11.1 C
Athens
Τρίτη, 17 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ καλή πίστη στη θαλάσσια ασφάλιση υπό το Insurance Act 2015

Η καλή πίστη στη θαλάσσια ασφάλιση υπό το Insurance Act 2015


Της Αριάδνης-Παναγιώτας Φατσή,

Η ναυτική ασφάλιση σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο είναι πολύ ενδιαφέρουσα και επίσης πολύ χρήσιμη για τους δικηγόρους στην ηπειρωτική Ευρώπη, καθώς ένας μεγάλος αριθμός ασφαλιστικών συμβάσεων διέπεται από το αγγλικό δίκαιο. Ο ασφαλιστικός νόμος (Insurance Act) του 2015 επέφερε ορισμένες σημαντικές αλλαγές όσον αφορά στην ασφάλιση πλοίων, και επίσης όσον αφορά στην υπέρτατη καλή πίστη, η οποία για πάνω από έναν αιώνα (από τον νόμο του 1906) υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια.

Η αρχή της καλής πίστης στο δίκαιο της ναυτιλιακής ασφάλισης και γενικά στο ασφαλιστικό δίκαιο είναι μια θεμελιώδης αρχή, η οποία συγκεκριμενοποιείται με την επιβολή ατομικών υποχρεώσεων τόσο στον ασφαλισμένο όσο και στον ασφαλιστή. Αυτές οι υποχρεώσεις αφορούν τόσο το προσυμβατικό στάδιο όσο και το στάδιο μετά τη σύναψη του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Ενώ η καλή πίστη είναι ένα σημαντικό μέρος του δικαίου των συμβάσεων στην ηπειρωτική Ευρώπη, οι Άγγλοι αρνούνται να το θεωρήσουν ως γενική αρχή. Και γι’ αυτό προβάλλουν έναν πολύ καλό λόγο, καθώς, σύμφωνα με το κοινοδίκαιο, η αρχή της καλής πίστης θεωρείται ως μια πολύ αόριστη έννοια, η οποία πρέπει να απορριφθεί, κυρίως επειδή απαιτεί από τους δικαστές να δημιουργήσουν ένα ολοκληρωμένο σύστημα προσωπικών αξιών, το οποίο μπορεί και να υπερκαλύψει το καθαρά νομικό κριτήριο στην τεκμηρίωση των αποφάσεών τους. Ωστόσο, ενώ το αγγλικό δίκαιο αφενός απορρίπτει τη γενική ρήτρα καλής πίστης, από την άλλη πλευρά, ένας περιορισμένος αριθμός συμβάσεων απαιτεί από τα μέρη να ενεργήσουν στο πλαίσιο μιας «υπέρτατης καλής πίστης» (uberrimae fidei). Τα ναυτιλιακά ασφαλιστήρια συμβόλαια εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία σύμφωνα με το νόμο περί ναυτικής ασφάλισης του 1906. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι το ασφαλιστικό βάρος είναι συνέπεια της αρχής της καλής πίστης, η οποία έχει κυριαρχήσει στον τομέα της ναυτιλιακής ασφάλισης από τον νόμο του 1906 έως το 2015, και εξακολουθεί να έχει σημαντικές εφαρμογές.

Όπως βλέπουμε στην παράγραφο 1 της διάταξης 14 του νέου νομοθετήματος, ο ασφαλιστής δεν είναι πλέον σε θέση να ακυρώσει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο λόγω παραβίασης της καλής πίστης, η οποία ήταν απολύτως δυνατή βάσει του MIA 1906. Ο ασφαλιστής δεν μπορεί καν να προβλέψει συμβατική ρήτρα η οποία ορίζει ότι αυτό θα μπορούσε να καταστεί δυνατό. Στην πραγματικότητα, καταργείται πλέον η ικανότητα ενός συμβαλλόμενου μέρους να παρεκκλίνει από τη σύμβαση προβάλλοντας την ακύρωση αυτής ως το μόνο μέτρο αντιμετώπισης της παραβίασης της αρχής της καλής πίστης. Αντί αυτού, προβλέπονται πλέον νέα μέτρα θεραπείας. Εν τω μεταξύ, θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι η υποχρέωση της υπέρτατης καλής πίστης σύμφωνα με την προηγούμενη νομοθεσία, δηλαδή η αποκάλυψη όλων των υλικών περιστάσεων και η μη ψευδής δήλωση, έχει πλέον αντικατασταθεί από μια πιο φιλική υποχρέωση για τον ασφαλισμένο, ο οποίος τώρα πρέπει να κάνει απλώς μία επαρκή παρουσίαση του κινδύνου (fair presentation). Έχει αξιολογηθεί ότι ο νόμος εισάγει ένα νέο καθεστώς αναλογικών προσφυγών για παραβίαση του καθήκοντος της επαρκούς παρουσίασης, αντί να ανατρέχουμε στην αρχή «όλα ή τίποτα» που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν και κατακρίθηκε σε πολλές περιπτώσεις.

