Της Μαρίας Τσαλίκη,
Η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης έχει αποτελέσει πολλάκις αντικείμενο τόσο σχολιασμού και επικρίσεων όσο και συγκρούσεων σε κοινωνικό, ιατρικό, νομικό και θρησκευτικό επίπεδο. Πολλοί είναι αυτοί που διαμαρτύρονται, επιζητώντας την οριστική απαγόρευση των αμβλώσεων, τη στιγμή που σημαντική πλειοψηφία ανθρώπων υποστηρίζει τη διαδικασία διακοπής της κύησης ως απόρροια του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην αναπαραγωγή τόσο ως προς τη θετική του όσο και ως προς την αρνητική του όψη. Μέχρι πριν λίγο καιρό, η άμβλωση ισοδυναμούσε με εγκληματική ενέργεια, εδώ και χρόνια όμως έχει νομιμοποιηθεί σε αρκετές χώρες κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Στην Ελλάδα, η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης νομιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με τον νόμο 1609/1986.
Η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που με τα χρόνια αντικατέστησε τον όρο άμβλωση, η οποία με τη σειρά της είχε αντικαταστήσει τον όρο έκτρωση λόγω της μεγαλύτερης κοινωνικής απαξίας, ορίζεται πλέον στο άρθρο 304 του Νέου Ποινικού Κώδικα στο Δέκατο Πέμπτο Κεφάλαιο. Στο εν λόγω άρθρο προστατεύεται τόσο η ζωή και η υγεία του εμβρύου όσο και το δικαίωμα της εγκύου να αποφασίσει η ίδια αν θα αποκτήσει ή όχι τέκνο.Αναλυτικότερα, στο άρθρο 304 ΠΚ ρυθμίζονται τρία εγκλήματα βλάβης:
- Η ετεροδιακοπή της εγκυμοσύνης.
- Η αυτοδιακοπή της εγκυμοσύνης.
- Η συνεργία σε αυτοδιακοπή της εγκυμοσύνης.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης σε οποιαδήποτε έκφανση του αποτελεί η ύπαρξη εμβρύου. Αντικείμενο προσβολής δηλαδή για την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος αποτελεί το έμβρυο, για την ύπαρξη του οποίου απαιτείται να έχει παρέλθει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από τη σύλληψή του.
Άξιο προστασίας είναι το έμβρυο που έχει πιθανότητες να μετεξελιχθεί σε άνθρωπο, δηλαδή να γεννηθεί ζωντανό. «Ως εγκυμοσύνη λοιπόν χαρακτηρίζεται η κατάσταση της γυναίκας στην οποία έχει δρομολογηθεί και αναμένεται, με πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα καλώς εχόντων των πραγμάτων και στον ιατρικά καθορισμένο χρόνο, ο τοκετός» ( Μπέκας).
Το έγκλημα της ετεροδιακοπής, αναλυτικότερα, διακρίνεται σε δύο υποκατηγορίες, στην ετεροδιακοπή που τελείται με τη συναίνεση της εγκύου και στην ετεροδιακοπή χωρίς τη θέληση της τελευταίας.
Η συναίνεση στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποτελεί τεχνικό όρο του ποινικού δικαίου αλλά εκφράζει την βούληση της κυοφορούσας ανεξαρτήτως ηλικίας. Στην περίπτωση ωστόσο, που πρόκειται για ανήλικη κυοφορούσα, για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται πέραν της βούλησης της ανηλίκου και η συναίνεση ενός από τους γονείς της ή φέροντες τη γονική της μέριμνα.
Στο συγκεκριμένο αδίκημα είναι δυνατόν να υπάρχουν και συμμετοχικές δράσεις. Έτσι, η νοσοκόμα είναι απλή συνεργός, ο αναισθησιολόγος άμεσος συνεργός και ο πατέρας που πείθει τον γιατρό ηθικός αυτουργός.
Περαιτέρω, ηθικός αυτουργός στο αδίκημα της ετεροδιακοπής της κύησης μπορεί να είναι και όποιος:
- Πείθει τον γιατρό ότι υπάρχει η σύμφωνη βούληση της εγκύου ενώ δεν υπάρχει.
- Πείθει την έγκυο να κάνει λήψη φαρμάκου το οποίο δεν επηρεάζει την εγκυμοσύνης της, ενώ με την λήψη του προκαλείται αποβολή. Στην δεύτερη αυτή περίπτωση υποστηρίζεται και η άποψη της έμμεσης αυτουργίας.
Πότε επιτρέπεται η διακοπή της κυήσεως;
Το άδικο της ετεροδιακοπής της εγκυμοσύνης αίρεται εκτός από την επίκληση της κατάστασης ανάγκης (αρ.25 Π.Κ.) και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, κατά κύριο λόγο όταν υπάρχει η συναίνεση της εγκύου. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 304 παρ. 4 ΠΚ. ορίζονται οι τέσσερις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η διακοπή της κύησης:
Α. Ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ως αποτέλεσμα αποπλάνησης ανήλικης, βιασμού, αιμομιξίας ή κατάχρησης γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες κύησης (περίπτωση ηθικής ένδειξης λόγω εγκλήματος κατά της γενετήσιας ελευθερίας).
Β. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις απλώς ανεπιθύμητων κυήσεων, όταν δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης. Το εν λόγω διάστημα αποτελεί διάστημα για τη χωρίς αιτιολογία διακοπή και αρχίζει από την εμφύτευση στη μήτρα.
Γ. Όταν έχουν διαπιστωθεί ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου, μέχρι την συμπλήρωση 24 εβδομάδων εγκυμοσύνης (περίπτωση ευγονικής ένδειξης).
Δ. Όταν υπάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή για τη σωματική και ψυχική της ακεραιότητα. Με σχετική βεβαίωση και του αρμόδιου γιατρού, χωρίς χρονικό περιορισμό (περίπτωση ιατρικής ένδειξης).Σε κάθε περίπτωση, η ετεροδιακοπή των παραπάνω έγκυρων περιπτώσεων θα πρέπει να τελείται πάντοτε από ιατρό μαιευτήρα-γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου εντός οργανωμένης νοσηλευτικής μονάδας.
Όποιος λοιπόν χωρίς τη συναίνεση της εγκύου προέβη στη διακοπή της κύησής της τιμωρείται με κάθειρξη από 5 έως 10 έτη, ενώ στην περίπτωση που υπάρχει συναίνεσή της ή όσων φέρουν τη γονική της μέριμνα δεν πληρούνται όμως οι προϋποθέσεις νόμιμης τέλεσής της τιμωρείται με φυλάκιση έως 3 έτη ή χρηματική ποινή. Εάν έγκυος συναίνεσε στη διακοπή της εγκυμοσύνης της μετά την 24η εβδομάδα κυήσεως τιμωρείται με φυλάκιση έως 6 μήνες ή χρηματική ποινή.
Πηγές
- Ν. 1609/1986
- Ιατρικό Δίκαιο, Στοιχεία Βιοηθικής, Δημήτριος Ψαρούλης, Πολυχρόνης Βούλτσος.
- Νέος ΠΚ
- Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών “Νόμος”