Της Ελευθερίας-Μαρίας Γκίκα,
Από την περίοδο που εμφανίζεται ο σύγχρονος άνθρωπος, ως προς τη συμπεριφορά και την ανατομία, διαμορφώνονται και τα πρώτα συστήματα γραφής και κοινωνικής δραστηριότητας, που συνεπάγονται και τη γέννηση στοιχείων πολιτισμικού χαρακτήρα. Φυσικά, ο ρυθμός ανάπτυξής τους και η αξία, ενδεχομένως, που αυτά απέκτησαν, το αν και κατά πόσο κατάφεραν να τη διατηρήσουν, είναι κάτι που διαφέρει εξαιρετικά από περιοχή σε περιοχή, από πολιτισμό σε πολιτισμό. Οι όποιες εκτιμήσεις βέβαια και αντιπαραβολές έγκεινται βασικά στην επιστήμη της ιστορίας και την αρχαιολογική μαρτυρία.
Παρ’ όλα αυτά, γνωστά στην ανθρωπότητα έχουν γίνει πάμπολλα μνημεία της Προϊστορίας –το Στόουνχετζ στη Νότια Αγγλία και οι πέτρινες κολόνες του Γκιομπεκλί Τεπέ στη νοτιοανατολική Τουρκία της νεολιθικής εποχής αποτελούν ένα μικρό μόνο δείγμα– αλλά και φυσικά μνημεία μεταγενέστερων χρόνων, όπως αυτά των κλασικών χρόνων, του Μεσαίωνα, μέχρι τη νεότερη και πλέον τη σύγχρονη Ιστορία.
Πώς αντιλαμβάνεται όμως ο απλός άνθρωπος την έννοια του κινδύνου ενός μνημείου; Άραγε πρωτοστατεί στο άκουσμά του κάποια υλική διάβρωση, κάποια αλλαγή αισθητικού χαρακτήρα, μήπως κάποια αλλοίωση της ταυτότητάς του; Καταρχάς, θα ρωτήσεις, ποια είναι αυτά τα μνημεία που κινδυνεύουν. Ας πάμε λοιπόν να διακρίνουμε αυτούς τους κινδύνους και να ασχοληθούμε με κάποια από τα γνωστότερα –ίσως– «θύματά» τους.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα μνημείου σε κίνδυνο λοιπόν, αποτελεί το μεγαλειώδες Σινικό Τείχος. Με τον αριθμό των ετήσιων επισκεπτών να ανέρχεται στα 10 εκατομμύρια, γίνεται λόγος για ένα μνημείο που θα έχει αλλάξει αισθητά μέσα στα επόμενα χρόνια, καθώς πλέον τμήματά του έχουν καλυφθεί με γκράφιτι, ενώ υπάρχουν κυριολεκτικά κομμάτια που… «λείπουν», καταστρέφοντας σημεία που δεν μπορούν να επισκευαστούν. Εδώ νομίζω ο κίνδυνος είναι σαφής. Γίνεται λόγος δηλαδή, για πρακτική αλλοίωση του μνημείου, για μιας μορφής μακροπρόθεσμη φυσική καταστροφή, εξαιτίας του τουρισμού στην προκειμένη, μιας και κατά πως φαίνεται ένα μικρό γκράφιτι ή απόσπαση ενός μικρού κομματιού από το τείχος, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο «λάφυρο» για έναν αριθμό τουριστών.
Μνημεία σε κίνδυνο αποτελούν και τα αρχαιολογικά ευρήματα στο Αφγανιστάν, στην Κοιλάδα του Μπαμιγιάν, βορειοδυτικά της Καμπούλ, απ’ όταν οι Ταλιμπάν, οι οποίοι είχαν καταλάβει το Μπαμιγιάν τον Μάιο του 1999, διέταξαν τους 25 κρατούμενούς τους να τοποθετήσουν από τα φορτηγά τα εκρηκτικά στα δύο αγάλματα από αμμόλιθο που δέσποζαν στις πλαγιές των βράχων δίπλα τους. Τα δύο εμβληματικά αγάλματα απεικόνιζαν τον Βούδα και αποτελούσαν τα υψηλότερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε αντίθεση με το προηγούμενο παράδειγμα, όπου έγιναν κάποιες υποτυπώδεις προσπάθειες ερμηνείας της –απαράδεκτης κατά τ’ άλλα– συμπεριφοράς των τουριστών, εδώ καταλαβαίνεις, αγαπητέ αναγνώστη, πώς η όποια ερμηνεία είναι μάταιη διότι… δεν υπάρχει. Ή αν υπάρχει, τότε μάλλον δεν ενδιαφέρομαι να προσπαθήσω να εισέλθω στη νοοτροπία του ταλιμπανισμού για να την αναζητήσω.
Το τρίτο –και τελευταίο– παράδειγμα που θα δώσω σχετίζεται κι αυτό με μια δυτικότερη έκδοση Ταλιμπάν. Θα σε αφήσω να τη μαντέψεις εσύ. Μνημείο λοιπόν που κινδυνεύει, η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, η οποία από μουσείο μετατρέπεται τώρα σε ισλαμικό τέμενος. Την απόφαση για το μέλλον του μνημείου που αποτέλεσε κέντρο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού, που γιόρτασε θριάμβους, θρήνησε συμφορές, αποθέωσε αυτοκράτορες, θρηνεί όχι μόνο το ελληνικό κράτος, αλλά και η μερίδα εκείνη της ανθρωπότητας συνολικά που γνωρίζει την έννοια της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς. Μιλώντας για τα κίνητρα που οδήγησαν σε αυτές τις αποφάσεις, αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά. Η επιδίωξη εξάλλου να εξαλειφθούν τα ελληνικά και χριστιανικά ίχνη στη Μικρά Ασία, είναι μια τακτική που επιδεικτικά εφαρμόζει η γείτων χώρα, ενώ η προσβλητική επίδειξη της δύναμής της είναι κάτι με το οποίο η χώρα μας θεωρείται –δυστυχώς– εξοικειωμένη.
Θυμάμαι ξεκίνησα εισαγωγικά να γράφω πως θα μιλήσω για κάποιους κινδύνους που απειλούν μνημεία που άνθρωποι καταθέτοντας ψυχή τε και σώματι, άφησαν παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές. Χαρακτήρισα μάλιστα τα απειλούμενα μνημεία «θύματα». Στην πορεία του άρθρου μου όμως, σαν να άρχισα να θεωρώ εμάς τα θύματα. Εμάς που νομίζουμε ότι το «εγώ» μας έχει θέση πάνω απ’ την ιστορία κι εμάς που επιλέγουμε το συμβιβασμό, γιατί η αλήθεια, θα σηκώσει τρικυμία. Ποιοι είμαστε εντέλει οι «εμείς»; Εμείς είμαστε εγώ κι εσύ, κάθε εγώ κι εσύ που δεχόμαστε παθητικά τη νέα πραγματικότητα, που συνεχίζουμε να αναπαράγουμε και να αναπαραγόμαστε σε μια κοινωνία που κοιτάζει με εσωστρέφεια και φόβο. Που «αγουροξυπνά» όταν τη θίγουν προσωπικά, μα στο πέρασμα του χρόνου ξανακοιμάται βαθιά, ονειρευόμενη ότι τα πράγματα θα αλλάξουν.