Έτσι, σε αυτό το νέο πλαίσιο, η αρχή της καλής πίστης μετατρέπεται σε ερμηνευτική αρχή με τρεις πιθανές εκδοχές σχετικά με την ερμηνευτική της λειτουργία. Η πρώτη επιλογή είναι να θεωρήσουμε ότι η υπέρτατη καλή πίστη έχει πλέον βρεθεί στο επίπεδο ενός γενικού όρου που διέπει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, η παραβίαση του οποίου δημιουργεί αξίωση αποζημίωσης. Η δεύτερη επιλογή είναι ότι τώρα η αρχή της καλής πίστης χρησιμεύει περισσότερο σαν ένα εργαλείο που έχει τον ρόλο της βάσης για περαιτέρω όρους που θα συμφωνηθούν στη σύμβαση. Η τρίτη επιλογή είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως “estoppel”, ένα ήδη κεκτημένο δικαίωμα που δεν μπορεί να αφαιρεθεί. Αυτό που προκύπτει από αυτό είναι ότι ένα από τα μέρη δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει έναν από τους συμβατικούς όρους ως λόγο για τη λύση της σύμβασης και την αποφυγή της εκπλήρωσης της υποχρέωσής του ισχυριζόμενο παραβίαση της καλής πίστης, εάν από τη γενική συμπεριφορά του μπορεί να ειπωθεί ότι έχει συμφωνήσει πλήρως στη σύμβαση. Αυτό χρησιμεύει ως προστατευτικό μέτρο για τον ασφαλισμένο, καθώς καθιστά αδύνατο για τις ασφαλιστικές εταιρείες να αποφύγουν την εκπλήρωση των όρων όταν έρθει η ώρα της καταβολής των ασφαλίστρων, ισχυριζόμενες ότι το συμβόλαιο πρέπει να καταγγελθεί.


Πηγές

 

  • Clyde, Co., 2015. Insurance Act 2015: Shaking up a Century of Insurance Law. Available at: https://www.clydeco.com/en/insights-archive/2017/10/insurance-act-report .
  • Costabel, A., 2015. The UK Insurance Act 2015: A Restatement of Marine Insurance Law’. St Thomas L Rev 133, 151.
  • Merkin, R. & Gurses, O., 2015. The Insurance Act 2015: Rebalancing the Interests of Insurer and Assured. The Modern Law Review Limited, 78(6): 1004–1027.

Αριάδνη-Παναγιώτα Φατσή, Βιβλιοκριτικός

Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής στο ΕΚΠΑ. Αναπτύσσει ιδιαίτερη δράση σε φοιτητικούς οργανισμούς και εκδηλώσεις, βρίσκεται στο διοικητικό συμβούλιο της Unique Minds και έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια και ημερίδες. Την ενδιαφέρει η συγγραφή νομικών και λογοτεχνικών άρθρων, τάσεις τις οποίες ικανοποιεί η συμμετοχή της στο OffLine Post. Γνωρίζει Αγγλικά και Γερμανικά.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αριάδνη-Παναγιώτα Φατσή
Αριάδνη-Παναγιώτα Φατσή
Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Νομικής στο ΕΚΠΑ. Αναπτύσσει ιδιαίτερη δράση σε φοιτητικούς οργανισμούς και εκδηλώσεις, βρίσκεται στο διοικητικό συμβούλιο της Unique Minds και έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια και ημερίδες. Την ενδιαφέρει η συγγραφή νομικών και λογοτεχνικών άρθρων, τάσεις τις οποίες ικανοποιεί η συμμετοχή της στο OffLine Post. Γνωρίζει Αγγλικά και Γερμανικά.