15.2 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟ Ελληνικός Στρατός στη Σμύρνη: Πώς, τι, πότε και γιατί;

Ο Ελληνικός Στρατός στη Σμύρνη: Πώς, τι, πότε και γιατί;


Του Ραφαήλ-Νικόλαου Μπελενιώτη,

Ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάσθηκε στο λιμάνι της Σμύρνης μέσα στην πρώτη ζέστη της άνοιξης. Στις 16 Μαΐου του 1919, το ελληνικό θωρηκτό «Λήμνος» καταπλέει στα ανοιχτά του λιμανιού της Σμύρνης και για τον ελληνισμό η πράξη αυτή χαιρετίσθηκε ως η απαρχή της πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας και των πόθων αιώνων του αλύτρωτου ελληνισμού, που ασφυκτιούσε μέσα στους κόλπους της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Πώς, όμως, και γιατί φθάσαμε στην απόβαση στη Σμύρνη, την στιγμή μάλιστα που μια σειρά από συμμαχικές νικήτριες χώρες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αρχικά από απρόθυμες μέχρι και αρνητικές να δώσουν το πράσινο φως στην Κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου να πραγματώσει την πρώτη πράξη της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών»;

Το Θωρηκτό Λήμνος
O διπλωματικός πυρετός και οι συσχετισμοί

Η πρώτη προβολή των ελληνικών διεκδικήσεων στο Συνέδριο της Ειρήνης έγινε επίσημα για πρώτη φορά με το υπόμνημα (π.1) της 17ης Δεκεμβρίου 1918 του Ελ. Βενιζέλου, αλλά στην πραγματικότητα οι ελληνικές διεκδικήσεις είχαν καταστεί απολύτως σαφέστατες στον Βρετανό πρωθυπουργό, Λόυδ Τζώρτζ, από τις 20 Οκτωβρίου, με προσωπικό υπόμνημα του Βενιζέλου. Στο προσωπικό αυτό υπόμνημα, μάλιστα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν λησμόνησε να στηλιτεύσει και τη μέχρι τότε στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στα δεινά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Ανάλογες επαφές είχε και με τον πρόεδρο Ουίλσον στο Παρίσι, στις 3 Δεκεμβρίου, στον οποίο και απέδωσε αναλυτικό υπόμνημα με τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις.

Έτσι, στο υπόμνημα της 17ης Δεκεμβρίου, περιέχονται ολοκληρωμένες όλες οι εθνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία. Η ρητορική και η διπλωματική ικανότητα του Έλληνα πρωθυπουργού σίγουρα διαδραμάτισε έναν πολύ προωθητικό ρόλο για την μοίρα των ελληνικών διεκδικήσεων ανάμεσα στους συμμάχους στο τραπέζι της νίκης, όμως, μπροστά στο Ανώτατο Συμβούλιο συνάντησε το πρώτο της φράγμα.

Ως φράγμα στάθηκαν εξαρχής οι Ιταλικές και οι Αμερικάνικες αντιρρήσεις. Η Ιταλία θεωρούσε τον εαυτό της ισότιμη υπερδύναμη της εποχής και απαιτούσε μια ανάλογη θέση στο τραπέζι και ακράδαντα, παράλληλα, υποστήριζε για τα θέματα της Ελλάδας ότι το Μικρασιατικό ζήτημα είχε κριθεί με τρόπο ευνοϊκό για την Ελλάδα από την συνθήκη του Λονδίνου του 1915, αλλά και από την Συνδιάσκεψη του Αγίου Ιωάννη της Μωριέννης, στα 1917. Η αμερικάνικη πολιτική, από την άλλη, προσπαθούσε να μείνει πιστή στα «14 Σημεία» του Προέδρου Ουίλσον, με το πρόβλημα να γίνεται εντονότερο με την ύπαρξη του άρθρου 12, στο οποίο προβλεπόταν κατηγορηματική αντίθεση στον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστική της αμερικάνικης διπλωματίας επί των ελληνικών εθνικών θέσεων στο τραπέζι της ειρήνης ήταν η παρουσία του απεσταλμένου Westermann. Στη συνεδρίαση της 8ης Φεβρουαρίου 1919, ο Αμερικάνος απεσταλμένος υποστήριξε, κάνοντας χρήση τουρκικής στρατολογικής απογραφής του 1908, ότι ελληνική πλειοψηφία υπήρχε μόνο στο Σαντζάκι της Σμύρνης, ενώ στο σύνολο των περιοχών που διεκδικούσε ο Βενιζέλος, ο ελληνικός πληθυσμός αντιπροσώπευε μόνο το 32% του πληθυσμού.

