Της Μαρίας Τάκη,
Η ταινία Νύφες, είναι μια από τις δημοφιλέστερες ταινίες που καθήλωσε το σινεφίλ κοινό της χώρας μας. Με πρώτη προβολή στις αρχές του 2004 και πάνω από 750.000 εισιτήρια τον πρώτο μόνο μήνα προβολής, πολλοί την τοποθετούν στο ίδιο επίπεδο με την Πολίτική Κουζίνα, όσον αφορά την επιρροή και την καλαισθησία της. Το δίδυμο Παντελής Βούλγαρης στη σκηνοθεσία και Ιωάννα Καρυστιάνη στο σενάριο, κατάφεραν να δημιουργήσουν, εκτός από τη Μικρά Αγγλία, ένα ακόμη άρτιο οπτικά, σκηνοθετικά και ενδυματολογικά αποτέλεσμα.
Η ιστορία είναι απλή. Σαμοθράκη, ένα από τα ορεινότερα και φτωχότερα νησιά της πατρίδας μας. Εικοστός αιώνας, σε μια εποχή που οι γυναίκες του νησιού έφευγαν ανεπιστρεπτί στην Αμερική για να κάνουν οικογένεια, μιας και στον τόπο τους ήταν καταδικασμένες να υποφέρουν από την πείνα και τις κακουχίες. 700 γυναίκες από την Ελλάδα, τη Ρωσία, την Αρμενία και την Τουρκία επιβιβάζονται στο υπερωκεάνιο King Alexander που θα τις οδηγήσει στη νέα τους ζωή. Όλες τους, νύφες. Άλλες, ήδη παντρεμένες εξ αποστάσεως, με τη φωτογραφία του γαμπρού, αντί τον ίδιο, κατά τη διάρκεια του μυστηρίου του γάμου, μιας και αυτός ήταν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και τις περίμενε. Άλλες, με σκοπό να γνωρίσουν εκεί με τον μέλλοντα σύζυγο τους.
Η καλύτερη έκφραση που συνοψίζει την προαναφερθείσα κατάσταση, είναι και ο καθρέφτης της κοινωνίας μας. Διότι σ’ εκείνο το καράβι, υπήρχαν όλα. Οι νύφες στα κάτω στρώματα και η μπουρζουαζία στα επάνω. Η φτώχεια στα αμπάρια και η χλιδή στα σαλόνια, τις μουσικοχορευτικές βραδιές και τα ακριβά κοσμήματα. Ο πόνος και η ταλαιπωρία κομμάτι των πολλών, ενώ η καλοπέραση και το χρήμα προνόμιο των λίγων. Οι αντιθέσεις είναι το κύριο συστατικό της ταινίας, με βασικότερη τη δίψα για ζωή που φαίνεται να είναι αυτοεκπληρούμενη επιθυμία των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, την ίδια ώρα που η αφθονία των πλουσίων, δεν τους δίνει κανένα κίνητρο προκειμένου να παλέψουν για κάτι, μιας και όλα τους προσφέρονται απλόχερα. Έτσι, τη στιγμή που άλλες νύφες μαλλιοτραβιούνται, γιατί η φωτογραφία του συζύγου τους βρίσκεται στα χέρια κι άλλων γυναικών, άλλες εκπορνεύονται με ένα καλσόν για πληρωμή κι άλλες δείχνουν τις σημαδεμένες πλάτες τους από τα χτυπήματα των πατεράδων τους που υπέμειναν. Στο επάνω κατάστρωμα επικρατεί σαμπάνια, εξεζητημένες συζητήσεις και χαμόγελα, ψεύτικα και μη.
Ο έρωτας δεν θα μπορούσε να απουσιάζει. Συνήθως βρίσκεται στα πιο παράξενα μέρη και χτυπάει τα πιο ιδιαίτερα ζευγάρια που μπορεί να σκεφτεί. Έτσι, δημιουργεί πυροτεχνήματα που σκάνε στον ουρανό, φωτίζουν το σκοτάδι και μετά χάνονται, ακαριαία. Γιατί είναι καταδικασμένα. Το πλοίο ήταν ο ιδανικότερος καμβάς για τον ίδιο. Εξ ου ο έρωτας της Νίκης και του Νόρμαν. Αυτή, ράφτρα από τη Σαμοθράκη στη Γ’ θέση. Αυτός, Αμερικανός φωτογράφος και ταξιδιώτης Α’ θέσης. Σημείο επαφής μηδέν, στον κόσμο των παρατηρητών. Σημείο επαφής εκατό, στον δικό τους.
