Του Γιάννη Χουλιάρα,
Όταν γίνεται αναφορά σε περιφερειακές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, συνήθως έμφαση δίνεται κυρίως στον ανταγωνισμό Σαουδικής Αραβίας-Ιράν ή στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στη Συρία, τη Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο. Πέραν, όμως, του ιρανο-σαουδικού ανταγωνισμού και συνδεόμενη με τις τουρκικές ενέργειες, λαμβάνει χώρα και μια άλλη, λιγότερο γνωστή, αλλά εξίσου οξεία σύγκρουση, μεταξύ της Τουρκίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (Η.Α.Ε). Το παρόν άρθρο, θα αναλύσει τις θεμελιώδεις αιτίες της διένεξης αυτής και θα παρουσιάσει συνοπτικά, τα κύρια μέτωπα στα οποία εκτυλίσσεται.
Η σύγκρουση Τουρκίας και ΗΑΕ αναδύθηκε ως αποτέλεσμα των διαφορετικών στάσεων που τήρησε έκαστο κράτος έναντι των αραβικών εξεγέρσεων, οι οποίες ξεκίνησαν στα τέλη του 2010. Καθώς, οι μάζες κινητοποιούνταν κατά των αυταρχικών καθεστώτων σε Λιβύη, Αίγυπτο, Συρία και αλλού, η Τουρκία αναδείχθηκε σε βασικό υποστηρικτή των εξεγέρσεων. Η Άγκυρα υπολόγισε πως η πτώση των κατεστημένων αραβικών ελίτ και η διοργάνωση ελεύθερων εκλογών, θα έφερναν στην εξουσία λαϊκά ισλαμιστικά κινήματα, όπως αυτά που συνδέονταν με την Μουσουλμανική Αδελφότητα, με την οποία το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) διαθέτει στενούς δεσμούς. Η άνοδος κυβερνήσεων ελεγχόμενων από την Αδελφότητα και άλλα ισλαμιστικά κινήματα, θα έδινε την ευκαιρία στην Τουρκία να επεκτείνει την επιρροή της, πραγματοποιώντας το σχέδιο της ανάδειξής της σε ισχυρή δύναμη.
Τα ΗΑΕ, από την άλλη πλευρά, ως συντηρητική μοναρχία, ήδη πριν τις εξεγέρσεις, θεωρούσαν την Αδελφότητα και το πολιτικό Ισλάμ, γενικότερα, ως τη σοβαρότερη απειλή για την εσωτερική ασφάλεια του καθεστώτος τους. Οι εξεγέρσεις, η πτώση καθεστώτων και η άνοδος των ισλαμιστών σε άλλα αραβικά κράτη, από το 2011, δημιούργησαν έντονη ανασφάλεια στα Εμιράτα. Ως εκ τούτου, τα ΗΑΕ, σε συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία, έθεσαν σε εφαρμογή μια πολιτική καταπολέμησης των ισλαμιστών και των λαϊκών εξεγέρσεων σε ολόκληρη την περιοχή, επιδιώκοντας να διαμορφώσουν μια νέα περιφερειακή τάξη, κυριαρχούμενη από τις σουνιτικές συντηρητικές μοναρχίες. Η Τουρκία, ως ο σημαντικότερος υποστηρικτής του πολιτικού Ισλάμ και της Αδελφότητας, αναδείχθηκε, κατά συνέπεια, σε κύριο αντίπαλο των Εμιράτων.
Το πρώτο (και σημαντικότερο) πεδίο ανταγωνισμού των δύο κρατών υπήρξε η Αίγυπτος. Η Τουρκία φάνηκε αρχικά να πετυχαίνει τους στόχους της στην πολυπληθέστερη αραβική χώρα. Στις εκλογές του 2012, μετά την πτώση του προέδρου Hosni Mubarak, στην εξουσία της χώρας αναδείχθηκε ο Mohammed Morsi, ηγετική φυσιογνωμία της Αδελφότητας. Η εξέλιξη αυτή ανησύχησε ιδιαίτερα τα ΗΑΕ, λόγω της σημασίας της Αιγύπτου στην ευρύτερη περιοχή. Τα πράγματα πήραν, ωστόσο, διαφορετική τροπή όταν, το 2013, ο αιγυπτιακός στρατός ανέτρεψε την κυβέρνηση της Αδελφότητας. Ο νέος πρόεδρος, Abdel Fattah el-Sisi, εξαπέλυσε σκληρές διώξεις κατά της οργάνωσης, ερχόμενος σε ρήξη με την Τουρκία. Τα ΗΑΕ, από την άλλη πλευρά, υποστήριξαν ένθερμα το πραξικόπημα, δαπανώντας δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια για την σταθεροποίηση του αιγυπτιακού καθεστώτος και έχουν αναδειχθεί πλέον σε βασικό υποστηρικτή του. Το καθεστώς του Sisi αποτελεί κρίσιμο εταίρο των ΗΑΕ, στη μάχη κατά του πολιτικού Ισλάμ και της Αδελφότητας, αλλά και στον ανταγωνισμό με την Άγκυρα.
