15 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός«Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης», του Ν. Γ. Πεντζίκη

«Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης», του Ν. Γ. Πεντζίκη


Του Σταύρου Νικ. Αμανάκη,          

Ο Ν. Γ. Πεντζίκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1908 και ήταν αδερφός της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη. Ήταν πεζογράφος, ποιητής, ζωγράφος. Σπούδασε φαρμακευτική και οπτική ενώ διατηρούσε φαρμακείο στη Θεσσαλονίκη, στην Εγνατία, χώρος που μαζεύονταν πολλοί λογοτέχνες και φίλοι του τα βράδια. Πέθανε στις 13 Ιανουαρίου 1993. Ο Πεντζίκης ανήκει στη Γενιά του ’30, η οποία υλοποίησε ένα αίτημα της περιόδου του Μεσοπολέμου για ανανέωση στη λογοτεχνική δημιουργία και παραγωγή. Εγκαινιάζεται με τη λογοτεχνική αυτή γενιά μία νέα δοκιμή στο μυθιστόρημα και οι λογοτέχνες πειραματίζονται με την πρόζα και τη γλώσσα. Τα έργα των Hamsun, Gide, Proust, Woolf, και κυρίως του Joyce, πυροδότησαν το αίτημα για αλλαγή και έδωσαν το υλικό και τα στοιχεία της νέας γραφής, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις Ελλήνων λογοτεχνών μεταλλάχθηκαν σε κάτι διαφορετικό και απολύτως προσωπικό. Το ενδιαφέρον πλέον στρέφεται από την περιγραφή του τοπίου στην περιγραφή του χαρακτήρα και του συγγραφέα (Vogiatzaki: 2002, 7-8). Απομακρύνονται οι Έλληνες πεζογράφοι από τον λαογραφισμό και την ηθογραφία. Προσπαθούν να πορευτούν παράλληλα με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πεζογραφία (Πολίτης: 1998, 302). Η κεντροευρωπαϊκή επίδραση ήταν διαφορετική στις δύο σχολές της γενιάς του ’30. Στη «Σχολή της Θεσσαλονίκης», ένας όρος που εισήχθη το 1935 από τον Τέλλο Άγρα και προκάλεσε πολλή συζήτηση ανάμεσα στα δύο κέντρα, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, η επίδραση αυτή συνυπήρξε με τις ενδιάθετες, καλλιτεχνικές και εκλεκτικές συγγένειες των μελών της, ενώ στην Αθήνα η επίδραση της Ευρώπης καθορίστηκε από τις κοσμοπολίτικες αντιλήψεις για την τέχνη και τη ζωή (Τσάκωνας: 1990, 12).

Με Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, που κυκλοφόρησε το 1966, ο Ν. Γ. Πεντζίκης επιστρέφει στα εφηβικά του αναγνώσματα. Μας πληροφορεί ο ίδιος ότι προσπαθεί μία ανασκευή της αισθηματικής νουβέλας Έρση του Δροσίνη που εκδόθηκε αρχικά το 1922 και έπειτα το 1929. Το ίδιο έτος δημοσιεύτηκε μία εγκωμιαστική κριτική του έργου από τον Ρήγα Γκόλφη στο περιοδικό Νέα Εστία την οποία πρέπει να διάβασε ο Πεντζίκης επιστρέφοντας από τη Γαλλία. Επιλέγει το τελευταίο έργο του Δροσίνη ως βάση του για την ανασκευή του συγκεκριμένου έργου και μετατρέποντας τη νουβέλα σε ιστορία ενός μυθιστορήματος, καταργεί μία ολόκληρη λογοτεχνική γενιά και δημιουργεί μία μοντέρνα εκδοχή. Θέτει, δηλαδή, ως κεντρικό πυρήνα της ιστορίας του τον παραθερισμό του ζεύγους Ροδανού και μέσα από τροποποιήσεις και επιδέξιους μετασχηματισμούς επεξεργάζεται μία νέα σύνθεση. Με αυτή τη νέα σύνθεση ο Πεντζίκης επιχειρεί μία κριτική εις βάρος των παρνασσιστών, στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Δροσίνης και στην εμμονή τους στην τελειότητα των μορφών και στην αρχαιότητα.