Η σκηνή που ο Νόρμαν αντικρίζει όλες τις κοπέλες φορώντας τα νυφικά τους, σου κόβει την ανάσα. 700 πέπλα, 700 αποχρώσεις του λευκού που θυμίζουν άνοιξη. Το είχε ζητήσει ο ίδιος για να τις φωτογραφήσει. Και το έκανε. Τη Νίκη όμως, δεν την φωτογράφησε απλά, την παντρεύτηκε. Έστω και ιδεατά. Αυτή του έδωσε το πέπλο της κι εκείνος το πέρασε στο λαιμό του, έθιμο που όπως έμαθα αργότερα, στην Αρμενία συμβολίζει τον έρωτα και τον γάμο μεταξύ δυο ανθρώπων. Η στιγμή επίσης που σου ραγίζει την καρδιά, είναι όταν το πλοίο φτάνει στην Αμερική. Πράγμα που σηματοδοτεί και το τέλος της πλατωνικής σχέσης τους. Αυτή, μη μπορώντας να ξεφύγει από τις κοινωνικές επιταγές και μη θέλοντας να πληγώσει τον μέλλοντα σύζυγο της, αποφασίζει να πληγώσει την ίδια, να πει όχι στον έρωτα και να ακολουθήσει τη λογική της, με αποτέλεσμα να ασπρίσουν τα μαλλιά της μέσα σε μια νύχτα από τη στεναχώρια. Αυτός, σέβεται την απόφασή της και την αποχαιρετά για πάντα.
Βλέποντας τις Νύφες και παρακολουθώντας το δράμα, την αγωνία και το φόβο για το άγνωστο των κοριτσιών, καταλαβαίνεις πολύ γρήγορα ότι όχι μόνο η ζωή δεν είναι δίκαιη, αλλά ότι ορισμένες ψυχές σε ορισμένες εποχές, δεν μπορούν να ονειρευτούν και να πραγματοποιήσουν αυτά που θέλουν, γιατί οι Μοίρες, τη στιγμή της γέννησης τους, δεν επέδειξαν γενναιοδωρία. Άλλοι συμφιλιώθηκαν με αυτό, άλλοι προσπάθησαν να το αλλάξουν και άλλοι δεν άντεξαν και έφυγαν στον ουρανό πολύ νωρίτερα από το προκαθορισμένο.
Η Νίκη προσπάθησε να κάνει το πρώτο. Όμως δεν ξέχασε ποτέ τον φωτογράφο που όταν αντίκρισε στην κουπαστή, δεν φαντάστηκε ότι θα τη σημάδευε τόσο καθολικά και μόνιμα. Εξάλλου χάρη σε εκείνον έμαθε πως κάπου μακριά, πολύ μακριά από την ίδια, υπάρχει το δέντρο των ευχών. Που οι άνθρωποι λέει κάνουν τις επιθυμίες τους κορδέλες και τις κρεμούν στα κλαδιά του με την προσδοκία να γίνουν πραγματικότητα. Και το βράδυ οι χρωματιστές κορδέλες χορεύουν στο ρυθμό του ανέμου και το θέαμα είναι τόσο εντυπωσιακό που σου κόβει την ανάσα.
Ο Νόρμαν από την άλλη, ένιωσε χρέος του να επικοινωνήσει τη μοίρα των Νυφών στο κοινό, μέσω των φωτογραφιών του και τα κατάφερε. Μόνο έτσι μπόρεσε να ηρεμήσει ψυχικά. Και μπορεί το σκουλαρίκι της αγαπημένης του να κοσμούσε για πάντα το κασκόλ του και ο τίτλος του περιοδικού που εξέδωσε είχε την ίδια για εξώφυλλο και τον τίτλο Νύφες, όμως για αυτόν θα ήταν πάντα η Νίκη. Η Νίκη της Σαμοθράκης.
Γεννήθηκε στην Έδεσσα. Είναι απόφοιτη του τρίτου ευρωπαϊκού σχολείου Βρυξελλών και της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά και Γαλλικά. Παίζει ακορντεόν και πιάνο και έχει κάνει μαθήματα φωνητικής. Χορεύει μπαλέτο και λάτιν και ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και την φωτογραφία. Η αγάπη της για την λογοτεχνία και την ποίηση την οδήγησε στην αρθρογραφία, ενώ τα ταξίδια και η επαφή με διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς είναι το διάλειμμα από την καθημερινότητά της.