Της Μαρίας Κουτσανδριά,
Δεδομένης της εκτεταμένης προσοχής που δίνεται στη μελέτη των εγκλημάτων του δρόμου (street crimes) από πολιτικούς, αρχές επιβολής του νόμου, ΜΜΕ, ακόμη κι από δικαστές, θα έλεγε κανείς πως έχει πλέον παγιωθεί η ανάγνωση του εγκληματικού φαινομένου από μια αιτιοκρατική σκοπιά. Πρόκειται για μία παγκόσμια εμμονή που κυριαρχεί στις ειδήσεις, στις τηλεοράσεις και αποτελεί θέμα για μερικά από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα. Ωστόσο, αυτή η στερεοτυπική αντιμετώπιση της εγκληματικής δραστηριότητας σύντομα έδυσε και το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στις δομικές της προσεγγίσεις. Η ενασχόληση με τα εγκλήματα βίας έδωσε τη θέση της σε πιο «εκλεπτυσμένα» εγκλήματα, τα λεγόμενα οικονομικά, οπότε σταδιακά ήρθε στο προσκήνιο και το έγκλημα του λευκού περιλαιμίου ή αλλιώς του λευκού κολάρου (white collar crime).Αρχικά, θα πρέπει να αναφέρουμε πως τα εγκλήματα λευκού περιλαιμίου, όπως εισήχθη ο όρος αυτός από τον Edwin H. Sutherland το 1940, στο έργο του με τίτλο Το έγκλημα του λευκού περιλαιμίου, είναι εγκληματικές πράξεις που τελούνται από άτομα της οικονομικής και επιχειρηματικής ελίτ, υψηλόβαθμα με διευθυντικές ή και διοικητικές θέσεις, στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους απασχόλησης οι οποίες ενώ έχουν βλαπτικότερες συνέπειες από εγκλήματα όπως η κοινή κλοπή, απολαμβάνουν ποινικής ασυλίας, ακριβώς λόγω της πολιτικής επιρροής που ασκεί η ως άνω ελίτ στις κρατικές αρχές. Η ορολογία αυτή, που πλέον χρησιμοποιείται ευρέως τόσο από νομικούς όσο κι από εγκληματολόγους, οφείλει την προέλευσή της στην ενδυματολογική προσέγγιση των υψηλά αμειβόμενων εργαζομένων των δυτικών χωρών κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, αλλά και των ατόμων με κοινωνικό στάτους, οι οποίοι φορούσαν λευκό κολάρο, εγκληματώντας πίσω από τα σοβαρά τους κουστούμια και τα δήθεν καθαρά τους χέρια εν αντιθέσει με τους εργάτες των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, των μπλε κολάρων, φαινόμενο που όμως εξαλείφθηκε με το πέρας της Βιομηχανικής Επανάστασης. Αυτοί οι καθωσπρέπει κύριοι κατορθώνουν πλέον να ξεφεύγουν από τα δίχτυα της δικαιοσύνης φορώντας απλά ρούχα που δεν τους προδίδουν, περνούν απαρατήρητοι και είναι υπεράνω πάσης υποψίας.
Τι είναι λοιπόν στην ουσία τα εγκλήματα του λευκού περιλαιμίου; Στη βάση τους πρόκειται για εγκλήματα δόλου με κίνητρο το οικονομικό κέρδος συχνά χαρακτηριζόμενα και ως «επαγγελματικές παρεκκλίσεις» με την έννοια ότι παραβιάζουν ως δραστηριότητες τον κώδικα δεοντολογίας κάθε επαγγέλματος. Η εκδήλωσή τους δεν εμπερικλείει το στοιχείο της σωματικής βίας, από την άλλη όμως το οικονομικό τους κόστος είναι κατά πολλές φορές μεγαλύτερο από εκείνο των υπολοίπων οικονομικών εγκλημάτων αποτιμώμενο σε πολλά εκατομμύρια ευρώ. Ο Al Capone είχε ορθώς αποδώσει στα εγκλήματα αυτά την ονομασία «νομιμοποιημένες απάτες». Και ως παραδείγματα τέτοιου είδους εγκλημάτων αναφέρονται ενδεικτικά η δωροδοκία, η υπεξαίρεση χρημάτων, η απάτη, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η φοροδιαφυγή, οι καταχρήσεις, η κακή εφαρμογή των κονδυλίων, ο αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων.
