Του Οδυσσέα Βλαχονικολού,
Στις 12 Ιουνίου του 1975, η Ελλάδα υποβάλλει την αίτηση εντάξεως της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ούτε ένας χρόνος δεν είχε περάσει από το κάλεσμα της στρατιωτικής ηγεσίας του δικτατορικού καθεστώτος προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, λόγω των γεγονότων που οδήγησαν στα πρόθυρα πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, για να σχηματιστεί η κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Τον Μάρτιο και Ιούλιο υποβάλλουν αίτηση ένταξης η Πορτογαλία και Ισπανία αντίστοιχα. Οι δύο αυτές χώρες γνώρισαν μακροχρόνιες δικτατορίες, οι οποίες κατέρρευσαν με την Επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία και τον θάνατο του Ισπανού δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο με την άνοδο του Χουάν Κάρλος στην εξουσία.
Η γνωμοδότηση της Επιτροπής για τις τρεις χώρες ήταν κατά βάση αρνητική, ιδίως για την Ελλάδα λόγω της διαφορετικής οικονομικής δομής σε σύγκριση με τις βορειότερες χώρες, κάτι που θα οδηγούσε σε καθυστέρηση της Ελλάδας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ένταξης. Οι παράγοντες για την αρνητική στάση της Επιτροπής προς την Ισπανία και Πορτογαλία σχετιζόντουσαν με τον πρωτογενή τομέα και την πλεονασματική παραγωγή φρούτων, λαχανικών και κρασιού στην Ένωση. Η είσοδος των δύο αυτών κρατών θα οδηγούσε σε ανταγωνισμό μεταξύ των ομοιοπαραγωγών χωρών, όπως η Γαλλία και Ιταλία και στην αύξηση των γεωργικών δαπανών για την Γερμανία και Μ. Βρετανία. Συνεπώς, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις των χωρών αυτών θα παραταθούν μέχρι και οκτώ χρόνια, όπου θα συμφωνηθεί μια μεταβατική περίοδος, ώστε να οργανωθεί η κοινοτική αγορά και να συμφωνηθεί ο έλεγχος της παραγωγής των παραπάνω προϊόντων.
Όσον αφορά την Ελλάδα, δεν υπήρξε μακροχρόνια ενταξιακή διαπραγμάτευση. Ειδικότερα, οι λόγοι που η Ελλάδα έγινε μέλος της Κοινότητας ήταν καθαρά πολιτικοί. Οι εσωτερικές εξελίξεις μαρτυρούσαν μια νεοπαγή Δημοκρατία, που χρειαζόταν να υποστηριχθεί. Η Κοινότητα, προσέφερε μια σταθερότητα τόσο οικονομική όσο και πολιτική. Παράλληλα, μέσω της ένταξης της, η Ελλάδα θα μπορούσε να εμπεδώσει την θέση της στους Δυτικούς Θεσμούς, ακολουθώντας έτσι τον δρόμο της αστικής κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Δεδομένου του Ψυχρού Πολέμου, τα οφέλη των εταίρων παρατηρούνται στην γεωγραφική θέση της χώρας, που συνορεύει με τις βαλκανικές χώρες, οι οποίες ήταν υπό την σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Επομένως, παρά την αρνητική γνώμη της Επιτροπής, το Συμβούλιο – με ηχηρό υποστηρικτή τον Γάλλο πρόεδρο Ζισκάρ ντ’ Εσταίν – δέχτηκε την Ελλάδα στην Κοινότητα.
Η είσοδος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, οδήγησε τις οικονομίες των τριών κρατών στην ανάπτυξη. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ισπανίας το 1986 βρισκόταν στα 251 δις ευρώ, ενώ μόλις σε 22 χρόνια έφτασε τα 1.62 τρις ευρώ. Παρόμοια για την Πορτογαλία, το 1986 το ΑΕΠ ήταν μόλις 38 δις ευρώ και το 2008 έφτασε τα 262 δις ευρώ. Η Ελλάδα γνώρισε, επίσης, αύξηση του ΑΕΠ της από 52 δις το 1981, σε 354 δις το 2008. Η ανάπτυξη αυτή φάνηκε και στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, καθώς το Ισπανικό αυξήθηκε από 6.513 ευρώ (1986) σε 35.366 ευρώ (2008). Το ίδιο για την Πορτογαλία και την Ελλάδα, όπου αυξήθηκε από 3.861 ευρώ (1986) σε 24.847 ευρώ (2008) για την πρώτη και από 5.380 ευρώ (1981) σε 31.997 ευρώ (2008) για την δεύτερη. Συνεπώς, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η είσοδος των τριών αυτών χωρών, αύξησε τα εισοδήματα και την ευημερία των πολιτών.