Η οριστική αμερικάνικη πρόταση επί των ελληνικών διεκδικήσεων αποκρυσταλλώνεται στο πόρισμα της Επιτροπής επί των Ελληνικών Υποθέσεων. Δηλώνεται εκεί κατηγορηματικά ότι οι Η.Π.Α. αντιτίθενται στην απόσπαση των περιοχών αυτών από την Τουρκία και προκρίνουν δε την ιδέα της κηδεμονίας του νέου κράτους της Τουρκίας από κάποια Δύναμη. Επιπλέον, στο ίδιο πόρισμα οι Άγγλοι και οι Γάλλοι αναγνωρίζουν λογική διεκδίκηση από την Ελλάδα μόνο σε ένα μέρος του Βιλαετιού του Αϊδινίου (Σμύρνη, Αϊβαλί και κάποια εδάφη της ενδοχώρας).

Οι συσχετισμοί δεν ήταν θετικοί και ο διπλωματικός πυρετός αυξανόταν δραματικά στο τραπέζι των Νικητών. Η παραπάνω πρόταση έγινε θέμα περαιτέρω συζητήσεων και ο Βενιζέλος φάνηκε θετικός στην αποδοχή των βασικών σημείων της. Η μόνη προϋπόθεση που έθεσε ήταν ότι η επιρροή θα έφθανε και στο υπόλοιπο Βιλαέτι του Αϊδινίου. Επί της ουσίας, η επιτροπή ποτέ δεν αμφισβήτησε τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία, αλλά έθετε αυστηρά τα όρια αυτών των διεκδικήσεων, πράγμα που δικαιολογεί και την τότε αισιοδοξία του Βενιζέλου για την πορεία των συζητήσεων και των διαπραγματεύσεων. Μια σειρά από επιστολές του προς τον Εμμανουήλ Ρέπουλη το αποδεικνύουν.

Όσο, όμως, και αν καμπτόταν κάπως ο αντίλογος των συμμάχων και όσο κι αν στρογγύλευαν οι συζητήσεις, άλλο τόσο η Ιταλία ήταν αποφασισμένη να μην επιτρέψει την ενδελεχέστερη εξέλιξη των διαπραγματεύσεων με την τροπή που είχαν λάβει.

Στις 12 Μαρτίου του 1919, το Ιταλικό θωρηκτό «Regina Elena» είχε καταπλεύσει προς την Αττάλεια και απαίτησε την παραχώρηση της ασφάλειας της πόλης. Οι τούρκικες αρχές αρνήθηκαν και έτσι άρχισε μια σύντομη ενέργεια από προβοκάτσιες, με απώτερο σκοπό την πρόκληση τετελεσμένου γεγονότος. Ο Βενιζέλος αμέσως κατήγγειλε αυτήν την πραξικοπηματική ενέργεια με διακοινώσεις αυστηρού ύφους προς το Ανώτατο Συμβούλιο. Ήταν άλλωστε και η συγκυρία πολύ περίεργη. Την ίδια στιγμή, κατέφθαναν αποσπασματικά ανησυχητικές ειδήσεις για την αύξηση του τούρκικου φανατισμού. Τις ίδιες επισημάνσεις περί έξαρσης του φανατισμού των Τούρκων φαίνεται να κάνει και ο Ρέπουλης προς τον Αξιωματικό Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, πριν τη μετάβαση του τελευταίου στην Κωνσταντινούπολη, ζητώντας από τον Έλληνα Αξιωματικό να αποφύγει «κάθε πράξη που θα μπορούσε να ερμηνευθεί σαν πρόκληση με ολέθρια αποτελέσματα για τους Έλληνες».

Στις 30 Μαρτίου/12 Απριλίου, ο Βενιζέλος ενημέρωσε τον Κλεμανσώ για την επιδείνωση της κατάστασης του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή του Αϊδινίου, στην οποία ο μουσουλμανικός πληθυσμός εκτρεπόταν σε βιαιοπραγίες εναντίον των ελληνικών πληθυσμών.

