Του Γιάννη Χουλιάρα,
Με αφορμή τις πρόσφατες στρατιωτικές συγκρούσεις στον Καύκασο, μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, το παρόν άρθρο θα επιχειρήσει να αναλύσει την στάση της Ρωσίας έναντι του ζητήματος, εντάσσοντάς το στη γενικότερη στρατηγική της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου και διερευνώντας τους σκοπούς και τις τακτικές της ρωσικής πολιτικής.
Καταρχάς, η Ρωσία αποτελεί, μαζί με τις ΗΠΑ και την Γαλλία, μέλος της Ομάδας του Μινσκ, το επίσημο σχήμα υπό τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη, επιφορτισμένο, από το 1994, με τη διαμεσολάβηση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Πέραν αυτού, η Ρωσία θεωρείται, επίσης, ο σημαντικότερος σύμμαχος της Αρμενίας, στην οποία διαθέτει, μάλιστα, και στρατιωτική βάση. Ενώ, όμως θα περίμενε κανείς τη Ρωσία, ως εκ τούτου, να πάρει ξεκάθαρη θέση υπέρ της Αρμενίας, ο πρόεδρος Vladimir Putin δήλωσε ουδέτερα πως η Ρωσία ανησυχεί για τις εξελίξεις και είναι έτοιμη να διαμεσολαβήσει μεταξύ των δύο πλευρών. Για ποιο λόγο η Μόσχα φαίνεται να ακολουθεί μια πολιτική ίσων αποστάσεων, παρά την επίσημη συμμαχία της με το Γιερεβάν;
Είναι αρχικά απαραίτητο να αναλυθούν οι λόγοι, για τους οποίους η Ρωσία δείχνει ενδιαφέρον για τη σύγκρουση. Η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν, μαζί με την Γεωργία, συγκροτούν την περιοχή του Νοτίου Καυκάσου, με το Βόρειο Καύκασο να βρίσκεται υπό ρωσική κυριαρχία. Ο ρωσικός Βόρειος Καύκασος αποτελεί μια ασταθή περιοχή, η οποία προκαλούσε και εξακολουθεί να προκαλεί προβλήματα για τη Μόσχα, κυρίως λόγω του τσετσενικού ζητήματος. Ταυτόχρονα, η ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου αποτελεί το γεωγραφικό σημείο σύγκλισης τριών περιφερειακών δυνάμεων, της Ρωσίας, της Τουρκίας και του Ιράν. Η επέκταση της τουρκικής (πρωτίστως) ή/και ιρανικής (δευτερευόντως) επιρροής, αλλά και άλλων εξωτερικών δυνάμεων, ιδίως των ΗΠΑ, σε μια τόσο ευαίσθητη για τη Ρωσία περιοχή, αντιμετωπίζεται ως σοβαρή απειλή από το Κρεμλίνο. Προκειμένου να δημιουργήσει μια ζώνη προστασίας για το Βόρειο Καύκασο και να κρατήσει τις άλλες δυνάμεις μακριά από το «μαλακό υπογάστριό» της, επιβάλλεται για τη Ρωσία να διατηρήσει υπό έλεγχο τα τρία κράτη του νότιου τμήματος της περιοχής.
Δεδομένου του ότι μια άμεση στρατιωτική κατάκτηση της περιοχής δεν κρίνεται εφικτή, η ρωσική επιρροή πρέπει να επιβληθεί με άλλα μέσα. Συγκρούσεις, όπως αυτή μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, προσφέρουν αυτή την δυνατότητα. Η εξέταση της ρωσικής πολιτικής στην αρμενο-αζερική σύγκρουση, προσφέρει μια καθαρή εικόνα της στρατηγικής της Μόσχας.