Ωστόσο, η χρονιά είναι 2008 και η χρηματοπιστωτική κρίση καταφθάνει στην Ευρώπη. Η Ελλάδα και Πορτογαλία έρχονται αντιμέτωπες με μία βαθιά ύφεση, λόγω των υψηλών συσσωρευμένων δημοσίων χρεών, που οφείλονται σε υπέρμετρους δανεισμούς για την χρηματοδότηση του εθνικού προϋπολογισμού. Στην Ισπανία, το πρόβλημα οφείλεται εν μέρει στο συσσωρευμένο δημόσιο χρέος, αλλά και στη «φούσκα» των ακινήτων καθώς και στην εξάρτηση της από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, καθιστώντας την θύμα των αυξομειώσεων στις τιμές του πετρελαίου. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι τρεις χώρες εφάρμοσαν μέτρα λιτότητας, με σκοπό την κάλυψη των οφειλών τους και τον εξορθολογισμό των οικονομιών τους μέσω μεταρρυθμίσεων. Απόρροια των μέτρων, ήταν η μείωση των εισοδημάτων, η αύξηση της ανεργίας, η άνοδος των ποσοστών φτώχειας και η απειλή των δημοκρατικών θεσμών λόγω των μεγάλων διαδηλώσεων κατά των μέτρων.
Μεγάλη ευθύνη έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την έλλειψη ελέγχου στην δομή των οικονομιών κάθε χώρας, καθώς και για την απουσία μηχανισμών στήριξης για μελλοντικές κρίσεις. Πιο συγκεκριμένα, η Ε.Ε βρέθηκε πίσω από το πρόβλημα, με αποτέλεσμα να ιδρύσει όργανα για την αντιμετώπιση της κρίσης, αφότου εμφανίστηκε. Ο νεοσύστατος Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Στήριξης χορήγησε 24,3 δις ευρώ στην Πορτογαλία και 7,16 δις ευρώ στην Ελλάδα, ενώ το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης χορήγησε 26 δις στην Πορτογαλία και 130,9 δις στην Ελλάδα με προϋπόθεση την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων. Στην περίπτωση της Ισπανίας, δημιουργήθηκε πακέτο διάσωσης των τραπεζικών ιδρυμάτων που είχαν προβλήματα ρευστότητας και «τοξικών» ομολόγων. Έκτοτε η Ε.Ε, μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έθεσε αυστηρά κριτήρια πιστοληπτικής αξιολόγησης δανειοδοτήσεων και ανέλαβε τις αρμοδιότητες των κρατικών τραπεζών σε θέματα νομισματικής πολιτικής και πιστοδοτήσεων.
Ύστερα από χρόνια κρίσης και μέτρων λιτότητας, οι τρεις αυτές χώρες εξήλθαν από την κρίση και το σημερινό στοίχημα είναι η αξιοπιστία τους προς τους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς και την ίδια την Ε.Ε. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, χρειάζονται μεταρρυθμίσεις για την ανοικοδόμηση των οικονομιών τους, καθώς και πολιτική σταθερότητα. Στην κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής των 27 σχετικά με το ταμείο ανάκαμψης για τον κορωνοϊό, οι χώρες του Νότου στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και αποδείχθηκαν έμπιστοι συνομιλητές. Ας είναι η αρχή, για μία Ευρώπη της ευημερίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών.
Είναι γεννημένος το 2001 και φοιτά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα Ευρωπαϊκά θέματα. Αγαπάει τα ταξίδια, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με την Γεωγραφία. Η ενασχόληση του με την αρθρογραφία ξεκινάει από το OffLine Post.