Της Σοφίας Μηλιοπούλου,
Η Θάλασσα της Νότιας Κίνας, στα δυτικά του ειρηνικού ωκεανού αποτελεί, εδώ και δεκαετίες, μήλο της έριδος, κλονίζοντας τις ειρηνικές σχέσεις μεταξύ ορισμένων κρατών στην νοτιοανατολική Ασία. Συγκεκριμένα, Κίνα, Ταϊβάν, Μπρουνέι, Μαλαισία, Βιετνάμ, Σιγκαπούρη, Ινδονησία και Φιλιππίνες μάχονται για τα κυριαρχικά δικαιώματα του θαλάσσιου αυτού κομματιού, το οποίο κατέστη ως η πιο σημαντική, στρατηγικά, θαλάσσια περιοχή στον κόσμο. Η αξία της, μάλιστα, είναι τόσο μεγάλη που κάποιοι από τους ισχυρότερους παίκτες της παγκόσμιας σκηνής, ανεξάρτητα από το αν διεκδικούν δικαιώματα στην περιοχή, μάχονται για τον έλεγχο. Η διαμάχη, λοιπόν, αφορά νησιά, υφάλους και ακτές, συμπεριλαμβανομένων των νησιωτικών συμπλεγμάτων Spartly και Paracel, όπως επίσης, του υφάλου Scarborough και του κόλπου Tonkin. Η Κίνα εντούτοις, εν παρόδω χρόνω, προβαίνει σε ολοένα και πιο επιθετικές ενέργειες, συχνά καταστρατηγώντας το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και υποβαθμίζοντας τα δικαιώματα των γειτόνων της. Πιο πρόσφατη κίνηση της αποτελεί η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, σε μια προσπάθεια κατάκτησης πλήρους ελέγχου στην περιοχή.
Η Κίνα, ήδη από το 1940, έχει παρουσιάσει χάρτες, με τους οποίους οριοθετεί την περιοχή, όπου θεωρεί ότι έχει κυριαρχικά δικαιώματα και είναι γνωστή ως «η γραμμή των εννέα παυλών». Αυτό το τμήμα, από τις ακτές νότια της Κίνας και μέσα από το μεγαλύτερο μέρος του ωκεανού, αν και είναι τεράστιο, δεν είναι σαφώς προσδιορισμένο, διότι η Κίνα ποτέ δεν έχει παρουσιάσει γραπτό κείμενο με ακριβείς συντεταγμένες. Η αποδεκτή από τους Κινέζους, ωστόσο, γραμμή, ξεπερνά κατά πολλά μίλια αυτό που επιτρέπει η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, που η Κίνα, μάλιστα, έχει υπογράψει. Για να εδραιώσει τα δικαιώματά της, η Κίνα προχώρησε από την κατάληψη νησιών στην δημιουργία τεχνητών νησιωτικών σχηματισμών, συσσωρεύοντας άμμο σε υφιστάμενους υφάλους, ώστε τα νησιά να γίνουν αρκετά μεγάλα για να αντέξουν την στρατιωτικοποίησή τους. Οι Κινέζοι κατασκεύασαν λιμάνια, αεροδρόμια και στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε αμφισβητούμενες περιοχές, όπου αναπτύσσουν στρατιωτικό εξοπλισμό, μαχητικά αεροσκάφη, πυραύλους και συστήματα ραντάρ. Το πολεμικό ναυτικό της Κίνας καθημερινά κάνει περιπολίες στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, παράνομα, κυνηγώντας και αναχαιτίζοντας μη κινεζικά πλοία που πλέουν σε διεθνή νερά. Τελευταία κίνηση της κινεζικής κυβέρνησης υπήρξε η αύξηση των αμυντικών δαπανών στην αμφιλεγόμενη περιοχή σε 261 δισεκατομμύρια δολάρια, όταν την προηγούμενη δεκαετία δεν ξεπερνούσε τα 200.
