Της Βάλιας Πλακουδάκη,
Ύστερα από τη Συνθήκη του Λονδίνου (1915) και τη συμφωνία του Αγίου Ιωάννη της Μωριέννης (1917), οι ιταλικές δυνάμεις είχαν εξασφαλίσει ευνοϊκές συνθήκες για τη χώρα τους στην περιοχή της Μικράς Ασίας, γεγονός που οδήγησε σε έντονες αντιδράσεις από την πλευρά τους, όταν ανακοινώθηκε η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη. Στις ελληνοτουρκικές συγκρούσεις, που ακολούθησαν της απόβασης, οι ιταλικές δυνάμεις συχνά ευνοούσαν την πλευρά των Τούρκων. Μάλιστα, οι Ιταλοί προέβησαν σε επέκταση της ιταλικής ζώνης στην κοιλάδα του Μαιάνδρου, αποκτώντας έτσι τον έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνης–Αϊδινίου, πρωτοβουλία η οποία καταδικάστηκε από τον Λόυδ Τζώρτζ. Οι συνεχόμενες προστριβές μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας οδήγησαν στην ελληνοϊταλική συμφωνία Βενιζέλου-Τιττόνι, που καθορίστηκε προσωρινά η γραμμή διαχωρισμού της ελληνικής από την ιταλική ζώνη επιρροής στο βιλαέτι Αϊδινίου.
Κατά τη διάρκεια των διπλωματικών εξελίξεων στο Συνέδριο της Ειρήνης, που προηγήθηκε της Συνθήκης των Σεβρών, εκφράστηκαν έντονες αντιπαραθέσεις από τις συμμαχικές δυνάμεις σχετικά με τις διεκδικήσεις στην Ανατολία. Η ελληνική κυριαρχία στην περιοχή της Σμύρνης βασιζόταν σε προφορική συμφωνία μεταξύ Βενιζέλου και Λόυδ και όχι σε κάποια επίσημη γραπτή απόφαση. Με τη διάσκεψη του Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1920, έγινε φανερό πως οι Ιταλοί θα δέχονταν να αποχωρήσουν από τη Μ. Ασία, με την προϋπόθεση πως οι Έλληνες θα έκαναν το ίδιο. Στην ίδια διάσκεψη, αναγνωρίστηκε η διεύρυνση της ιταλικής κατοχής νότια από τον Μαίανδρο ποταμό.
Στην επόμενη διασυμμαχική διάσκεψη στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, αποφασίστηκε η ενάσκηση από την ελληνική κυβέρνηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας, η ίδρυση τοπικού κοινοβουλίου και η διαδικασία δημοψηφίσματος για την ένωση της Σμύρνης με την Ελλάδα, ύστερα από το πέρασμα μίας πενταετίας. Η έντονα φιλελληνική στάση του Λόυδ Τζώρτζ, σχετικά με τις φιλοδοξίες της Ελλάδας στην περιοχή, είχε στρέψει τους Γάλλους ενάντια στα ελληνικά συμφέροντα. Ο Ζωρζ Κλεμανσώ είχε εκφράσει στον Βρετανό πρωθυπουργό την αντίρρησή του σχετικά με την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη. Σύμφωνα με τον Κλεμανσώ, οι Έλληνες θα έπρεπε να φύγουν από την περιοχή της Μ. Ασίας, προτού εκδιωχθούν από τους Τούρκους εθνικιστές.
Πριν την υπογραφή της ειρήνης, εμφανίστηκε το ζήτημα της ελληνοϊταλικής συμφωνίας Βενιζέλου-Τιττόνι. Η ιταλική πλευρά, με την άνοδο της κυβερνήσεως Τζιολίττι, αποζητούσε την τροποποίηση ή κατάργηση της συνθήκης. Την εποχή εκείνη, οι εξεγέρσεις των Αλβανών και η αντίδραση των σοσιαλιστών είχαν αναγκάσει τον Τζιολίττι να δηλώσει στη βουλή πως η Ιταλία ήθελε την Αλβανία ανεξάρτητη. Στις 18 Ιουλίου, ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών δήλωσε στον Βενιζέλο ότι η μεταβολή των συνθηκών έκανε αναγκαία την τροποποίηση της συμφωνίας Βενιζέλου-Τιττόνι και του ανακοίνωσε πως η Ιταλία δεν θα την τηρούσε.
