Της Αλεξάνδρας Οικονόμου,
Η έννοια της εγκληματοποίησης δεν είναι μια σύγχρονη ορολογία, ένας μοντέρνος ορισμός, αλλά οι ρίζες της έννοιας απλώνονται κι εκτείνονται από τη Γαλλική Επανάσταση έως και το 1963. Ο όρος αυτός έχει να κάνει με την κυρίαρχη φιγούρα στο ποινικό φαινόμενο: τον εγκληματία.
Ο πρώτος πυλώνας λοιπόν μιας εγκληματικής συμπεριφοράς αναφέρεται στο πρόσωπο του δράστη. Η σημερινή τάση αφορά σε μια διαδικασία επίθεσης ετικέτας ή στίγματος σε πρόσωπο που έχει παραβιάσει τον πρώτο δικαιικό κανόνα. Η βασική θεωρία που εξηγεί αυτή τη συμπεριφορά περιέχει τόσο εγκληματολογικά όσο και κοινωνικά στοιχεία, αφού βασίζεται στη γένεση του εγκλήματος μέσα από μια κοινωνική αλληλεπίδραση κι αξιολόγηση.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα, για να το χρησιμοποιήσουμε ως αφετηρία.
Ας υποθέσουμε ότι περπατάμε στο δρόμο και ξαφνικά βλέπουμε έναν άνδρα, ο οποίος (είναι γνωστό τοις πάσι) ότι έχει καταδικαστεί για παιδεραστία ή για εγκλήματα εν γένει κατά της παιδικής ηλικίας. Αμέσως το μυαλό μας κάνει σκοτεινές σκέψεις βλέποντας τον να πλησιάζει ένα μικρό παιδί.
Αυτή η διαδικασία μέσα από την οποία η κοινωνία ασκεί έναν άτυπο έλεγχο σε πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί από ποινικά δικαστήρια (λεγόμενος τυπικός κοινωνικός έλεγχος) ονομάστηκε από τον Howard Becker ως θεωρία του στίγματος ή ετικέτας. Με άλλα λόγια ο Becker αναφέρεται στη διαδικασία προσάρτησης από την κοινωνία μιας ετικέτας στα πρόσωπα που έχουν ήδη προβεί σε παράβαση δικαιικού κανόνα. Πάντα η θεωρία αυτή αφορά το στάδιο μετά την τέλεση της πρώτης πράξης, δηλαδή το στάδιο υποτροπής.
Η θεωρία αυτή υποδεικνύει και μια καθαρά κοινωνική διαδικασία αξιολόγησης. Η δύναμή της είναι τεράστια. Κατά τον συγγραφέα τα πρόσωπα αυτά που ελέγχονται δημόσια και χαρακτηρίζονται ως παρεκκλίνοντα καλούνται outsiders. Το έγκλημα που διαπράττει στη συνέχεια το πρόσωπο είναι ακριβώς αποτέλεσμα της επιτυχούς «κοινωνικής επίθεσης» εναντίον του. Η δεύτερη, η τρίτη… εγκληματική πράξη που θα κάνει θεωρείται συνέπεια της επιτυχούς προσάρτησης της ετικέτας σε αυτό. Το πρόσωπο δηλαδή προβαίνει στο έγκλημα λόγω του ψυχολογικού αντίκτυπου που έχει η κοινωνική κριτική σε βάρος του. Η εγκληματογένεση λοιπόν είναι αποτέλεσμα όχι καθαρά προσωπικής επιλογής αλλά συνέπεια ενός δημοσίου στιγματισμού, μιας αυτοεκπλήρωσης της προφητείας που έχει κάνει η ίδια η κοινωνία. Αυτή η διαδικασία περιγράφεται με τον όρο δευτερογενής παρέκκλιση, εν αντίθεση με την πρωτογενή που αφορά την παράβαση ενός κανόνα δικαίου που έθεσε η ίδια η πολιτεία!
Μια άλλη σημαντική θεωρία που δίνει έμφαση σε μια άλλη συνέπεια του κοινωνικού στιγματισμού είναι αυτή του Schur στο έργο του Εγκλήματα χωρίς θύματα. Ο συγγραφέας κάνει λόγο για μια άλλη σοβαρή συνέπεια του στιγματισμού πέρα από την τοποθέτηση του προσώπου σε μια παρεκκλίνουσα ομάδα. Η συνέπεια αυτή αφορά την αδυναμία επανόδου στο συμβατικό κόσμο. Ο Schur θεωρεί ότι ένα πρόσωπο που έχει χαρακτηριστεί από την πολιτεία ως εγκληματίας κι έχει τεθεί σε μια ομάδα με κοινό status, παραδείγματος χάρη οι φυλακισμένοι, δεχόμενος αυτή τη κοινωνική κριτική αδυνατεί να εγκαταλείψει την ομάδα αυτή, στην οποία, από ένα σημείο και μετά, νιώθει ότι ανήκει λόγω της συνεχούς αρνητικής αξιολόγησης.
Για παράδειγμα, ένας χρήστης ναρκωτικών δύσκολα μπορεί να επανακοινωνικοποιηθεί, δεδομένου ότι πάντα στο μυαλό ενός κοινωνού κυριαρχεί και πάλι η σκέψη ότι δεν έχει «ξεμπερδέψει» το πρόσωπο αυτό με τον υπόκοσμο.
Σε αυτό το κομμάτι δυστυχώς δεν επεμβαίνει τόσο αποτελεσματικά όσο θα έπρεπε η κοινωνία προς επίτευξη μιας θετικής ειδικής πρόσληψης απέναντι στο έγκλημα που αφορά το κομμάτι της επιτυχούς επανένταξης του εγκληματία στη κοινωνία.
Ποιος εργοδότης άραγε θα άφηνε πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για υπεξαίρεση να δουλέψει ως ταμίας στο μαγαζί του;
Εύκολη απάντηση! Απολύτως κανένας.
Εν κατακλείδι, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η δύναμη της κοινωνίας και του άτυπου κοινωνικού ελέγχου είναι πολλές φορές μεγαλύτερη από εκείνη του τυπικού συστήματος και των ποινικών δικαστηρίων. Συνεπώς η εγκληματογένεση φαίνεται να έχει διπλή φύση. Από τη μια είναι αποτέλεσμα τυποποίησης συμπεριφορών ως ποινικών αδικημάτων κι από την άλλη είναι αποτέλεσμα κοινωνικής αξιολόγησης. Ποια βαραίνει περισσότερο άραγε τη ζυγαριά;