Η πρωταγωνίστρια του Πεντζίκη είναι η κυρία Έρση. Μία γυναικεία μορφή που έρχεται σε αντίθεση με τον ιδεαλιστικό και στατικό κόσμο του Δροσίνη στο μυθιστόρημά του, Έρση. Σύμφωνα με τον Ηλία Γιούρη, «η διάταξη της δροσίνειας Έρσης ασκεί διαρθρωτική λειτουργία και συμβάλλει στην αυτοπειθαρχία του αφηγηματικού υλικού, καθώς και στην προοδευτική ενορχήστρωσή του» (Γιούρης: 2000, 149). Είναι μία γυναίκα ανώτερη από τον ίδιο της τον εαυτό. Μια μορφή δυναμική, ανεξάρτητη, πέρα από τις σωματικές και βιολογικές της ανάγκες, «σάρκα που γίνεται λόγος» (Voyiatzaki: 2002, 107). Ορισμένες στιγμές δημιουργεί την εντύπωση μίας γυναίκας απορροφημένης στον ίδιο της τον εαυτό. Στραμμένη σε εκείνον, αγνοεί τον περίγυρό της, τον ίδιο της το γάμο και τον σύζυγό της προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του Παύλου Ροδανού, του συζύγου της, όντας ψυχρή και αποστασιοποιημένη από εκείνον. Ανώτερη πνευματικά καταφέρνει να συγκρατεί τα πάθη της, δίνοντας, ίσως, την εντύπωση ότι αυτά μπορεί και να εκλείπουν από εκείνη. Αποφασίζει να ταξιδέψει μόνη της στη Χαλκιδική, ταξίδι που έρχεται μετά από δυσκολίες στο γάμο του ζεύγους. Οι μνήμες του παρελθόντος είναι τόσο έντονες για εκείνη που της προκαλούν παραισθήσεις. Τις αποζητάει και αισθάνεται την ανάγκη να μεταφέρει μαζί της τα αντικείμενα που πλέον είναι αναμνηστικά του παρελθόντος. Καθώς βρίσκεται στο λεωφορείο που θα την οδηγήσει στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, εκείνη φαντάζεται πως οι συνεπιβάτες της είναι οι μνήμες της.

Και παραθέτω το απόσπασμα:

«Παρών μαζί με τον Μιλτιάδη, με το Νίκο, με τον Παναγιώτη, με την Αιμιλία, παρών μέσα στο αυτοκίνητο, πίσω της, δίπλα της που γυρνάει και βλέπει, ο Γιώργος. Το ωραίο εκείνο παλικάρι που πέθανε στην ξενιτιά […] Σκέφτεται να του μιλήσει «πως είναι δυνατόν;… Αλλά δεν είναι δυνατόν να σκέφτεται λογικά. Δεν μπορεί να βλέπει τίποτα απ’ όσα φαντάζεται. Τριγύρω της μέσα στο αυτοκίνητο δεν είναι παρά ξένοι άνθρωποι» (89).

Η κυρία Έρση μόλις πεθαίνει ο σύζυγός της, ο Παύλος Ροδανός, το ανακοινώνει στον αφηγητή και δέχεται την πρότασή του να περιηγηθούν στα μέρη στα οποία έζησε το ζεύγος Ροδανού και να τον βοηθήσει να γράψει την ανασύνθεση της Έρσης του Δροσίνη. Τελικά συνδέεται μαζί του ερωτικά και αυτή η σύνδεση μεταξύ τους, σύμφωνα με την Εύη Βογιατζάκη, αποτελεί την κύρια μεταφορά του Πεντζίκη, της τέχνης ως Λόγου (Voyiatzaki: 2002, 107).

Ο Παύλος Ροδανός, αρχαιολόγος στο επάγγελμα, είναι ο σύζυγος της κυρίας Έρσης, όπως και στη νουβέλα Έρση του Δροσίνη. Ο γάμος τους δεν χαρακτηρίζεται από την ευτυχία του γάμου του ζεύγους Ροδανού του Δροσίνη. Ο Παύλος νιώθει να βρίσκεται συνέχεια σε κατώτερη θέση από τη γυναίκα του. Αισθάνεται ελεγχόμενος από τη δυναμική σύζυγό του. Έχει βαρεθεί τον γάμο του αλλά παρ’ όλα αυτά είναι αποφασισμένος να επιστρέψει στην πρωτύτερη έγγαμη ευτυχία του ζεύγους. Ο αφηγητής είναι φίλος του Παύλου και αυτό έχει σημασία για την κατοπινή εξέλιξη της ιστορίας. Στον εσωτερικό μονόλογό του ο Παύλος Ροδανός μάς παρουσιάζεται, μας μιλά ακόμα και για τις αναγνωστικές του εμπειρίες. Ο εσωτερικός μονόλογος του Παύλου έχει επίδραση ακόμη και στην προσωπική ιστορία του αφηγητή, καθώς ο δεύτερος επαναλαμβάνει ορισμένα στοιχεία από τον μονόλογο του Παύλου.