Για ποιο λόγο, όμως, είναι τόσος έντονος ο πόθος διεκδίκησης της συγκεκριμένης περιοχής; Το υδάτινο αυτό σώμα, χρήζει καίριας σημασίας σε γεωπολιτικό, οικονομικό και περιβαλλοντικό επίπεδο. Σύμφωνα με έρευνες της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ενέργειας των ΗΠΑ, υπολογίζεται ότι υποθαλάσσια κείτονται 11 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και 190 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου σε αποθέματα, με τους συμβατικούς υδρογονάνθρακες, να βρίσκονται κατά κόρον, σε μη αμφισβητούμενες περιοχές. Δεν αποκλείεται η πιθανότητα, ωστόσο, οι αριθμοί αυτοί να είναι σε μεγάλο βαθμό υψηλότεροι, εφόσον ακόμα υφίστανται περιοχές που δεν έχουν υποστεί εξερεύνηση και εκμετάλλευση. Επιπροσθέτως, έχει αποδειχθεί ότι το σημείο αυτό είναι κομβικό για το εμπόριο, καθώς από εκεί περνά το 1/3 των παγκόσμιων εμπορευμάτων, το οποίο ισοδυναμεί σε 3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Πλούσια είναι και η θαλάσσια ζωή, στην ανάπτυξη της οποίας συνδράμουν τα θρεπτικά συστατικά του νερού και οι συνεχείς αναβαθμίσεις του, με το θαλάσσιο αυτό σώμα να κρατά το 1/3 της παγκόσμιας θαλάσσιας βιοποικιλότητας. Τέλος, τα νερά της Θάλασσας της Νότιας Κίνας προσφέρονται για προσοδοφόρα αλιεία, που αντικατοπτρίζει το 10% του παγκόσμιου συνόλου και μπορεί να ικανοποιήσει τις διατροφικές ανάγκες όλων των πυκνοκατοικημένων χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Οι ενέργειες της Κίνας, παρόλα αυτά, δεν περνούν απαρατήρητες, με τη διεθνή κοινότητα να αντιδρά έντονα σε αυτές. Οι Ασιάτες γείτονές της και συνδιεκδικητές των κυριαρχικών δικαιωμάτων στην θάλασσα, συχνά την παραπέμπουν σε διεθνή δικαστήρια, ζητώντας νομική ενίσχυση και υποστήριξη έναντι αυτής. Στο παιχνίδι, δε δίστασε να μπει και ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της Κίνας, οι ΗΠΑ, οι οποίες εξαρχής αμφισβήτησαν και αρνήθηκαν τους επίμονους εδαφικούς ισχυρισμούς της Κίνας και στάθηκαν δίπλα στις Φιλιππίνες, οι οποίες είναι σύμμαχοί τους, λόγω της αμυντικής συνθήκης Ουάσινγκτον-Μανίλα. Προκειμένου να διασφαλίσουν τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα τους στην περιοχή, οι ΗΠΑ έστειλαν στρατιωτικό εξοπλισμό και πλοία, τα οποία διαδραματίζουν ρόλο εξισορροποιητή σε τυχόν στρατιωτικές κλιμακώσεις, που αναδύονται από τις εδαφικές διαμάχες. Φυσικά, δεν είναι κρυφό πως οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται για την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και την απρόσκοπτη διακίνηση εμπορευμάτων σε διεθνή νερά, πίσω από τα οποία διακινούνται τεράστια ποσά χρημάτων, ιδιαίτερα χρήσιμα για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας της. Δεν πρέπει να παραλειφθεί, τέλος, πως οι ΗΠΑ, ως η μεγαλύτερη οικονομία και ναυτική δύναμη στο κόσμο, αποσκοπεί στον περιορισμό της δύναμης της Κίνας, η οποία κατάφερε μέσα σε μια δεκαετία να γίνει υπερδύναμη και να δημιουργήσει μια οικονομία ισάξια της δικής της.
Εν κατακλείδι, η κατάσταση που επικρατεί στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας πρόκειται για ένα παιχνίδι δύναμης. Η ισχύς που απορρέει από την εδαφική κυριαρχία, καθοδηγεί τη στάση και τις ενέργειες της Κίνας, η οποία στοχεύει στην κατάλυση του δυτικού ιμπεριαλισμού. Κατέστη σαφές ότι, έπειτα από χρόνιες προσπάθειες, η Κίνα προσπαθεί να ανατρέψει την παγκόσμια ισχύ και να δημιουργήσει μια σταθερότερη και ισχυρότερη οικονομία από αυτή των ΗΠΑ, που κατέχουν για πολλά χρόνια τον τελευταίο λόγο σε διεθνή ζητήματα. Η ισχύς που ξεπροβάλλει από την εδαφική κυριαρχία και τον έλεγχο στις περιοχές αυτές, είναι καθοριστικής σημασίας για την πραγμάτωση των επιδιώξεων της Κίνας. Οι τρόποι, όμως, που χρησιμοποιεί για να επιτύχει τους στόχους της, έρχονται συχνά σε αντιδιαστολή με το διεθνές δίκαιο, για το οποίο ξεκάθαρα η Κίνα απαξιεί, όσον αφορά στο θαλάσσιο αυτό κομμάτι. Με τις επιθετικές ενέργειές της, λοιπόν, η Κίνα οξύνει τις σχέσεις της με τους γείτονές της, υποβαθμίζοντας κάθε αίσθημα συνεργασίας, συμφιλίωσης και ειρήνης, που θα βοηθούσε στην αποφυγή περαιτέρω συγκρούσεων στην περιοχή. Η ανάμειξη τόσων μερών στην όλη κατάσταση δημιούργησε την εντύπωση πως η επίλυσή της φαντάζει απίθανη, γεγονός, που ίσως καταφέρει να καταρρίψει με την αρωγή της, η διεθνής κοινότητα.