Η επόμενη μεγάλη διένεξη, μεταξύ των δύο κρατών, έλαβε χώρα στον Περσικό Κόλπο. Τον Ιούνιο του 2017, τα ΗΑΕ, η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν και η Αίγυπτος διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις με το Κατάρ και επέβαλαν οικονομικό εμπάργκο. Τα τέσσερα κράτη κατηγόρησαν την Ντόχα για υποστήριξη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και προσπάθεια εσωτερικής τους αποσταθεροποίησης. Πράγματι, το Κατάρ υποστήριξε σε πολλές περιπτώσεις, τις αραβικές εξεγέρσεις και προώθησε ισλαμιστικά κινήματα, προκειμένου να ενισχύσει την περιφερειακή επιρροή του, γεγονός που το έφερε σε προσέγγιση με την Τουρκία. Μετά την ανακοίνωση του εμπάργκο, η Τουρκία έσπευσε να αποστείλει στο Κατάρ στρατιωτικές δυνάμεις, καθώς και προμήθειες τροφίμων. Η Ντόχα, ενισχυμένη από την τουρκική στήριξη, δεν έχει μέχρι σήμερα υποχωρήσει έναντι των άλλων τεσσάρων κρατών, παγιώνοντας την συμμαχία της με την Τουρκία και παρέχοντας στην Άγκυρα, στρατιωτική παρουσία στον Περσικό Κόλπο.
Είναι η Λιβύη, όμως, όπου η Τουρκία και τα ΗΑΕ έχουν εμπλακεί σε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων, ο οποίος δεν έχει ακόμα κριθεί. Τα ΗΑΕ αποτελούν έναν εκ των βασικών υποστηρικτών του Λιβυκού Εθνικού Στρατού (ΛΕΣ), υπό τον στρατηγό Khalifa Haftar. Η επίσημη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας θεωρείται ανεπιθύμητη από τα ΗΑΕ, λόγω της υποστήριξής της από ισλαμιστικές παρατάξεις και την Τουρκία. Αντιθέτως, ένα αντι-ισλαμιστικό αυταρχικό, στρατιωτικό καθεστώς, υπό τον Haftar, παρόμοιο με αυτό του Sisi, θεωρείται καταλληλότερο για την περιφερειακή τάξη που τα ΗΑΕ προωθούν. Για την Τουρκία, αντιθέτως, μια -μερική έστω- επικράτηση στη Λιβύη, θα αντισταθμίσει την προηγούμενη επιτυχία των ΗΑΕ στην Αίγυπτο, παρέχοντας μια πολύτιμη βάση στη βόρεια Αφρική. Τα Εμιράτα, σε συνεργασία με την Αίγυπτο, έχουν παράσχει στις δυνάμεις του Haftar μεγάλες ποσότητες εξοπλισμού, ενώ έχουν προβεί, μάλιστα, και σε άμεσους αεροπορικούς βομβαρδισμούς κατά στόχων στην Λιβύη. Η υποστήριξη αυτή υπήρξε κρίσιμη για τις μέχρι τώρα στρατιωτικές επιτυχίες του Haftar και τον έλεγχό του επί της ανατολικής Λιβύης. Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, οι κυβερνητικές δυνάμεις, με τουρκική στρατιωτική στήριξη, έχουν απωθήσει τις δυνάμεις του Haftar από την πρωτεύουσα, Τρίπολη, και ανακαταλάβει σημαντικό έδαφος.
