Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου,
Έχοντας συμπληρώσει λιγότερους από έξι μήνες θητείας, τη μικρότερη στην ιστορία της χώρας, ο Ελιές Φαχφάχ αποτελεί εδώ και λίγες ημέρες παρελθόν από τον πρωθυπουργικό θώκο της Τυνησίας. Στη σκιά των δημοσιευμάτων διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων, σύμφωνα με τα οποία, ο τέως πρωθυπουργός διατηρεί μετοχές σε ιδιωτικές εταιρίες, οι οποίες έχουν κερδίσει πάνω από δέκα εκατομμύρια δολάρια μέσω κρατικών συμβάσεων, ο Ελιές Φαχφάχ είχε δεσμευθεί να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία, αν η έρευνα των αρμόδιων αρχών στοιχειοθετούσε τις αντίστοιχες κατηγορίες διαφθοράς εις βάρος του. Εντούτοις, φαίνεται πως ο Φαχφάχ υπολόγιζε χωρίς τους εκπροσώπους του Ισλαμικού Κόμματος: εκμεταλλευόμενοι την επιρροή τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων, αλλά και το γενικότερο κλίμα αναταραχής που επικρατεί στη χώρα, οι βουλευτές του κόμματος απείλησαν να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους στην παρούσα κυβέρνηση, απειλή που πραγματοποίησαν λίγο αργότερα, ξεκινώντας τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες – πρότασης μομφής. Έπειτα από αυτές τις εξελίξεις, προκειμένου να αποκλιμακωθεί η τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα, ο Φαχφάχ υπέβαλε την παραίτησή του στον άρτι εκλεχθέντα πρόεδρο της χώρας, Κάις Σαϊέντ.
«Η απόφαση πάρθηκε με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, με σκοπό να αποφευχθούν περαιτέρω συγκρούσεις μεταξύ των κρατικών θεσμών και να στηριχθεί η αρχή της ηθικοποίησης της πολιτικής ζωής». Με αυτή την αινιγματική ανακοίνωση, εγκατέλειψε το γραφείο του πρωθυπουργού, ο τέως ένοικος του, με κρατικά μέσα να μεταδίδουν, πως ο Ελιές Φαχφάχ, κατά δήλωσή του, ελπίζει πως η παραίτηση του «θα παράσχει στον πρόεδρο ένα νέο μονοπάτι για την έξοδο από την κρίση». Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη και των πρόσφατων εξεγέρσεων στην περιοχή των πετρελαϊκών αγωγών, αλλά και τις στάσεις εργασίας γιατρών του εθνικού συστήματος υγείας, η αιμάσσουσα οικονομία της χώρας αποτελεί τη διαχρονική πληγή καθεμιάς από τις εννέα κυβερνήσεις, που ανέλαβαν καθήκοντα μετά την εκδίωξη του δικτάτορα Μπεν Αλί, στις αρχές του 2011.
Σε αυτό το πλαίσιο, φαίνεται πως οι αναφορές στην ηθικοποίηση της πολιτικής ζωής της χώρας, και μάλιστα σε αναγωγή αυτής της αρχής σε αυταξία, όσο κι αν εκ πρώτης όψεως θυμίζουν τετριμμένη πολιτικολογία, εντούτοις δεν είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας για την Τυνησία της τελευταίας δεκαετίας: ούσα η πρώτη διδάξασα της Αραβικής Άνοιξης, μιας σειράς αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων και εξεγέρσεων ενάντια στις απολυταρχικές κυβερνήσεις και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο που επέφεραν οι πρακτικές τους, η Τυνησία αποτελούσε μέχρι πρότινος παράδειγμα προς μίμηση ως το μόνο success story εκδημοκρατισμού, που κατάφερε να γεννήσει το κίνημα, χωρίς να οδηγήσει ακόμα μία αραβική χώρα σε εμφύλιο. Έκτοτε, και όσο η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών βρίσκεται ακόμα σε μετά – νηπιακό στάδιο, οι προσπάθειες αναζωογόνησης της οικονομίας και ανάσχεσης της καλπάζουσας ανεργίας έχουν πέσει στο κενό, μαζί με το καταβαραθρωμένο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού. Με την πανδημία του κορωνοϊού και τις πρώτες επιπτώσεις του στην παγκόσμια οικονομία να κάνουν ήδη αισθητή την παρουσία τους, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη, η οργή που προκαλεί, έστω και ο υπαινιγμός διαφθοράς εκ μέρους πολιτικών προσώπων, τη στιγμή, μάλιστα, που η χώρα βρίσκεται στο χείλος της προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Τούτων λεχθέντων, και όσο μαίνεται ακόμη, η διελκυστίνδα μεταξύ των θρησκευτικών ελίτ, που αντιστρατεύονται οποιαδήποτε υπόνοια διάκρισης εξουσιών, και της σταθερά αυξανόμενης υποστήριξης που λαμβάνουν οι δημοκρατικές ιδέες, ειδικά στις νεότερες μερίδες του πληθυσμού, η μικρή Βορειο-αφρικανή “μπροστάρισσα” της Αραβικής Άνοιξης, παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο που διένυσε την τελευταία δεκαετία, έχει ακόμα αρκετό δρόμο μπροστά της μέχρι να αποκολληθεί από την κληρονομιά δεκαετιών ολοκληρωτισμού, οπισθοδρόμησης και διαφθοράς. Λέγεται πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα. Αν η αντιαπολυταρχική επιρροή της Τυνησίας εξακολουθήσει να εμπνέει τους λαούς των υπολοίπων αραβικών κρατών, όπως συνέβη εκείνον το χειμώνα του 2010, ίσως μπορέσουμε με χαρά να πούμε, πως αυτή τη φορά δεν υπήρξε τίποτα από τα δύο.