Στο δεύτερο κεφάλαιο του Πρώτου Μέρους εμφανίζεται ο Ρούιτ Χόρας. Μία μορφή περίεργη με συμβολικό χαρακτήρα. Ο Πεντζίκης μας ενημερώνει ότι ο Χόρας συμβολίζει τις ξένες επιδράσεις στην Ελλάδα. Είναι μία μεταφορά για τον χρόνο που περνάει, καθώς “ruit horas” σημαίνει «ρέει η ώρα» και, ως χρόνος που κυλά, δεν αλλάζει αυτά που συμβαίνουν και «ακυρώνει την παρουσία στο παρόν» (Πέτκου: 2008, 1095). Όπως παρατηρεί και ο Σεφέρης στο δοκίμιό του, ο Ρούιτ Χόρας «έχει τις ιδιότητες του Πρωτέα ή του Απολλώνιου του Τυανέα» (Σεφέρης: 1973, 39). Έχει μία περίεργη μορφή καθώς έχει έξι δάχτυλα στο δεξί του χέρι το οποίο είναι και μακρύτερο, είναι παχύς και μεγάλος σε ηλικία. Επίσης, έχει την ιδιότητα να μεταμορφώνεται σε διαφορετικές μορφές, χαρακτήρες αλλά και ρόλους. Και με τη δημιουργία της μορφής τού Ρούιτ Χόρας, ο Πεντζίκης εισάγει στο μυθιστόρημά του το ζήτημα της μεταμόρφωσης, το οποίο είναι συχνό στη Γενιά του ’30 και στους νεοτερικούς πεζογράφους. Ο Χόρας έχει μία ιδιότητα και έναν ρόλο στην ιστορία. Μεταφέρει τους υπόλοιπους ήρωες στον χώρο και στον χρόνο. Διαχέονται οι σημασίες του χρόνου και του χώρου και για αυτό μιλάμε για χωροχρόνο στο μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης.

Η γραφή του Πεντζίκη είναι απόλυτα μοντερνιστική. Αναμφίβολα το πεντζικικό κείμενο ανταποκρίνεται στο πνεύμα της ανανέωσης της πεζογραφίας, όπως εκείνο εκφράστηκε τη δεκαετία του ’30. Μέσα στο κλίμα της πόλης της Θεσσαλονίκης και της «Σχολής της Θεσσαλονίκης» δημιούργησε τα χαρακτηριστικότερα έργα της μοντερνιστικής γραφής στην Ελλάδα. Έργα που συνομίλησαν έντονα με τα διακείμενά τους στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά που σε καμία περίπτωση δεν έμειναν αποκλειστικά στο επίπεδο του λαμβάνειν. Αφουγκράστηκαν τα διακείμενά τους και χάραξαν τη δική τους πορεία αποκτώντας μία ιδιαίτερη ταυτότητα. Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης είναι ένα κείμενο το οποίο δεν προσεγγίζεται με τους όρους της τυπικής ανάγνωσης. Μία τέτοια προσέγγιση όχι μόνο δεν θα οδηγούσε πουθενά, αλλά θα μείωνε την αξία της ίδιας της ανάγνωσης τέτοιων έργων, καθώς ο αναγνώστης δεν θα αφουγκραζόταν το ίδιο το κείμενο.

Υ.Γ.: Ευχαριστώ τη Λέιλα Ανδριώτη για τις πληροφορίες σχετικά με τη «Σχολή της Θεσσαλονίκης».


ΠΗΓΕΣ

  • Vogiatzaki, Evi. The Body in the Text: James Joyce’s Ulysses and the Modern Greek Novel. Lanham, Md.: Lexington Books, 2002.
  • Βλαχοδήμος, Δημήτριος, Ο «Ανδρέας Δημακούδης» (1935) και η λογοτεχνική παρουσία του Ν. Γ. Πεντζίκη (1929-1977), (διδακτορική διατριβή), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2013.
  • Γιούρης, Ηλίας, Η ποιητική του Ν.Γ. Πεντζίκη, Αθήνα: Νεφέλη, 2000
  • Πεντζίκης, Νίκος, Γαβριήλ, Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, (4η έκδοση), Αθήνα: Άγρα, 2005.
  • Πέτκου, Έφη, «Ο κυκλικός χρόνος της μνήμης και η θεϊκή αχρονία στην ποιητική του Ν.Γ. Πεντζίκη, νέα εστία (Δεκέμβριος 2008), τχ. 1817, 1078-1096.
  • Πολίτης, Λίνος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, 9η έκδ. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1998.
  • Σεφέρης, Γιώργος, [Ιγνάτης Τρελός] Οι ώρες της «κυρίας Έρσης», Αθήνα: Ερμής, 1973.
  • Τσάκωνας, Δημήτριος Γρ. Η σχολή Θεσσαλονίκης: πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, 2η έκδ. Αθήνα: Liquid Letter, 1990.

Σταύρος Νικ. Αμανάκης

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1997, όπου και μεγάλωσε. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, στον τομέα Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών. Οι μεγάλες του αγάπες είναι η λογοτεχνία, το θέατρο, η ζωγραφική, η μουσική. Κείμενα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά του τόπου του.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σταύρος Νικ. Αμανάκης
Σταύρος Νικ. Αμανάκης
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1997, όπου και μεγάλωσε. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, στον τομέα Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών. Οι μεγάλες του αγάπες είναι η λογοτεχνία, το θέατρο, η ζωγραφική, η μουσική. Κείμενα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά του τόπου του.