετίζεται με την πρωταρχική απόκτηση, δηλαδή την ιδιοποίηση πραγμάτων που μέχρι τότε δεν ανήκαν σε κανέναν, η δεύτερη, που αφορά τη μεταβίβαση των αποκτημάτων μέσω κυρίως της ανταλλαγής, της δωρεάς και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και μέσω απάτης. Επιπλέον, επεξηγούνται και περαιτέρω παράμετροι, που συμπεριλαμβάνουν και την ολική απαλλαγή ενός ατόμου από το απόκτημά του μέσω της ουδετεροποίησής του.

Οπότε σε μια απόλυτα δίκαιη κοινωνία, ένα άτομο μπορεί να έχει στην κατοχή του κάποιο απόκτημα μέσω της απόκτησης τίτλου πάνω σε αυτό, μέσω της μεταβίβασής του από κάποιο άλλο άτομο. Η πλήρης αρχή της διανεμητικής δικαιοσύνης πρεσβεύει πως μια διανομή θεωρείται δίκαιη, όταν, κατά τη διάρκεια αυτής, το κάθε άτομο έχει τον τίτλο που του αναλογεί στα αποκτήματά που κατέχει.

Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, πως απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση και μεταβίβαση αποκτημάτων είναι να τηρούνται οι νόμιμες αρχές αυτών. Βέβαια, υπάρχουν άνθρωποι που επιδιώκουν να επιβάλλουν την κατοχή τους σε κάποιο απόκτημα με αθέμιτα μέσα ενάντια στις αρχές αυτές μέσω της κλοπής, της εξαπάτησης και της υποδούλωσης. Έτσι, παρουσιάζεται και η τρίτη θεματική, που αφορά την επανόρθωση των αδικιών στα αποκτήματα. Η διαδικασία αυτή εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, που μεταβάλλονται ανάλογα, δηλαδή με την κάθε περίπτωση, που μπορεί να προκύψει.

Η αρχή της επανόρθωσης βασίζεται στην αντικειμενική, ιστορική πληροφόρηση, κατά την οποία αναλύονται όλες οι καταστάσεις και οι αδικίες, που τυχόν προέκυψαν μέχρι σήμερα. Με αυτό τον τρόπο, πραγματοποιείται η εκτίμηση της κατάστασης που θα βρισκόταν το εν λόγω απόκτημα, αν δεν είχαν συμβεί οι αδικίες και με γνώμονα τις αρχές της δικαιοσύνης και τα δικαιώματα της παρέμβασης λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του αποκτήματος, εάν δεν είχε διαπραχθεί η αδικία και αν η διανομή και πάλι δεν θεωρηθεί δίκαιη, θα πραγματοποιηθεί μια από τις προαναφερθείσες αρχές.

Προκειμένου να αξιολογηθεί μια διανομή, το μόνο που χρειάζεται είναι να διερευνηθεί, κατά την αξιολόγηση της δικαιοσύνης μιας διανομής, το ποιος καταλήγει με τι, με βάση μια αρχή περιοδικής αναδιανομής. Συνέπεια του συγκεκριμένου είδους δικαιοσύνης αποτελεί το ότι προκύπτουν δύο πανομοιότυπες δομικά διανομές, οι οποίες είναι εξίσου δίκαιες, πράγμα που σημαίνει πως διαφορετικά πρόσωπα καταλαμβάνουν τις συγκεκριμένες θέσεις ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Η οικονομική της ευημερίας αποτελεί τη θεωρία των αρχών δικαιοσύνης σύγχρονης αναδιανομής. Ο κλάδος αυτός των οικονομικών επιστημών αναφέρεται πως λειτουργεί με δεδομένα που καλύπτουν αποκλειστικά και μόνο την τρέχουσα πληροφόρηση σχετικά με την εκάστοτε διανομή. Οι συνθήκες της κάθε περίπτωσης, σε συνάρτηση με το παραπάνω στοιχείο, καταλήγουν στο ότι η οικονομική της ευημερίας εκφράζει μια συνεχή περιοδική αναδιανομή σε συνδυασμό με όλες τις αδυναμίες που προκύπτουν.

Η πλειοψηφία των ατόμων δεν δέχεται πως οι αρχές συγχρονικής αναδιανομής τερματίζουν τον προβληματισμό αναφορικά με τα διανεμητικά μερίδια. Εκτιμούν πως είναι απαραίτητο να διερευνηθεί σε βάθος όχι μόνο η διανομή που ενσωματώνει, αλλά και το πώς προέκυψε αυτή η διανομή, προκειμένου να γίνει όσο πιο δίκαιη γίνεται μια κατάσταση. Αναλύοντας τη θέση αυτή προκύπτει το συμπέρασμα πως, αν τηρείται μια χρονική ακολουθία, που απαρτίζεται από περιγραφές συγχρονικών αναδιανομών, δεν αλλάζει τίποτα ουσιαστικά. Κάποιος ωφελιμιστής ή εξισωτιστής θα θεωρούσε πως ένα μέρος από την πληροφόρηση, που οι άλλοι έχουν ως δεδομένο, ότι είναι σχετικό με την εκτίμηση της διανομής. Πλέον, θα γίνεται αναφορά σε αρχές διανεμητικής δικαιοσύνης του συγκεκριμένου είδους, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές σύγχρονης αναδιανομής ως αρχές στόχευσης αποτελέσματος. Αντίθετα, όμως, από τις αρχές στόχευσης αποτελέσματος, οι ιστορικές αρχές δικαιοσύνης αναφέρουν ότι κάποιες προηγούμενες συνθήκες ή ανθρώπινες πράξεις μπορεί να δημιουργούν διαφοροποιημένους τίτλους επί των πραγμάτων. Εύκολα μπορεί να προκύψει κάποια αδικία από τη μετάβαση από μια διανομή σε μια άλλη και φαινομενικά να είναι δομικά πανομοιότυπες, αλλά μπορεί να παραβιάζει τίτλους ανθρώπων και να μην αντικατοπτρίζει ουσιαστικά την πραγματικότητα.

