Του Παναγιώτη Τσελέκη,
Στις 29 Φεβρουαρίου 1956, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σχημάτισε τη δεύτερη κυβέρνησή του, η οποία ήταν αισθητά ανανεωμένη σε σύγκριση με την πρώτη. Πρόκειται για την πρώτη κυβέρνηση που φέρει την προσωπική σφραγίδα του ίδιου του Καραμανλή και περιλαμβάνει όλα τα στελέχη που θα συγκροτήσουν στη συνέχεια τον στενό ηγετικό πυρήνα της ΕΡΕ.
Από την πρώτη στιγμή, που ανέλαβε την εξουσία, η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με την όξυνση του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Προσπάθησε να οδηγήσει σε θετική κατάληξη τις διαπραγματεύσεις του Μακαρίου με τον νέο Βρετανό κυβερνήτη της Κύπρου, στρατάρχη Σερ Τζων Χάρντινγκ, οι οποίες είχαν αρχίσει στις 4 Οκτωβρίου 1955 και είχαν, κατά μεγάλο μέρος, προχωρήσει, ώστε να υπάρχει ελπίδα ότι μπορούν να ολοκληρωθούν αμέσως μετά τις ελληνικές βουλευτικές εκλογές. Όταν, όμως, έφτασε η στιγμή της οριστικής συμφωνίας, οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε ναυάγιο και η κρίση κορυφώθηκε στις 9 Μαρτίου με τη σύλληψη και την εκτόπιση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις Σεϋχέλλες. Η κρίση, όμως, κορυφώθηκε, στις αρχές Μαρτίου, όταν οι Βρετανοί ανακοίνωσαν ότι πρόκειται να προχωρήσουν στον απαγχονισμό δύο αγωνιστών της ΕΟΚΑ, που είχαν καταδικασθεί σε θάνατο, του Μ. Καραολή και του Α. Δημητρίου. Την παραμονή της προγραμματισμένης εκτέλεσης, πραγματοποιήθηκε τεράστια διαδήλωση στην Αθήνα, οργανωμένη από την Πανελλήνια Επιτροπή Ενώσεως Κύπρου. Μετά την εκδήλωση, επακολούθησαν εκτεταμένες συγκρούσεις με την αστυνομία, η οποία έκανε χρήση όπλων, με αποτέλεσμα να υπάρξουν εκατοντάδες τραυματίες και τρεις νεκροί.
Μετά από αυτές τις εξελίξεις, η αντιπολίτευση κατέθεσε πρόταση μομφής, η οποία, όμως, κατέληξε σε παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Ωστόσο, δύο μέρες αργότερα, ο Σ. Θεοτόκης, ο οποίος ήταν ο πρώτος στόχος της αντιπολίτευσης, παραιτήθηκε από Υπουργός Εξωτερικών και τη θέση του ανέλαβε ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Παράλληλα, ο Σ. Βενιζέλος, με υπόμνημά του προς τον βασιλιά, διατύπωσε προτάσεις, που είχαν ως στόχο τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας και την απομάκρυνση του Κ. Καραμανλή -άποψη που υιοθετούσαν και άλλες μερίδες της αντιπολίτευσης, αλλά έβρισκαν απήχηση και σε ορισμένα στελέχη της ΕΡΕ. Να σημειωθεί ότι την ίδια πρόταση διατύπωσε και σε προκήρυξή του, τον Οκτώβριο του 1956, ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, Γ. Γρίβας.
Άμεσος στόχος της κυβέρνησης, μετά την αλλαγή της ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, ήταν η μεταβολή του κλίματος, που υπήρχε εναντίον της, η απελευθέρωση του Μακαρίου και η εξασφάλιση της αμερικανικής μεσολάβησης για μια συμβιβαστική λύση. Για αυτόν τον λόγο, ο πρωθυπουργός Καραμανλής πραγματοποίησε 15ήμερη επίσκεψη στις Η.Π.Α., στη διάρκεια της οποίας είχε την πρώτη συνάντησή του με τον Αμερικανό Πρόεδρο, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, και ανέλαβε να υποστηρίξει ο ίδιος την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, εκφωνώντας λόγο στη Γ.Σ. Αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών ήταν η υιοθέτηση, στις 22 Φεβρουαρίου 1957, της πρώτης απόφασης του ΟΗΕ για το Κυπριακό.