Η ελληνική πλευρά δεν ήταν διατεθειμένη να δεχθεί την τροποποίηση μιας συμφωνίας για την οποία είχε παραχωρήσει μέρος των μικρασιατικών της διεκδικήσεων. Με επιστολή στον Μιλεράν, ο Βενιζέλος δήλωσε πως η χώρα του αδυνατούσε να υπογράψει τη συνθήκη με την Τουρκία και μόνο εν ονόματι της ελληνοϊταλικής συμφωνίας του 1919 θα μπορούσε να παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις της στα νότια του σαντζακίου της Σμύρνης. Η Βρετανία είχε κάθε διάθεση να υπερασπιστεί τα ελληνικά συμφέροντα και η ελληνική πλευρά ήταν πεπεισμένη πως θα διατηρούσε την κυριαρχία της στη Θράκη και τη Σμύρνη. Η Ιταλία δεν ήταν σύμφωνη. Ο Νίττι θεωρούσε την παρουσία της Ελλάδας στη Μ. Ασία από μόνη της μια πρόκληση, η οποία θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.
Οι ιταλικές απαιτήσεις και η καταγγελία της συνθήκης, με βάση το γεγονός ότι η Ιταλία θεωρούσε πως δεν είχαν ικανοποιηθεί οι διεκδικήσεις της στην Ανατολία, ήταν το λιγότερο αβάσιμες, καθώς είχε προηγηθεί η τριμερής συμφωνία ανάμεσα στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία, που διαιρούσε τη Μ. Ασία σε ζώνες οικονομικής επιρροής, παραχωρώντας στην Ιταλία σημαντικές περιοχές. Με τα νέα δεδομένα, η ελληνική πλευρά δεν δεχόταν να αναγνωρίσει την ισχύ της Τριμερούς Συμφωνίας σε πολλά σημεία και ο Βενιζέλος ενημέρωσε τον Λόυδ Τζώρτζ ότι δεν θα υπέγραφε τη Συνθήκη, αν η Ιταλία δεν προχωρούσε σε αναγνώριση της συμφωνίας του 1919. Η Αγγλία τόνισε στην Ιταλία ότι η συμφωνία θα έπρεπε να είχε καταγγελθεί πριν από τη σύνταξη του άρθρου 122 της Συνθήκης με την Τουρκία, που έπαιρνε υπόψη τη συμφωνία εκείνη, και υπενθύμισε τη δήλωση του Νίττι, σε συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου, ότι τα Δωδεκάνησα έπρεπε να δοθούν στην Ελλάδα. Στο τέλος, η επιμονή και ταυτόχρονα η απειλή της Αγγλίας, ότι δεν θα υπέγραφε τη Συμφωνία για τις ζώνες επιρροής των Τριών Δυνάμεων, αν δεν λυνόταν η ελληνοϊταλική διαφορά, οδήγησε σε νέο συμβιβασμό της Ελλάδας με την Ιταλία για το ζήτημα των Δωδεκανήσων, το οποίο πήρε τη μορφή ξεχωριστής συνθήκης και υπογράφηκε ταυτόχρονα με τη Συνθήκη των Σεβρών.
Η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου θεωρήθηκε ως επιτυχία για τα ελληνικά συμφέροντα. Παρ’ όλα αυτά, η Συνθήκη θα είχε ως αποτέλεσμα τη συσπείρωση του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ και την κατάρρευση της σουλτανικής εξουσίας. Ο θρίαμβος της ελληνικής πλευράς δεν κατοχυρωνόταν από συμμαχικές εγγυήσεις και η Ελλάδα θα έπρεπε να κατοχυρώσει ό,τι είχε κερδίσει στο πεδίο της μάχης. Οι Τούρκοι, καθοδηγούμενοι από ένα μείγμα εθνικισμού, ανθελληνικής διάθεσης και του δόγματος της αυτοδιάθεσης των εθνών, κατέρριψαν όσα κατάφερε η Ελλάδα να διεκδικήσει με τη Συνθήκη των Σεβρών.
Βιβλιογραφία
- Συλλογικό έργο, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεώτερος Ελληνισμός από 1913 έως 1941, τόμος ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών, (1975)
- Montgomery, A. E. «The Making of the Treaty of Sevres of 10 August 1920» The Historical Journal 15, no. 4 (1972): 775-87. Accessed July 23, 2020
- Evans, L. (1974). Paul C. Helmreich, From Paris to Sèvres: The Partition of the Ottoman Empire at the Peace Conference of 1919–1920 (Ohio State University Press, Columbus, 1974). International Journal of Middle East Studies, 5(4), 513-515