Η διένεξη μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων, αφορούσα στην περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ, οξύνθηκε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980, καθώς χαλάρωνε ο έλεγχος της παρακμάζουσας Σοβιετικής Ένωσης. Όταν η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και τα δύο κράτη ανεξαρτητοποιήθηκαν το 1991, η διένεξη κλιμακώθηκε σε πολεμική σύρραξη για τον έλεγχο της περιοχής. Η Ρωσία παρείχε στρατιωτική στήριξη στις αρμενικές δυνάμεις, οι οποίες επικράτησαν κατά των Αζέρων, καταλαμβάνοντας μέχρι το 1993 το Ναγκόρνο Καραμπάχ και μια σημαντική ζώνη αζερικών εδαφών γύρω από αυτό. Το 1994, έχοντας βοηθήσει τους Αρμένιους να πετύχουν το στόχο τους, η Μόσχα επέβαλε εκεχειρία – το κρίσιμο, ωστόσο, είναι πως δεν κατέστη δυνατή η οριστική διευθέτηση του πολέμου. Από τότε, η σύγκρουση δεν έχει ακόμη επιλυθεί και είναι συχνές οι σποραδικές αναζωπυρώσεις των μαχών στην περιοχή.
Η ρωσική πολιτική επηρέασε καθοριστικά την ισορροπία δυνάμεων στο Νότιο Καύκασο και οι συνέπειές της εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι και σήμερα. Όσον αφορά στην Αρμενία, η στρατιωτική της νίκη, η οποία, όμως, δε συνοδεύτηκε από οριστική διευθέτηση του ζητήματος, έχει ως αποτέλεσμα οι σχέσεις της τόσο με το Αζερμπαϊτζάν, όσο και με τη σύμμαχό του Τουρκία, να παραμένουν εχθρικές. Μπακού και Άγκυρα διατηρούν μέχρι και σήμερα εμπάργκο κατά του Γιερεβάν. Η Αρμενία, ευρισκόμενη γεωγραφικά ανάμεσα σε δύο αντιπάλους, που, κατά την αντίληψή της, απειλούν την ίδια την κρατική της υπόσταση, δεν έχει άλλη επιλογή από το να παραμείνει προσκολλημένη στο Κρεμλίνο. Η δυσχερής γεωπολιτική θέση της την καθιστά εξαρτημένη από τη ρωσική προστασία. Η προστασία αυτή αποτελεί τον πυλώνα των ρωσο-αρμενικών σχέσεων: η Ρωσία παρέχει εγγυήσεις ασφάλειας στην Αρμενία, η οποία σε αντάλλαγμα υπακούει στις στρατηγικές επιταγές της Μόσχας. Ως εκ τούτου, αποδέχεται την ύπαρξη ρωσικών στρατιωτικών βάσεων στο αρμενικό έδαφος και δεν επιδιώκει συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε) ή το ΝΑΤΟ.
Είναι, επομένως, έκδηλο πως η Ρωσία έχει επιτυχώς εκμεταλλευτεί τη διαρκή τρωτότητα και εξάρτηση της Αρμενίας για να τη διατηρήσει υπό στενό έλεγχο, γεγονός που της παρέχει μια πολύτιμη στρατιωτική βάση στον Νότιο Καύκασο.
Η Ρωσία, ωστόσο, δεν περιορίζεται στις σχέσεις με το Γιερεβάν, αλλά χρησιμοποιεί την εξάρτηση της Αρμενίας, προκειμένου να καλλιεργήσει τις σχέσεις της και με το Αζερμπαϊτζάν. Παρά το εχθρικό κλίμα μεταξύ Μόσχας και Μπακού, κατά τα πρώτα έτη της ανεξαρτησίας του, λόγω της ρωσικής στήριξης στην αρμενική πλευρά, η ηγεσία του Αζερμπαϊτζάν αποδέχτηκε σταδιακά, πως χωρίς την συνεννόηση με την Ρωσία, δε δύναται να επιτύχει το βασικό της στόχο: την επιστροφή του Ναγκόρνο Καραμπάχ στον αζερικό έλεγχο. Μια μονομερής επιθετική στρατιωτική ενέργεια κατά της Αρμενίας δεν είναι εφικτή, από την στιγμή που αυτή διαθέτει εγγυήσεις ασφάλειας από την Μόσχα, ενώ γνωρίζει πως οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να στηρίξουν μια τέτοια κίνηση.
