Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,
Με το νέο πλέον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (εφεξής «ΚΠΔ») στα άρθρα 409 επόμενα ΚΠΔ, καθιερώνεται ένας νέος θεσμός –αφορμώμενος εκ του ευρωπαϊκού χώρου- στο ποινικό δίκαιο, αυτός της ποινικής διαταγής επί πλημμελημάτων αρμοδιότητας του μονομελούς πλημμελειοδικείου για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή και τα δύο. Πρόκειται για έναν πρωτόγνωρο θεσμό που φέρει πλέον η ελληνική ποινική δικαιοσύνη στη φαρέτρα της. Από την ονομασία που φέρει ήδη ο θεσμός, γίνεται αισθητό ότι αποτελεί τον αντίστοιχο θεσμό –και γνωστό στην ελληνική πρακτική- της διαταγής πληρωμής του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (εφεξής «ΚΠολΔ»), ο οποίος τυποποιείται στα άρθρα 623 επόμενα ΚΠολΔ.
Οι κοινοί τόποι των δύο θεσμών, που επιτρέπουν τον μεταξύ τους συσχετισμό, καθώς πρόκειται για θεσμούς διακριτών δικαιϊκών κλάδων της έννομης τάξης- ήτοι ποινικό και αστικό- εντοπίζονται ευσύνοπτα στις εξής προτάσεις:
- Παρακάμπτεται η διαγνωστική διαδικασία για την έκδοσή της διαταγής, με την υιοθέτηση μονομερούς (exparte) διαδικασίας που υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις.
- Η βαθμίδα βεβαιότητας των αποδεικτικών ενδείξεων που απαιτείται για την έκδοση είναι η βεβαιότητα –σχεδόν- εφόσον ο δικαστής αποφαίνεται χωρίς την ακρόαση του καθ’ού η διαταγή για την ευθύνη του. Αποτελεί ωστόσο κρίση του δικαστή η επάρκεια των αποδείξεων και ενδείξεων ενοχής ή αντίστοιχα η ανεπάρκεια του υλικού για τη συνέχιση της μονομερούς διαδικασίας.
- Δεν υφίσταται ακρόαση του καθ’ού η διαταγή –είτε ποινική ή πληρωμής- πριν την έκδοσή της.
- Η ενημέρωση του καθ’ού για την ύπαρξη της διαταγής εις βάρος του λαμβάνει χώρα το πρώτον με την επίδοση αυτής.
- Τίθεται ταχεία προθεσμία –αποπνικτική για την αντίδραση του καθ’ού ειδικά στην πολιτική δικονομία όπως αποδεικνύει η πράξη- δοθείσα για την προβολή αντιρρήσεων κατά της διαταγής.
- Υφίσταται μεταγενεστέρως της έκδοσης της διαταγής δυνατότητα διάνοιξης της διαγνωστικής οδού και ανατροπή της ισχύος της διαταγής.
- Η διαταγή αποκτά ισχύ δεδικασμένου, ισοσθενούς του δεδικασμένου δικαστικής αποφάσεως, παρά το γεγονός ότι της έκδοσής της κατά την άμεση, σύντομη και δίχως την ακρόαση του καθ’ού διαδικασία.
Από τις ανωτέρω προτάσεις, είναι πολύ σημαντική η στάθμιση του περιεχομένου της υπ’αριθμόν 3 πρότασης -κοινή τόσο στην ποινική διαταγή όσο και στη διαταγή πληρωμής- με το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα του άρθρου 20 του Συντάγματος. Βάσει λοιπόν του άρθρου 20 αναφορικά με το δικαίωμα έννομης προστασίας και το δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως:
«§1. Kαθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει.
§2. Tο δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του».
Αλλά και βάσει του άρθρου 6 ΕΣΔΑ:
«§1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και το κοινόν καθ’ όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
§2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
§3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:
α.όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
β..όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
γ. όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν η δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον, να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
δ. να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.
ε. να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.