Η απόφαση αυτή του ΟΗΕ περιείχε ως ενδεχόμενο τη λύση της ανεξαρτησίας της Κύπρου, ενδεχόμενο που αποκτούσε μάλιστα άμεση επικαιρότητα, από τη στιγμή που η βρετανική κυβέρνηση είχε προβάλει δημοσίως, ως εκβιασμό περισσότερο, το ενδεχόμενο της διχοτόμησης.
Το κρισιμότερο γεγονός, όμως, που σημάδεψε την εποχή εκείνη τις εξελίξεις του Κυπριακού και είχε άμεσες προεκτάσεις στην εσωτερική πολιτική, ήταν η απελευθέρωση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, στον οποίο επιφυλάχθηκε θριαμβευτική υποδοχή, όταν έφθασε στην Αθήνα, στις 17 Απριλίου 1957.
Αμέσως μετά την εγκατάσταση του Μακαρίου στην Αθήνα, άρχισαν να αναθερμαίνονται οι διαβουλεύσεις για ανατροπή του Κ. Καραμανλή και σχηματισμό κυβέρνησης ευρύτερης συνεργασίας. Στις διαβουλεύσεις αυτές πρωτοστατούσε το Κόμμα Φιλελευθέρων και ιδίως ο συναρχηγός του, Σ. Βενιζέλος. Ο ίδιος άνθρωπος βολιδοσκοπούσε τον Μακάριο να αναλάβει αυτός την πρωθυπουργία, κάτι που απέρριπτε.
Οι προσπάθειες για ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή δεν ευοδώθηκαν πάντως εκείνη την περίοδο. Τον Νοέμβριο του 1957, όμως, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δέχτηκε, μετά από μεσολάβηση του βασιλιά Παύλου, να προχωρήσει σε συνομιλίες με το Κόμμα των Φιλελευθέρων για την αλλαγή του εκλογικού νόμου και επομένως να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο διενέργειας νέων εκλογών. Οι διαπραγματεύσεις για το νέο εκλογικό σύστημα κατέληξαν στη διατύπωση ενός εκλογικού νομοσχεδίου που καθιέρωνε σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, διαφορετικό πάντως από εκείνο που υπήρχε το 1951.
Το εσωτερικό της ΕΡΕ διαφώνησε, με τη συμφωνία του Καραμανλή με τον Παπανδρέου, όσον αφορά τον εκλογικό νόμο και κατά συνέπεια προκλήθηκαν σημαντικές αντιδράσεις με κατηγορίες εναντίον του ίδιου του Κ. Καραμανλή για αυταρχική διακυβέρνηση. Η κρίση στο εσωτερικό της ΕΡΕ κορυφώθηκε με την παραίτηση δύο υπουργών της κυβέρνησης (του Γ. Ράλλη και του Π. Παπαληγούρα) και δεκατριών βουλευτών, οδηγώντας έτσι το κυβερνόν κόμμα να χάσει τη δεδηλωμένη και να προκληθεί άμεση παραίτηση της κυβέρνησης.
Ο Καραμανλής, παρόλο που μπορούσε να ανακτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ζήτησε την άμεση διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια νέων εκλογών, για να αντιμετωπίσει την πολιτική κρίση και με κύριο στόχο του την εκκαθάριση της κατάστασης στο εσωτερικό της παράταξής του.
Την ίδια άποψη υποστήριξε και ο Γ. Παπανδρέου, τορπιλίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τις αντίθετες επιδιώξεις του συναρχηγού του Κόμματος των Φιλελευθέρων, Σ. Βενιζέλου. Αποδεχόμενος ο βασιλιάς Παύλος τις εισηγήσεις αυτών των δύο πολιτικών αρχηγών, προχώρησε στις 5 Μαρτίου 1958 στον σχηματισμό εξωκοινοβουλευτικής κυβέρνησης, τοποθετώντας στην θέση του πρωθυπουργό τον Κ. Γεωργακόπουλο –που τότε διατελούσε Πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Αποστολή αυτής της μεταβατικής κυβέρνησης ήταν, εκτός του να διεξαγάγει τις νέες εκλογές, να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη της Βουλής και να ψηφίσει τον εκλογικό νόμο, στον οποίο είχαν ήδη συμφωνήσει η ΕΡΕ και το Κόμμα Φιλελευθέρων.