Ως εκ τούτου, το Μπακού επιδιώκει να πείσει την Ρωσία να ασκήσει πίεση στην Αρμενία, προκειμένου η τελευταία να υποχρεωθεί σε υποχώρηση από τις θέσεις της και να αναγνωρίσει την αζερική κυριαρχία στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Υπολογίζει. πως η εξάρτηση της Αρμενίας από την Μόσχα, δεν θα της επιτρέψει να προβάλλει αντίσταση, σε περίπτωση που το Κρεμλίνο αποδεχτεί τις αζερικές θέσεις. Για να πετύχει τον στόχο αυτό, πρέπει, φυσικά, να αποκτήσει την εύνοια της Ρωσίας. Ως εκ τούτου, το Αζερμπαϊτζάν ακολουθεί μια κατά βάση κατευναστική πολιτική: περιορίζει τη συνεργασία του με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε, ενώ τα τελευταία χρόνια, ιδίως από το 2014 και έπειτα, έχει επιβάλλει αυστηρούς περιορισμούς στη λειτουργία δυτικών Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και άλλων οργανισμών.
Η Μόσχα, αναγνωρίζοντας την αξία της συνεργασίας με το Αζερμπαϊτζάν, φροντίζει και αυτή να καλλιεργεί θετικό κλίμα στις διμερείς σχέσεις. Η Ρωσία δεν επιθυμεί να εναποθέσει όλες τις επιλογές της στην Αρμενία. Αυτό αναπόφευκτα θα καθιστούσε το Αζερμπαϊτζάν εχθρικό, γεγονός που θα επιδείνωνε την θέση της Ρωσίας στον Νότιο Καύκασο. Από τη στιγμή που η Γεωργία είναι πλέον αντίπαλος της Μόσχας, η Ρωσία θα κατέληγε, έτσι, με δύο εχθρούς και μόνο περιφερειακό σύμμαχο την Αρμενία. Αντιθέτως, το Κρεμλίνο διατηρεί καλές σχέσεις και με τα δύο κράτη, χειριζόμενο επιδέξια την σύγκρουση και τις τρωτότητές τους, προκειμένου να τα υποχρεώσει να αποδεχτούν τα ρωσικά συμφέροντα, με τους τρόπους που αναλύθηκαν παραπάνω. Αυτή η πολιτική εξηγεί τη σχετικά ουδέτερη στάση της Ρωσίας έναντι των πρόσφατων αρμενο-αζερικών συγκρούσεων.
Κατά συνέπεια, η αναλυθείσα στρατηγική της Ρωσίας έναντι της αρμενο-αζερικής σύγκρουσης, της έχει επιτρέψει να διατηρήσει την Αρμενία υπό στενό έλεγχο, να υποχρεώσει το Αζερμπαϊτζάν σε προσέγγιση, να αποτρέψει τα δύο κράτη από στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, και, σε συνδυασμό με την πολιτική της στην Γεωργία, να κρατήσει τις αντίπαλες στρατιωτικές δυνάμεις έξω από το Νότιο Καύκασο. Το ιδανικό τελικό σενάριο για τη Μόσχα θα ήταν να διαμεσολαβήσει επιτυχώς για μια επίλυση της σύγκρουσης, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, μια διαμεσολάβηση που θα εξασφάλιζε τα στρατηγικά της συμφέροντα στο Νότιο Καύκασο, ενώ θα βελτίωνε ταυτόχρονα και τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον. Από τη στιγμή που αυτό δεν φαίνεται εφικτό, λόγω της γενικότερης επιδείνωσης των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων, τα τελευταία χρόνια, και της απροθυμίας Μπακού και Γιερεβάν να προβούν στους αναγκαίους συμβιβασμούς, η Ρωσία ωφελείται από τη διατήρηση του status quo, για όσο αυτή είναι εφικτή.
Προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα αποτελούν οι διεθνείς σχέσεις και η στρατηγική, με έμφαση σε Μέση Ανατολή, Ρωσία-Ανατολική Ευρώπη και ελληνική εξωτερική πολιτική, η κυβερνοασφάλεια, ζητήματα υπηρεσιών πληροφοριών, η διπλωματική ιστορία και η ιστορία των ιδεών. Κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας, ενώ αυτό το διάστημα μαθαίνει και τη ρωσική.