Όσον αφορά στην άλλη μεγάλη σύγκρουση της περιοχής, στη Συρία, τόσο τα ΗΑΕ, όσο και η Τουρκία υποστήριξαν αρχικά την ανατροπή του καθεστώτος του Bashar al-Assad. Η εξέλιξη, όμως, του πολέμου, ειδικά οι τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, ώθησαν τα ΗΑΕ σε επαναπροσέγγιση με το συριακό καθεστώς. Το Δεκέμβριο του 2018, τα Εμιράτα προχώρησαν στο εκ νέου άνοιγμα της πρεσβείας τους στην Δαμασκό, ενώ πλέον η συνεργασία με τη Συρία θεωρείται σημαντικό μέρος της γενικότερης πολιτικής ανάσχεσης του τουρκικού επεκτατισμού. Η ανάμειξη των Εμιράτων στη Συρία δεν περιορίζεται, ωστόσο, στην επίσημη κυβέρνηση. Τα ΗΑΕ έχουν ,επίσης, παράσχει οικονομική και στρατιωτική στήριξη στις κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), οι οποίες μάχονται κατά της Τουρκίας στη βόρεια Συρία. Τα ΗΑΕ διαμεσολαβούν για τη δημιουργία συμμαχίας μεταξύ των Κούρδων, της κυβέρνησης Assad και του ΛΕΣ στην Λιβύη, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα συμπαγές αντι-τουρκικό περιφερειακό μέτωπο.
Τέλος, πέραν της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, ως ένα ακόμη πεδίο στη σύγκρουση Τουρκίας-ΗΑΕ, έχει αναδειχθεί το Κέρας της Αφρικής. Η Τουρκία διαθέτει στρατιωτική βάση στη Σομαλία, καθώς και ισχυρή επιρροή στην επίσημη κυβέρνηση, στο Μογκαντίσου. Η τουρκική στρατιωτική παρουσία, σε αυτή τη γεωστρατηγικά κρίσιμη περιοχή, θεωρήθηκε σημαντική απειλή από τα ΗΑΕ. Σε απάντηση, τα ΗΑΕ έχουν ενισχύσει τους δεσμούς τους με τις αυτόνομες περιοχές Σομαλιλάνδη και Πουντλάνδη, επενδύοντας σε στρατηγικής σημασίας λιμάνια και υπονομεύοντας την κυριαρχία της κεντρικής σομαλικής κυβέρνησης, άρα έμμεσα και της Τουρκίας. Ένα άλλο κράτος της περιοχής, το Σουδάν, επίσης αποτέλεσε θέατρο ανταγωνισμού. Η Τουρκία ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με το καθεστώς του προέδρου Omar al-Bashir, λόγω και των κοινών τους δεσμών με την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Το Δεκέμβριο του 2017, οι δυο χώρες υπέγραψαν συμφωνία, που, μεταξύ άλλων, προέβλεπε την δημιουργία τουρκικής ναυτικής βάσης στην Ερυθρά Θάλασσα. Τον Απρίλιο του 2019, όμως, ο Bashir ανετράπη μετά από στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο τα ΗΑΕ υποστήριξαν, επιτυγχάνοντας ένα σημαντικό πλήγμα κατά της τουρκικής επιρροής, στην περιοχή.
Καταληκτικά, η σύγκρουση Τουρκίας-ΗΑΕ έχει βαθιές ρίζες και δεν προβλέπεται να μειωθεί σε ένταση, χωρίς να λάβει χώρα κάποια σημαντική αλλαγή στην εσωτερική διακυβέρνηση των δύο κρατών. Έκαστο κράτος βλέπει την πολιτική του άλλου ως θεμελιωδώς εχθρική στο όραμά του περί της ιδανικής πολιτειακής τάξης στη Μέση Ανατολή. Εσωτερικές εξελίξεις με εξωτερικές συνέπειες, όπως μια αναδίπλωση της Τουρκίας, λόγω οικονομικών προβλημάτων, ίσως να μειώσουν την οξύτητα του ανταγωνισμού, όμως η αντίληψη των ΗΑΕ για την τουρκική κυβέρνηση ως ιδεολογικά εχθρική, προβλέπεται να διατηρήσει την ένταση στις διμερείς σχέσεις.
Προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα αποτελούν οι διεθνείς σχέσεις και η στρατηγική, με έμφαση σε Μέση Ανατολή, Ρωσία-Ανατολική Ευρώπη και ελληνική εξωτερική πολιτική, η κυβερνοασφάλεια, ζητήματα υπηρεσιών πληροφοριών, η διπλωματική ιστορία και η ιστορία των ιδεών. Κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας, ενώ αυτό το διάστημα μαθαίνει και τη ρωσική.