Κατανοούμε επομένως πως, ενώ η πάγια αντίληψη θέλει να παρουσιάζει τους ανίσχυρους, οικονομικά ασθενείς και σε μεγάλο βαθμό τους στερούμενους μόρφωσης ως τα μοναδικά κακοποιά στοιχεία που διώκονται από την απόχη των αρμόδιων αρχών, η πραγματικότητα έρχεται να καταρρίψει πανηγυρικά το μοντέλο αυτό. Βέβαια αν και είναι -και ακούγεται- εξοργιστικό, η εγκληματική δραστηριότητα των ανηκόντων σε ανώτερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις δεν κραυγάζει, οπότε δεν καθίσταται και ορατή από τους φύλακες του νόμου. Πώς να συμβεί αυτό άλλωστε, όταν το χρήμα, η επωνυμία, η κοινωνική θέση των υψηλά ιστάμενων αυτών προσώπων τους εξασφαλίζει το κλειδί για την αποκλειστική πρόσβασή τους στις τιμωρητικές διαδικασίες με αποτέλεσμα η εγκληματική τους επίδοση να παραμένει στο σκοτάδι; Εξίσου μη ορθολογικά λειτουργούν και οι δικαστικές αρχές εντείνοντας τις κοινωνικές ανισότητες με το να αντιμετωπίζουν φημισμένους πολιτικούς, επιχειρηματίες και μεγαλοδικηγόρους ως «καλούς ανθρώπους» που απλώς υπέπεσαν σε κάποιο σφάλμα, ενώ στον αντίποδα οι φτωχοί και οι μειονότητες πράττουν στο όνομα της παραβατικότητας κι αυτό λειτουργεί ως αντανάκλαση του κακού τους χαρακτήρα. Η δικαιοσύνη παύει να είναι τυφλή και οι συνοπτικές διαδικασίες απεμπλοκής των ισχυρών παραγόντων εξουσίας από μια δικαστική ταλαιπωρία δίνουν και παίρνουν.Εν κατακλείδι, πιστεύω πως αξίζει να σταθούμε στην περίφημη εκείνη ρήση που ο Ανάχαρσις είχε διατυπώσει πριν από 2500 χρόνια και στόχο είχε να παρομοιάσει τους νόμους του Σόλωνα με τον ιστό μιας αράχνης. «Τους μεν ασθενείς και λεπτούς των αλισκομένων καθέξειν, υπό δε των δυνατών και πλουσίων διαρραγήσεσθαι». Το νόημα της εύστοχης αυτής παρατήρησης, της διάχυτης από σοφία, δεν γινόταν παρά να δικαιώσει τον μελαγχολικό του σκεπτικισμό, σύμφωνα με τον οποίο βαρύς έπεφτε ο πέλεκυς της δικαιοσύνης για τους μικρούς και αδύναμους, ωστόσο πλημμύριζε από κατανόηση και επιείκεια για τους έχοντες και κατέχοντες.
Πηγές
- https://is.muni.cz/el/1423/podzim2015/BSS166/um/Sutherland._1940._White-collar_Criminality.pdf
- https://socialpolicy.gr/2016/05/%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%BA%CE%BF%CF%8D-%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%AC%CF%81%CE%BF%CF%85.html#_ftn2
- https://www.psychologytoday.com/us/blog/wicked-deeds/201704/why-elite-white-collar-criminals-are-rarely-punished