Της Εύας Μόσχου,
«Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε,
ίσως γιατί έπρεπε να δακρύσει,
ίσως γιατί οι συφορές έρχονται.»
Κ. Γ. Κ., «Χαμόγελο», Ο Πόνος του Ανθρώπου, 1919.
Πρέβεζα 21 Ιουλίου 1928: Σαν σήμερα, ενενήντα δύο χρόνια πριν, ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928), περνά για τελευταία φορά από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» και βαδίζει προς το επιλεγέν σημείο θανάτου του, έναν ευκάλυπτο. Εκεί με μια και μόνη σφαίρα, επέλεξε να αφήσει τη ζωή, που τον βασάνιζε και να συναντήσει τους «Άδοξους Ποιητές των Αιώνων». Σήμερα στην περιοχή, βρίσκεται το στρατόπεδο της 8ης Μεραρχίας Στρατού και προς τιμήν του δεσπόζει μαρμάρινη πλάκα, με την επιγραφή: «Εδώ στις 21 Ιουλίου 1928 βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».
Ο Κώστας Καρυωτάκης, ο σημαντικότερος ίσως ποιητής της «Γενιάς του ’20», γεννήθηκε το 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του, Γεώργιος Καρυωτάκης, νομομηχανικός στο επάγγελμα και η μητέρα του, Κατίγκω Σκάγιαννη, απέκτησαν ακόμη δύο παιδιά. Λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του, όντας δημόσιος υπάλληλος σε ένα καθεστώς πολιτικού αναβρασμού, ο Καρυωτάκης, βρέθηκε στην Πάτρα (1909), στα Χανιά (1912) κλπ. Το 1917 αποφοιτά με πτυχίο Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εμπλέκεται με τον δικηγορικό σύλλογο, κατορθώνει να αποκτήσει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, ωστόσο η ζωή αυτή του φάνταζε ρηχή. Η ποίηση ήταν ο μόνος δρόμος για να εκφράσει τον δύστροπο χαρακτήρα του και φυσικά τη βαρβαρότητα των καιρών του. Σε μια εποχή που η Βασιλεία του Κωνσταντίνου εναλλασσόταν με την επιμονή του Βενιζέλου να προωθήσει την Ελλάδα στο μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), ο Καρυωτάκης στρατεύεται, αλλά σύντομα παίρνει αναστολή, λόγω επιθυμίας φοίτησης στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.
Το 1919 ήταν μια χρονιά προσωπικού μόχθου και αναγνώρισης για τον ποιητή. Αρχές του χρόνου, εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων. Η συλλογή έτυχε αρνητικής αντιμετώπισης από τον Κωστή Παλαμά και τους ακολούθους του. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, με σκοπό να ακουστεί η δική του φωνή, που κάποιοι αρέσκονταν στην περιφρόνησή της, εκδίδει μαζί με τον φίλο του, Άγη Λεβέντη, το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα. Αν και η απήχηση ήταν θετική, πέραν πάσης προσδοκίας, μόνο 6 φύλλα της κατόρθωσαν να εκδοθούν, αφού, λόγω του προκλητικού για την εποχή περιεχομένου, η αστυνομία προχώρησε σε κατάσχεση του τίτλου. Στα τέλη του χρόνου, αναλαμβάνει υπηρεσία στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ως Γραμματεύς Α΄. Σύντομα και έχοντας βιώσει δεκάδες μεταθέσεις, αντιλαμβάνεται την αβάσταχτη μοίρα των δημοσίων υπαλλήλων και τη δυσκινησία της υπηρεσίας εν γένει.
Το 1921 κι ενώ η χώρα βρίσκεται στη δίνη της Μεγάλης Ιδέας του Βενιζέλου, με την εκστρατεία στη Μικρά Ασία να δείχνει τον ολοένα αυξανόμενο κίνδυνο, ο ποιητής κάνει την πρώτη του απόπειρα στη συγγραφή ενός θεατρικού έργου, μιας επιθεώρησης. Η απόπειρα κρίθηκε ανεπιτυχής και ο ίδιος αποφασίζει να στραφεί μόνιμα στην ποίησή του. Τον Αύγουστο εκδίδεται η δεύτερη ποιητική του συλλογή, τιτλοφορούμενη «Νηπενθή». Σε ηλικία εικοσιέξι ετών, γνωρίζει στην Αθήνα τη Μαρία Πολυδούρη (1902-1930), με την οποία συνάπτουν ερωτικό δεσμό. Εκτός από την κοινή τους επαγγελματική σταδιοδρομία -ήταν και οι δύο δημόσιοι υπάλληλοι στη Νομαρχία Αττικοβοιωτίας- τους έδενε η αγάπη για την ποίηση, αφού και η Μαρία Πολυδούρη, αν και νεαρή σε ηλικία, απέκτησε βιώματα που της προσέφεραν μια καθαρά λυρική «φωνή». Ενθουσιασμένη από τη νιότη και διχασμένη για τα αισθήματα του μετριοπαθούς ποιητή, ο οποίος της εξομολογείται μια βαθιά αγάπη του παρελθόντος του, γράφει στο ημερολόγιό της, στις 12 Μαΐου 1922: «Δυστυχισμένη για πάντα! Γιατί να το μάθω;» Το ειδύλλιο ολοκληρώνεται άδοξα, όταν ο Καρυωτάκης της αποκαλύπτει πως πάσχει από σύφιλη. Αν και του προτείνει να μείνει πλάι του, παρά την ασθένεια, η απάντησή του εξάγεται μέσα από τους παρακάτω στίχους, αφιερωμένους σε εκείνη: «Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα, μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθιά πολυθρόνα, μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει, ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!».
Τα επόμενα χρόνια, ως το τέλος, δέχεται τη μήνιν των ανωτέρων του, που μεταφράζεται σε δεκάδες μεταθέσεις ανά την επικράτεια, ειδικά λόγω και του προσφυγικού ζητήματος, με την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Το 1927 εκδίδεται η τελευταία του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», πράξη που πρόσβαλλε τους υψηλόβαθμους της υπηρεσίας, γεγονός έκδηλο αφού του επεβλήθη παρακράτηση μισθού. Η συμμετοχή του και η εκλογή του ως Γενικού Γραμματέα του Δ.Σ της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών, έχει ως αποτέλεσμα ακόμη μια δυσμενή μετάθεση. Το 1928 μεταφέρεται στη Νομαρχία Πρεβέζης και σε μια πόλη που τον άφηνε αδιάφορο. Η εξάντληση της υγείας του σε συνδυασμό με την ματαιότητα του χαρακτήρα του, τον οδήγησαν στον θάνατο.
Λίγα λόγια για το έργο του Κώστα Καρυωτάκη
Το έργο του Κώστα Καρυωτάκη, αποτέλεσε τη «γέφυρα» ανάμεσα στην παραδοσιακή και τη νεότερη ποίηση. Η τελευταία του συλλογή, δίνει το έναυσμα στον Σεφέρη, στην πρώιμη τέχνη του Ρίτσου και άλλων σύγχρονων. Οι επιρροές στην ποίησή του από τον Πώε, τον Μπωντλαίρ, ακόμη και από τον τραγικό Καβάφη, συνέθεσαν το δικό του μεγαλείο, που αναγνωρίστηκε κυρίως μετά θάνατον. Η επίδραση του, ανεξίτηλη στη νεοελληνική γραμματολογία, έμεινε γνωστή ως «Καρυωτακισμός».
Ο εγωκεντρισμός και η μεστή αίσθηση της πραγματικότητας, που οδήγησαν στην αυτοκτονία του, επισφράγισαν την ειλικρίνεια της στάσης του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το έργο του ολοκληρώθηκε από την αποτρόπαια πράξη του, διαδραματίζοντας τη σφραγίδα της αυθεντικότητάς του και του οράματός του για τον κόσμο.
Το τελευταίο σημείωμα
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας».
[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».
Κ.Γ.Κ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη, Έρωτας και θάνατος στη σκιά της ποίησης, Γ. Παππάς(επιμ.), Αθήνα 2009.
- Κώστας Καρυωτάκης, Καρυωτάκης: Ποιήματα και Πεζά, Δ. Ελευθεράκης (επιμ.), Αθήνα 2012.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης. Το 2019 πραγματοποίησε την πρακτική της άσκηση στο Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας Κώστα Κοτσανά, στο Κολωνάκι. Συμμετέχει ενεργά σε σεμινάρια σχετικά με την Τέχνη και τη Μουσειολογία, ενώ επόμενος στόχος της είναι ένα μεταπτυχιακό στον τομέα του Πολιτισμού.