Του Βασίλη Τρικούπη,
Τα ανεξάρτητα κράτη και οι λοιπές παρεμφερείς πολιτικές οντότητες δημιουργούνται, εξελίσσονται και αναπτύσσονται καθ’ ομοίωση των ζωντανών οργανισμών. Η παραγωγή πλούτου/ενέργειας, άμυνας, η συλλογή εμπειριών/πληροφοριών, η ανάπτυξη, αλλά και ο συντονισμός/διοίκηση αποτελούν μηχανισμούς απαραίτητους και -τηρουμένων των αναλογιών- παρόμοιους στους οργανισμούς και τα κράτη.
Ως προς την διοίκηση, αλλά και την επιβίωση του κράτους, ειδικότερα, σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πρωτεύουσες των κρατών, καθώς οι σωρευτικές λειτουργίες που αυτές επιτελούν συχνότατα, ορίζουν και το κέντρο βάρους της κρατικής εξουσίας. Σε αυτές στεγάζεται η κεντρική κυβέρνηση και οι φορείς της νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας και σημαντικό τμήμα της οικονομικής και πολιτισμικής δραστηριότητας της χώρας. Συχνά, μάλιστα, μιλάμε και για το γεωγραφικό κέντρο βάρους του κράτους, που ιστορικά παρείχε, τις περισσότερες φορές, και επαρκή προστασία.
Η κρατική ποικιλομορφία που αναδεικνύεται μέσα από την τυπολογία και την ιστορία μας προσφέρει και κάποια παράδοξα παραδείγματα κρατών, με πολλαπλές πρωτεύουσες, κράτη χωρίς νομικά αναγνωρισμένη πρωτεύουσα ή που τα όριά τους ταυτίζονται με αυτά της πρωτεύουσας ή ακόμα και πρωτεύουσες που χτίστηκαν από το μηδέν με σκοπό να αποτελέσουν ακριβώς αυτή τη λειτουργία για το κράτος.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, είτε η επιλογή μιας πρωτεύουσας γίνεται στη βάση συμβιβασμών μεταξύ των συστατικών οντοτήτων ομοσπονδιακών κρατών, όπως στην περίπτωση των αγγλόφωνων αποικιών του Καναδά, της Νότιας Αφρικής, Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας, είτε στη βάση πολιτικών επιδιώξεων της ηγεσίας για την ασφάλεια του κράτους, την οικονομική ανάπτυξη, την εσωτερική ομοιογένεια ή την συλλογική ανάγκη έκφρασης του κοινού πολιτισμού, απαιτούνται συμβιβασμοί και σοβαρή ιεράρχηση προτεραιοτήτων, ανάλογα με τις εκάστοτε ιδιαιτερότητες και ανάγκες του κράτους για επιβίωση και ευημερία.
Η εν λόγω προβληματική επανέρχεται εμφατικά και στις περιπτώσεις που μια πρωτεύουσα μεταφέρεται από μια πόλη σε μια άλλη με πολιτική απόφαση. Πάλι, μέρος των αιτίων κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος, όπως στο παράδειγμα της Βραζιλίας, όπου η απόφαση μεταφοράς της πρωτεύουσας από το Rio de Janeiro στην Brasilia από τον πρόεδρο Kubitscheck το 1960, είχε σοβαρά οικονομικά κίνητρα αξιοποίησης των φυσικών και ανθρωπίνων πόρων της ενδοχώρας, ως μέρος του φιλοπρόοδου σχεδίου του, ενώ θα βελτιωνόταν η κρατική διοικητική ικανότητα. Αντίστοιχα, στην περίπτωση της Νιγηρίας, η μεταφορά της ακρότατης και παραθαλάσσιας πρωτεύουσας από το Λάγος στην Abuja, στο κέντρο της χώρας, αποτέλεσε αναγκαία κίνηση για την αποσόβηση κινδύνων που κληροδότησε η αποικιοκρατία στη χώρα. Οι τέως αποικιοκρατικές δυνάμεις ενδιαφέρονταν κυρίως για τις θαλάσσιες οδούς και όχι για την εγγύτητα των πρωτευουσών προς τις εκάστοτε εθνο-θρησκευτικές ομάδες, επομένως η μεταφορά της πρωτεύουσας ήταν αναγκαία για τις 250 διαφορετικές φυλές της χώρας και, κυρίως, για να φέρει κοντά τον χριστιανικό νότο με το μουσουλμανικό βορρά. Ο πρόεδρος Babangida, επίσης, στοιχημάτιζε σε αναβάθμιση της εικόνας του στον λαό και επιδίωξε η Abuja να δημιουργηθεί ταχύτατα. Επομένως, η γεωπολιτική σημασία μιας πρωτεύουσας δύναται να λάβει πολύπλευρες εκφάνσεις, αναλόγως με τις εκάστοτε επιδιώξεις.