Η πλειοψηφία των προτεινόμενων αρχών διανεμητικής δικαιοσύνης είναι αποτελούμενη από πρότυπα στον καθένα, σύμφωνα με τις ανάγκες, την ηθική αξία, τον βαθμό της προσπάθειας που καταβάλλει, το οριακό προϊόν ή ακόμη και το άθροισμα όλων των παραπάνω. Η θεωρία των τίτλων που αναλύθηκε δεν βασίζεται σε πρότυπα. Δεν υπάρχει καμία φυσική διάσταση που να αποδίδει διανομές που παράγονται μετά από συμφωνία προς την αρχή των τίτλων. Το πλήθος των αποκτημάτων, δηλαδή των ανθρώπων που προέρχονται από το οριακό προϊόν του καθενός, δεν είναι διαμορφωμένα από κάποιο πρότυπο. Πολλοί ισχυροί άξονες προτύπων τη διαπερνούν και αναλύονται περαιτέρω στην επεξήγηση διαφοροποίησης προτύπων.

Παρ’ όλα αυτά, γίνεται κατανοητό πως θα ήταν εύλογος λόγος ανησυχίας, αν οι άνθρωποι μεταβίβαζαν αυθαίρετα τα αποκτήματά τους σε μόνιμη βάση. Αποδεκτή, λοιπόν, είναι η δικαιοσύνη ενός συστήματος τίτλων, αν το μεγαλύτερο μέρος του, στο πλαίσιο των μεταβιβάσεων, είναι δικαιολογημένο, δηλαδή, όταν υπάρχει κάποιος λόγος, ώστε να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε μεταβίβαση.

Στις καπιταλιστικές κοινωνίες, οι άνθρωποι πραγματοποιούν μεταβιβάσεις σύμφωνα με το αν επωφελούνται οι ίδιοι. Έτσι, γίνεται αντιληπτό πως οι μεταβιβάσεις δεν γίνονται άσκοπα, άλλα, αντίθετα, αποτελούν άξονα της διανομής αναλόγως το όφελος του κάθε ατόμου. Το σύστημα των τίτλων υποστηρίζεται, όταν απαρτίζεται από τις ατομικές στοχοθεσίες των ατομικών αλληλεπιδράσεων. Όμως, δεν απαιτείται κανένας διανεμητικός στόχος. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στα συνήθη αξιώματα, που είναι πλέον εδραιωμένα, σε σημείο που μπορεί να παρουσιαστεί η θεωρία των τίτλων ως ανταγωνιστική τους.

Τέλος, η ελευθερία διαταράσσει τα πρότυπα. Δεν καθίσταται σαφές με ποιόν τρόπο απορρίπτουν την αντίληψη της δικαιοσύνης των τίτλων αναφορικά με τα αποκτήματα όσοι αποτελούν θιασώτες εναλλακτικών αντιλήψεων. Για να διατηρηθεί το πρότυπο, θα είναι αναγκαίο κανείς να παρεμβαίνει συνεχώς, ώστε να τερματιστούν οι ανταλλαγές μεταξύ των ατόμων με δικούς τους όρους είτε να γίνεται ανά διαστήματα κάποιου είδους παρέμβαση, ώστε να αποσπαστούν πόροι από ορισμένα άτομα, πόροι τους οποίους οι άλλοι αποφάσισαν για δικούς τους λόγους ο καθένας να μεταβιβάσουν. Εκτιμάται ως υπερβολή, βέβαια, η άποψη πως κάθε αρχή που διαμορφώνεται από ένα πρότυπο κινδυνεύει να ανατραπεί από τις εκούσιες πράξεις μεμονωμένων ατόμων που μεταβιβάζουν κάποια από τα μερίδια που είχαν λάβει από την αρχή. Αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, οφείλεται στο ότι κάποια πολύ ασθενή πρότυπα δεν ανατρέπονται με αυτό τον τρόπο. Οποιοδήποτε διανεμητικό πρότυπο με οποιαδήποτε εξισωτικά δομικά στοιχεία είναι εν καιρώ ανατρέψιμο από τις εθελούσιες πράξεις κάποιων ατόμων, όπως και κάθε συνθήκη που αντιπροσωπεύει την αναδιανεμητική πολιτική.

Είναι, λοιπόν, ή όχι ανήθικη η παρέμβαση του κράτους στο να υποχρεώνει τους ανθρώπους να γίνουν καλοί; Οι απόψεις διίστανται.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σάντυ Μακκού
Σάντυ Μακκού
Γεννημένη στις 25 Αυγούστου το 2000, με καταγωγή από τη Ναύπακτο. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, στην Κομοτηνή, με κατεύθυνση την πολιτική επιστήμη.