Προς την απόφαση

Οι ανησυχίες για τις έντονες εκτροπές του μουσουλμανικού πληθυσμού εναντίον του Ελληνικού και ο φόβος επικείμενων σφαγών, αναβιώνοντας τις εξοντωτικές πολιτικές του παρελθόντος, έδρασαν επικουρικά προς την απόφαση των συμμάχων.

Κλειδί στην απόφαση, που άνοιγε τον δρόμο για την παρουσία του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη, ήταν τόσο οι πραξικοπηματικές ενέργειες των Ιταλών όσο όμως και η απουσία τους στη Συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου στις 22 Απριλίου του 1919, από την οποία απουσίαζαν και οι Ιταλοί. Είχε προηγηθεί η απόβαση των Ιταλών στην Αττάλεια, με στόχο την προώθηση στη Σμύρνη, πράγμα που στάθηκε ως βάση για την επιχειρηματολογία της Ελλάδας για άμεση επέμβαση στον χώρο που απειλούνταν ανοιχτά -πλέον- με κατάληψη. Τότε, ο Λόυδ Τζώρτζ με ένα πολιτικό τέχνασμα, εκμεταλλευόμενος την Ιταλική απουσία, ζητεί από τη Συνεδρίαση τη λήψη απόφασης σχετικά με την αποστολή ή όχι του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, που θα απέτρεπε τόσο τις σφαγές όσο και την Ιταλική κατάληψη του Αϊδινίου.

Στις 29 Απριλίου, ένα λιτό τηλεγράφημα του Ελ. Βενιζέλου προς τον Υπουργό Εξωτερικών στην Αθήνα αναγγέλλει ότι: «Αυτήν την στιγμήν το Ανώτατον Συμβούλιον της Συνδιασκέψεως, εν τη σημερινή συνεδριάσει του απεφάσισεν όπως το εκστρατευτικόν σώμα αναχωρήσει αμέσως δια Σμύρνην. Η απόφασις ελήφθη παμψηφεί. Ζήτω το Έθνος!».

H απόφαση

Η εν τέλει ομοφωνία για τη στρατιωτική κατάληψη της Σμύρνης δεν μπορεί φυσικά να ερμηνευθεί σαν μια απλή ομοφωνία των Συμμάχων.

Η ιταλική θέση απέναντι στις ελληνικές διεκδικήσεις παρέμενε αμετάβλητη και υπονόμευε παντοιοτρόπως την όλη πορεία της αποστολής.

Η Γαλλία είχε υποχωρήσει μπροστά στις κινήσεις της Βρετανίας για το Μεσανατολικό, περισσότερο γιατί προσδοκούσε υποστήριξη από την δεύτερη στις διενέξεις της με την Γερμανία (θέμα της Ρηνανίας), αλλά και συνεκμετάλλευση στα πετρέλαια της Μουσούλης. Η συγκατάθεση, λοιπόν, του Κλεμανσώ φρόντισε να επισημάνει τον «προσωρινό» χαρακτήρα της αποστολής του Ελληνικού Στρατού μέχρι την οριστική λύση του ζητήματος.

Η συγκατάθεση των Η.Π.Α. ήταν η περισσότερο απροσδόκητη και αμφίβολη. Μάλλον οφείλεται στον εκνευρισμό του Ουίλσον απέναντι στις αξιώσεις της Ιταλίας και στις ανάλογες πραξικοπηματικές ενέργειές της.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Λόυδ Τζώρτζ