Η ανέγερση μιας πόλης αντάξιας να ονομαστεί πρωτεύουσα, στεγάζοντας αποτελεσματικά το διοικητικό και πολιτισμικό επιστέγασμα ενός κράτους, αποτελεί βεβαίως μεγαλεπήβολο σχέδιο, από το οποίο δε θα μπορούσε να απομονωθεί ο παράγων της προσωπικής φιλοδοξίας και κύρους, ζήτημα που αναδείχθηκε εναργώς στις προσπάθειες του Βραζιλιάνου Kubitscheck, να ολοκληρωθεί το σχέδιο της Brazilia εντός της προεδρικής του θητείας, κατά το διάστημα 1955-60. Ακόμα, όμως, και στις περιπτώσεις που δεν ενέχεται άμεσο και διακριτό συλλογικό συμφέρον, παρά μόνον προσωπικές φιλοδοξίες του ηγέτη και απόφαση να εδραιωθεί στην εξουσία, οι γεωπολιτικοί παράγοντες λειτουργούν ως ρυθμιστές της συμπεριφοράς του ηγέτη. Ακριβές παράδειγμα αποτελεί η δημιουργία της Αστάνα (πλέον Nursultan), ως πόλης που θα γινόταν η επόμενη πρωτεύουσα του Καζακστάν, σε αντικατάσταση του Almaty. Όσο και αν ο επί τριακονταετία πρόεδρος Nazerbayev επιθυμούσε να θρέψει το εγώ του με τα θυρανοίξια μιας νέας πρωτεύουσας και να εδραιώσει την εξουσία του, δε θα μπορούσε να παραλείψει τα προβλήματα που η γεωπολιτική θέση του Almaty επιφύλασσε, όπως ήταν η γειτνίαση με ασταθείς χώρες της Κεντρικής Ασίας, οι ορεινοί όγκοι της περιοχής που δεν επέτρεπαν σημαντική οικονομική και εδαφική εξάπλωση, καθώς και η τοποθέτησή του στα ακρότατα ανατολικά, μακριά από τον κύριο εδαφικό όγκο της χώρας.
Επομένως, η επιλογή για την τοποθεσία μιας πρωτεύουσας δεν μπορεί να γίνει τυχαία, ούτε να αφεθεί αποκλειστικά σε παράγοντες ιστορικούς και ψυχολογικούς. Το ίδιο ισχύει και για τη μεταφορά μιας πρωτεύουσας, στην οποία λαμβάνονται υπόψη εξ’ υπαρχής και οι γεωπολιτικοί παράγοντες, που θέτουν πιεστικά ζητήματα για την ασφάλεια και την ευημερία του κράτους. Είτε υπερισχύσει το συμφέρον του ηγέτη, είτε το συλλογικό, η γεωπολιτική της πρωτεύουσας αποτελεί σημαντικότατο οδηγό για την επιλογή του κρατικού πυρήνα.
Γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα. Είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και εργάζεται στον χώρο της εστίασης. Ασχολείται ερευνητικά με την Ανατολική Ευρώπη, την Τουρκία και την Ανατολική Μεσόγειο στο Εργαστήριο Τουρκικών και Ευρασιατικών Μελετών του Πανεπιστημίου. Είναι ενεργός πολιτικά στα τοπικά της Ηλιούπολης στην οποία και μεγάλωσε και συμμετέχει σε ευρωπαϊκά προγράμματα ανταλλαγής Erasmus+. Μιλάει Αγγλικά και Τουρκικά.