Το εκλογικό σύστημα, που καθιερώθηκε με τον νέο εκλογικό νόμο (ν. 3822/1958), προέβλεπε την παραχώρηση των εδρών σε δύο κατανομές με εξαιρετικά αυστηρούς φραγμούς για τη συμμετοχή ενός κόμματος ή ενός συνασπισμού κομμάτων στη Β΄ κατανομή. Σ’ αυτό, δόθηκε η ψευδεπίγραφη ονομασία «ενισχυμένη αναλογική», όπως είχε χαρακτηριστεί και το εκλογικό σύστημα του 1951.
Έτσι, στις εκλογές της 11ης Μαΐου 1958, εκτός από την ΕΡΕ, η οποία, παρά τις αποχωρήσεις ορισμένων στελεχών της, εξακολουθούσε να αποτελεί την κύρια κομματική έκφραση της Δεξιάς, συμμετείχαν το Κόμμα των Φιλελευθέρων, η Προοδευτική Αγροτική Δημοκρατική Ένωση (ΠΑΔΕ), η Ένωση Λαϊκών Κομμάτων (ΕΛΚ) και η ΕΔΑ.
Η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης θα ενισχύσει αποφασιστικά τις προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη εφαρμογή του ανορθωτικού προγράμματος του Κ. Καραμανλή και θα επιβεβαιώσει την καταλυτική επικράτηση της ΕΡΕ στον ευρύτερο χώρο της συντηρητικής παράταξης (41,2%), καθώς η ΕΛΚ περιορίστηκε μόλις στο 2,9%. Η Δεξιά, παρά τη μικρή κάμψη της δυναμικής της, αναδείχτηκε κυρίαρχη δύναμη του όλου πολιτικού φάσματος, χωρίς μάλιστα να διαφαινόταν, μέχρι εκείνη τη στιγμή, κάποια άμεση απειλή αυτής της κυριαρχίας. Η μεγάλη έκπληξη των εκλογών δεν ήταν, όμως, η αναμενόμενη, άλλωστε, νίκη της ΕΡΕ, αλλά η εντυπωσιακή άνοδος της ΕΔΑ, η οποία συγκέντρωσε το 24,4% των ψήφων και αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση, παρόλο που είχε αποτραπεί η σύμπραξή της με τα μικρότερα κόμματα του Κέντρου.
Το αποτέλεσμα αυτό, όπως είναι λογικό, έτεινε να ανατρέψει τις έως τότε πολιτικές ισορροπίες και να δημιουργήσει ένα διπολικό σύστημα κομμάτων, με πόλους την ΕΡΕ και την ΕΔΑ. Η εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ περιόρισε το Κόμμα των Φιλελευθέρων στην τρίτη θέση με 20,7% και συρρικνωμένη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ενώ η ΠΑΔΕ συγκέντρωσε 10,6%.
Βιβλιογραφία
- Συλλογικό έργο, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Σύγχρονος Ελληνισμός από το 1941 έως το τέλος του αιώνα, τόμος ΙΣΤ΄ (2000), σ. 192, 196-197, 199, 200
- Τ. Σακελλαρόπουλος, Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η εποχή του, (2007), σ. 74
- Κ. Σβολόπουλος, Αρχείο–Γεγονότα–Κείμενα, Κωνσταντίνος Καραμανλής 50 Χρόνια Πολιτικής Ιστορίας, τόμος 1 (2005), σ. 339, 346, 375
- Κ. Σβολόπουλος, Αρχείο-Γεγονότα–Κείμενα, Κωνσταντίνος Καραμανλής 50 Χρόνια Πολιτικής Ιστορίας, τόμος 3 (2005), σ. 232-233
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Αποφοίτησε το 2018 από το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών με τίτλο «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία: Νέες θεωρήσεις και προοπτικές, ενώ παράλληλα ολοκληρώνει και το δεύτερο πτυχίο του σε προπτυχιακό επίπεδο στο Τμήμα Πολιτικών επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος σεμιναρίων, ημερίδων και συνεδρίων με θέματα που άπτονται του ενδιαφέροντός του.