Εύλογα, λοιπόν, γεννάται η απορία για το εάν ο θεσμός, είτε στην ποινική ή στην πολιτική δικονομία, είναι εναρμονισμένος με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και τους άλλους θεμιτούς περιορισμούς εκ του Συντάγματος, και συγκεκριμένα το δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως. Ως προς τον γνωστό θεσμό της διαταγής πληρωμής, η συμβατότητά του με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ αποκαθίσταται με την εκ των υστέρων δυνατότητα άμυνας του καθενός. Μετά την επίδοση της διαταγής πληρωμής, ο καθείς ενημερώνεται το πρώτον, για τη δυσμενή θέση στην οποία βρίσκεται. Φέρει τη δυνατότητα προβολής των αντιρρήσεων και ενστάσεών του επ’ αυτής, ανοίγοντας το δρόμο για τη διαγνωστική εξ αντιδικίας διαδικασία. Μάλιστα, όπως διαφαίνεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δύναται να αποκατασταθεί η μη τήρηση της προηγούμενης ακρόασης λόγω της μονομέρειας της διαδικασίας έκδοσης της διαταγής, εφόσον εκ των υστέρων υφίσταται ακρόαση του αντιδίκου, ως προς το νομικό και πραγματικό σκέλος της διαταγής. Επομένως, το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως καταστρατηγείται αρχικώς, ωστόσο επέρχεται ίαση της καταστρατήγησης αυτής, από το γεγονός ότι δεν παραγκωνίζεται ολικώς η εξ αντιδικίας διαδικασία, αλλά επανέρχεται σαν δυνατότητα του αντιδίκου, μεταγενεστέρως. Βέβαια αυτή η κρίση τίθεται υπό αμφισβήτηση όταν τα αποτελέσματα των μονομερών θεσμών αναπτύσσονται προ πάσης ακροάσεως του αντιδίκου, εις βάρος των οποίων υφίστανται. Αντιστοίχως, η ποινική διαταγή επίσης επιδίδεται στον καταδικασθέντα από αυτήν και τότε το πρώτον μαθαίνει τη θέση στην οποία είναι ευρισκόμενος. Μπορεί να υποβάλλει αντιρρήσεις οποιουδήποτε περιεχομένου κατά της ποινικής διαταγής εντός της οριζόμενης στον ΚΠΔ προθεσμίας, με αποτέλεσμα την αναστολή εκτέλεσης της διαταγής και της ανατροπής της άνευ ετέρου. Επομένως, και πάλι βρίσκει έρεισμα η κρίση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ότι ναι μεν η διαταγή δεν μετέχει, ούτε ακούγεται κατά οιοδήποτε τρόπο στην διαδικασία έκδοσής της, ωστόσο δεν αποκλείεται τελείως η δυνατότητα ακολουθίας της τακτικής διαδικασίας. Στη στάθμιση μεταξύ συμβατότητας με τα άρθρα του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, επίσης υπέρ του θεσμού της ποινικής διαταγής τίθεται η επιβολή ex lege, μειωμένης ποινής σε σχέση με το νομικό πλαίσιο της απειλούμενης ποινής (άρθρο 410 εδ. β’ ΚΠΔ), καθώς επίσης σημαντικό στοιχείο που στηρίζει το θεσμό είναι και η μη εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής reformatio in peius του 470ΚΠΔ όταν ανοίξει η τακτική διαδικασία (άρθρο 415ΚΠΔ).
Καθίσταται συλλήβδην φανερό, ότι ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας τροποποιήθηκε κατά τρόπο πιο εναρμονισμένο στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Εισήχθησαν θεσμοί, μεταξύ αυτών και η ποινική διαταγή, η οποία όπως αναπτύχθηκε παραπάνω, αποτελεί όχι εναλλακτικό τρόπο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά μία μονομερή διαδικασία που αναπτύσσει αποτελέσματα ερήμην αυτού κατά του οποίου στρέφεται. Ομοιάζει με τη διαδικασία της διαταγής πληρωμής της πολιτικής δίκης, ωστόσο το εάν θα γίνει εν τέλει ως θεσμός αποδεκτός και συμβατός με την ελληνική ποινική πραγματικότητα, είναι αμφίβολο. Κι αυτή η σκέψη προκύπτει από τη στάση των υπόπτων και γενικά των διαδίκων προς την ποινική δίκη, καθώς δεν πρόκειται για αστικής φύσεως αξιώσεις, αλλά για έναν δικαιϊκό κλάδο με απειλούμενες ποινές, στερητικές της ελευθερίας και άλλες παρεπόμενες. Όταν επομένως, υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα για τον κατηγορούμενο να αθωωθεί διαμέσου της τακτικής ποινικής διαδικασίας, διαφαίνεται δύσκολο να δεχθεί την ερήμην καταδίκη του με την ποινική διαταγή. Αναμένεται τέλος, να «εγκαινιαστεί» ο θεσμός με σχετική εισαγγελική αίτηση, όπως το 409 ΚΠΔ ορίζει και να εκκινήσει η εφαρμογή του στην ελληνική ποινική δικαιοσύνη.
Πηγές
- Αδάμ Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία – Η δομή της ποινικής δίκης, 9η έκδοση, αναθεωρημένη με βάση το νέο ΚΠΔ, 2019, Εκδόσεις Σάκκουλα
- Κώστας Κουτσουλέλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, Νομική Βιβλιοθήκη
- Δημήτρης Καδόγλου, Διαταγή Ποινής: Η «ποινική διαταγή πληρωμής»: http://www.legalnews24.gr/2018/10/blog-post_7.html
- Προσωπικές σημειώσεις μαθημάτων
Γεννηθείσα το 1996, είναι επί πτυχίω φοιτήτρια στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.