Φυσικά, η Βρετανία και το Υπουργείο Εξωτερικών της κυβέρνησης του Λόυδ Τζώρτζ ήταν οι βασικοί υποστηρικτές της απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Η Συμφωνία Ανακωχής του Μούδρου κατέστησε τη Βρετανία την κύρια δύναμη-ρυθμιστή του μέλλοντος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την άλλη, όμως, η Βρετανία δεν ήταν καθόλου διατεθειμένη να εθελοτυφλήσει μπροστά στις αυξανόμενες απαιτήσεις του μεταπολεμικού κόσμου, αλλά και της δικής της κοινωνίας, που ζητούσε αφοπλισμό και επιστροφή σε μια ειρηνική κανονικότητα. Αυτό σήμαινε ότι ήταν απίθανη μια ενεργή εμπλοκή των Βρετανών στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Ακόμα περισσότερο όταν η κυβέρνηση του Λόυδ Τζώρτζ αντιμετώπιζε προβλήματα επιβίωσης από το έντονο αντιμιλιταριστικό πνεύμα, που κυριαρχούσε στον Τύπο και κυρίως στην εργατική τάξη, από την ανεργία και την οικονομική κατάσταση. Τέλος, η Βρετανία είχε να σκεφθεί και τα Άμεσα Ζωτικά Συμφέροντά της στην Αίγυπτο και τις Ινδίες, αφού μια ενδεχόμενη κατοχή από τον Ελληνικό Στρατό της Σμύρνης ή μια προοπτική διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ξεσήκωνε τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των αποικιών της. Παρά την εθνική αφύπνιση των Τούρκων, ο Πανισλαμισμός (π.2) εξακολουθούσε να αποτελεί ένα αρραγές μέτωπο άμυνας της ακεραιότητας της ιστορικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα με τα παραπάνω όμως, κυριαρχούσε στη βρετανική σκέψη η υπεράσπιση των συμφερόντων της μέσω του ελέγχου στα Στενά του Βοσπόρου και τα συμφέροντα της Ελλάδας εκείνη την περίοδο ταυτίζονταν με τις ανάγκες της βρετανικής πολιτικής στη περιοχή.

Η ελληνική απόβαση εν τέλει δεν σήμαινε ούτε για το Λονδίνο λύση του Μικρασιατικού ζητήματος, ούτε κάποια σύναψη στρατιωτικής συμμαχίας μεταξύ της Ελλάδας και της Βρετανίας. Ο Συντηρητικός βουλευτής και εν συνεχεία Πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας, Andrew Bonar Law, βροντοφώναζε στη Βουλή των Κοινοτήτων πως καμία υποχρέωση δεν είχε αναλάβει η Βρετανία έναντι της Ελλάδας.

Στο ελληνικό έδαφος, βέβαια, δεν ήταν όλα ρόδινα. Οι μνήμες του εθνικού διχασμού ήταν νωπές, οι αντιρρήσεις για τους σχεδιασμούς του Βενιζέλου υπήρχαν τόσο στο πολιτικό αλλά περισσότερο στο επιτελικό κομμάτι του στρατού, με εξέχουσα μορφή εκείνη του Ι. Μεταξά από το 1915 και έπειτα. Όμως, η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι υποσχέσεις περί αφοπλισμού και η κυρίαρχη παρουσία της Βρετανίας διαμόρφωναν τα χαρακτηριστικά μιας ανεπανάληπτης στιγμής για την κορύφωση των εθνικών επιδιώξεων. Η απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, έπειτα από όλα αυτά, ήταν απλώς θέμα χρόνου.


Παράρτημα

  1. Αναλυτικά ο ελληνικός πληθυσμός της δυτικής Μικράς Ασίας και των νησιών, σύμφωνα με τους αριθμούς που παρουσίασε ο Ελ. Βενιζέλος. Στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1912:

Βιλαέτι Αϊδινίου: 622.810

Βιλαέτι Προύσας: 278.421

Σαντζάκι Ισμίτ: 73.134

Σαντζάκι Δαρδανελλίων: 38.830

Τένεδος: 3.752

Ίμβρος: 8.125

  1. Δύο ημέρες ύστερα από την ελληνική αποβίβαση στη Σμύρνη έγινε δεκτή στο Συμβούλιο των Τεσσάρων μια αντιπροσωπεία από Ινδούς Μουσουλμάνους που διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ τις ίδιες ανησυχίες και αντιρρήσεις είχαν και Ινδουιστές οπαδοί του Μαχάτμα Γκάντι.

Βιβλιογραφία

  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεότερος Ελληνισμός από το 1913 ως το 1941, Τόμος ΙΕ΄, σελ. 111-116, Εκδοτική Αθηνών.
  • Dr. C. KEROFILAS, Eleftherios Venizelos, His Life and Work,  London, John Murray, Albemarle street, W 1915.
  • Σ. Θ. Λάσκαρι, Διπλωματική ιστορία της συγχρόνου Ευρώπης (1914-1939), Γ΄ Τόμος.
  • VENIZELOS AND THE WAR, CRAWFURD PRICE, LONDON E.C.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ραφαήλ-Νικόλαος Μπελενιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Ραφαήλ-Νικόλαος Μπελενιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με κατεύθυνση στην νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία.