Της Μαριάτζελας Δημητροπούλου,
Ο πολιτισμός είναι ταυτοχρόνως το πιο ευαίσθητο, το πιο επικίνδυνο και το πιο πρόσφορο πεδίο άσκησης πολιτικής. Γιατί, οτιδήποτε γίνεται στο πεδίο αυτό συνδέεται, από την ίδια τη φύση του πράγματος, με την αισθητική και την ιδεολογία, τις νοοτροπίες και τα στερεότυπα, την αυτοσυνειδησία της κοινωνίας: την πολυμορφία και τις αντοχές της, τη σχέση της με την Ιστορία και τις ποικίλες χρήσεις της, τη σχέση της με τους «άλλους». Όλα αυτά, είναι ούτως ή άλλως, βαθύτατα πολιτικά, καθώς συνδέονται τελικά με κοινωνικές σχέσεις· με την ίδια την οικονομία του χρόνου· με τη διαχείριση συμβόλων και συμβολισμών· με τη στάση του καθενός απέναντι στα συλλογικά υποκείμενα.
Ο λόγος περί πολιτισμού, είναι συνεπώς, λόγος εξόχως πολιτικός, ακόμη κι όταν είναι ανύποπτος. Ιδίως, όταν είναι ανύποπτος και δήθεν «απολιτικός». Όταν, κατά τρόπο ανιστόρητο και αμαθή, θεωρεί ότι ακριβώς, ο λόγος περί πολιτισμού είναι το αντίθετο του λόγου περί πολιτικής· όταν αυτό-τοποθετείται και αυτό-συστήνεται ως λόγος αδιαφορίας, για την πολιτική και απόστασης από αυτήν.
Φέρνοντας στο νου μας όλα τα παραπάνω, αποτελεί φυσική απόρροια να προβληματιστούμε σχετικά με ορισμένα ζητήματα που ταλανίζουν τον κόσμο του πολιτισμού:
Πρώτον, η βαθύτατα ριζωμένη και παγιωμένη αντίληψη ότι το πρώτο και ίσως μοναδικό πρόβλημα της πολιτιστικής πολιτικής είναι τα δημοσιονομικά όρια της κρατικής παρέμβασης· ο περιορισμένος προϋπολογισμός του υπουργείου Πολιτισμού. Πολιτική πολιτισμού δεν είναι, όμως, η πολιτική επιχορηγήσεων και των κρατικών δαπανών. Πολιτική πολιτισμού δεν συγκροτείται, όταν καταβάλλονται υψηλές επιχορηγήσεις εγκαίρως και σε τακτά διαστήματα. Παρά δε το περιορισμένο ύψος των κονδυλίων της δημόσιας δαπάνης για τον πολιτισμό, υπάρχουν περιθώρια εκλογίκευσης και καλύτερης και αποτελεσματικότερης διαχείρισης. Στόχος που συνδέεται και με την ανάγκη, όχι μόνο οικονομική, αλλά και πολιτιστική, ώστε να αυξηθούν τα ποσοστά των μη κρατικών κεφαλαίων που επενδύονται στον χώρο του πολιτισμού.
Δεύτερον, η διαρκής δοκιμασία του πολιτιστικού φιλελευθερισμού. Η κρατική παρέμβαση στον τομέα του πολιτισμού γίνεται δεκτή, αφενός μεν, γιατί διασφαλίζει τον αισθητικό πλουραλισμό και τον παραγκωνισμό περιφερειακών ή άλλων ανισοτήτων, αφετέρου δε γιατί διασφαλίζει εμμέσως ορισμένες προδιαγραφές αισθητικής ποιότητας με όλους τους κινδύνους που εμπεριέχονται στη λέξη αυτή. Οι πιέσεις για να εφαρμοστεί μια πολιτική με συγκεκριμένη «κατεύθυνση» στους επί μέρους τομείς είναι πολύ συχνές, χωρίς αυτοί που τις ασκούν να αντιλαμβάνονται πάντοτε πόσο επικίνδυνο και καταστροφικό είναι αυτό. Οι ίδιοι είναι, άλλωστε, αυτοί που πολλές φορές εκδηλώνουν σθεναρά την αντίδρασή τους, όταν μια τέτοια πολιτική συγκροτείται ή διαφαίνεται, ακόμη και όταν αυτό γίνεται μέσα στο κέλυφος των εγγυήσεων του πολιτιστικού πλουραλισμού.
Τρίτον, η υφέρπουσα έπαρση ανθρώπων που έχουν διαθέσει μεγάλο μέρος της ζωής τους, ίσως όλη τους την ύπαρξη, σε ορισμένους τομείς της πολιτιστικής δημιουργίας, συμπεριλαμβανομένης και της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτό άλλοτε εκδηλώνεται ως αδυναμία συνολικής προσέγγισης των ζητημάτων, άλλοτε ως απαισιόδοξη διάθεση απέναντι σε οποιαδήποτε μεταβολή ή καινοτομία και άλλοτε ως επιφυλακτικότητα ή και ως άρνηση, ώστε να γίνει αποδεκτή μια πολιτική προσέγγιση των θεμάτων αυτών.
Ο Αριστοτέλης έλεγε, πως το πρόβλημα της παιδείας είναι πρόβλημα κατεξοχήν πολιτικό και ευθύνη της οργανωμένης πολιτείας, άρα οι πολιτικές επιλογές είναι αυτές που θα διαμορφώσουν τα πλαίσια για τον τύπο παιδείας που θα προσφερθεί στους πολίτες και απ’ αυτόν θα προκύψουν και οι αντίστοιχες νοοτροπίες και συμπεριφορές των πολιτών. Και δεν γίνεται αναφορά μόνο στη θεσμοθετημένη εκπαίδευση, αλλά γενικότερα σε μια δια βίου παιδεία που διαμορφώνεται από τις καθημερινές εμπειρίες στην επαφή με το κράτος και την πολιτεία και με τους συμπολίτες μας. Ο πολιτισμός μας, λοιπόν, αποτελεί δείγμα της παιδείας, της κουλτούρας και του επιπέδου της πολιτικής ζωής ενός λαού, ενός έθνους. Ευθύνη της εκάστοτε ηγεσίας, ειδικότερα, και σύσσωμου του πολιτικού κόσμου ευρύτερα είναι να διαμορφώσει τις κατάλληλες βάσεις και τα θεμέλια, προκειμένου να μπορέσει να στηρίξει όσο το δυνατόν καλύτερα το συγκεκριμένο εγχείρημα και να διαφυλάξει το «πολύτιμο διαμάντι μας»!