Του Αλέξανδρου Γκανά,
Όλοι μας έχουμε βιώσει σε κάποια στιγμή της ζωής μας τον χαμό ενός αγαπημένου προσώπου. Όλοι μας έχουμε πονέσει. Όλοι μας έχουμε κλάψει με αναφιλητά, κρατώντας ένα κρύο χέρι ή φιλώντας, για τελευταία φορά, ένα ανέκφραστο, ήρεμο πρόσωπο.
Σε κάθε περίπτωση, καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερές για τον κάθε άνθρωπο να διαχειριστεί το ψυχικό άλγος που συνεπάγεται ο θάνατος, γεγονός που εκπορεύεται ακριβώς απ’ την ίδια τη φύση της προαναφερθείσας μακάβριας έννοιας. Κοντολογίς, ο θάνατος σηματοδοτεί ένα τέλος τόσο μόνιμο και οριστικό, που το ανθρώπινο ασυνείδητο, στο οποίο και κυριαρχούν οι έννοιες της ελπίδας και της αέναης ανθρώπινης ανάπτυξης, δεν δύναται να το «αποδεχθεί» ουσιαστικά.
Για κάποιους βέβαια, η διαχείριση και τελικά η αντιμετώπιση αυτού του δυσβάσταχτου συναισθήματος, δεν καθίσταται απλά ιδιαίτερα δύσκολη αλλά ακατόρθωτη. Ο λόγος γίνεται για τους ηλικιωμένους ανθρώπους που χάνουν τον σύντροφό τους. Για εκείνους τους ανθρώπους που δεν βλέπουν απλά, ένα άψυχο σώμα να κείτεται σε ένα φέρετρο, ούτε μια πεπερασμένη ύπαρξη όπου έφθασε η ειμαρμένη ώρα της να μεταβεί στην ανυπαρξία. Αντίθετα, βλέπουν έναν άνθρωπο που κατά κάποιο τρόπο αποτελεί έναν θολό αλλά μαγευτικό αντικατοπτρισμό της ίδιας τους της ζωής. Έναν άνθρωπο, που τους προσέφερε έναν ώμο για να κλάψουν και να πουν τον καημό τους όταν οι καιροί ήταν δύσκολοι ή που τους αγκάλιαζε σφιχτά και τους χάριζε ειλικρινή χαμόγελα σε κάθε τους επιτυχία ή σημαντική στιγμή. Βλέπουν έναν άνθρωπο με τον οποίον ενδεχομένως σχημάτισαν και μεγάλωσαν την οικογένειά τους αλλά πολύ περισσότερο, κάποιον που, όντας μέρος της, επηρέασε τη ζωή τους σε τόσο σημαντικό βαθμό όπου, σε πολλές περιπτώσεις, αποτελεί συνώνυμο αυτής.
Υπάρχουν σαφέστατα ελάχιστοι πόνοι, που μπορούν έστω και να συγκριθούν σε έκταση και διάρκεια με τον άνωθεν αναφερθέντα. Ωστόσο, σκοπός μου στο εν λόγω κείμενο δεν είναι η απλή αναφορά στον πόνο που προκαλεί ο χαμός ενός συντρόφου, αλλά αντίθετα στο πως οφείλει να αντιμετωπίζεται απ’ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, το άλλο μέρος αυτής της αναπόφευκτης εξίσωσης.
Αναλυτικότερα, πλην απ’ το ανεξάντλητο ψυχικό άλγος που επιφέρει ένα τέτοιου είδους τελειωτικό γεγονός, στον εναπομείναντα εν ζωή σύντροφο, ανακύπτει επίσης το ουσιώδες ερώτημα του «πως θα είναι η συνέχεια;». Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα λοιπόν, αποτελεί σε κάθε περίπτωση και ένα εκ των κυριότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα άτομα της τρίτης ηλικίας στη χώρα μας αλλά και διεθνώς και συνοψίζεται με την λέξη μοναξιά. Με την έννοια της μοναξιάς δεν εννοώ βέβαια την συνειδητή μοναχικότητα και απομόνωση που μια πληθώρα τέτοιων ανθρώπων επιλέγουν, εφόσον κάτι τέτοιο οφείλεται περισσότερο στο μετατραυματικό σοκ που βιώνουν ή και στον χρόνο που θέλουν να πάρουν έτσι ώστε να συνειδητοποιήσουν την νέα αυτή πραγματικότητα. Με τον όρο μοναξιά αναφέρομαι σε εκείνη την ιδιαίτερα δυσοίωνη και αφόρητη κατάσταση, κατά την οποία δεν έχεις που να στραφείς, δεν έχεις που να μιλήσεις, κοιμάσαι και ξυπνάς μόνος σου σ’ ένα κρεβάτι που εμφανέστατα είναι δυσανάλογα μεγάλο για ένα μόνο άτομο. Το αίσθημα της απώλειας ενισχύεται, ίσως και κορυφώνεται κατ’ αυτήν την κατάσταση, με βάση την οποία εκκινεί μια ανέλπιδη διαδικασία ευρέσεως ενός ουσιαστικού στηρίγματος. Εξάλλου, κρίνεται ιδιαίτερα ορθή η ρήση, «τη μοναχικότητα την επιλέγεις, ενώ την μοναξιά τη βιώνεις».
Θα ήθελα να τονίσω ότι τα προαναφερθέντα δεν αποτελούν μια υπεραπλουστευτική γενίκευση, αλλά πολύ περισσότερο μια αντικειμενική πραγματικότητα για πολλούς ηλικιωμένους συνανθρώπους μας, ιδιαίτερα για εκείνους που ζουν απομονωμένοι σε χωριά, χωρίς να είναι σε θέση, ελλείψει των απαραίτητων τεχνολογικών γνώσεων, να βγουν απ’ αυτή τη «μαύρη τρύπα της μοναξιάς».
Υπό το εν λόγω πρίσμα και λαμβάνοντας υπ’ όψει όλα τα προαναφερθέντα, ανακύπτει μια καίρια και ουσιώδης υποχρέωση των υπόλοιπων μελών της οικογένειας προς το συγκεκριμένο άτομο. Μια υποχρέωση όπου δεν εκπορεύεται από κάποιον άγραφο κανόνα ηθικής ή δεοντολογίας, ούτε από τις ανθρωπιστικές αξίες και τα όσα εκείνες επιτάσσουν. Πολύ περισσότερο, δημιουργείται μια ευκαιρία έμπρακτης απόδειξης της αγάπης δίχως όρια ή προϋποθέσεις. Γι’ αυτό το λόγο, πάρε αύριο τηλέφωνο τη μητέρα ή τον πατέρα σου, κάνε μια επίσκεψη στην γιαγιά ή στον παππού σου στο χωριό, άκου με προσοχή και όχι προσποιητό ενδιαφέρον τις ιστορίες και τις συμβουλές τους και πολύ περισσότερο, δημιούργησε πρόσφορο έδαφος έτσι ώστε να σου εκμυστηρευτούν τον πόνο και τις σκέψεις τους και μόλις το κάνουν, αγκάλιασέ τους σφιχτά και δείξε τους ότι είσαι εκεί.
Συνοψίζοντας, ο Τάσος Λειβαδίτης είχε πει, ότι «η μοναξιά είναι να κρατάς ένα λουλούδι στα χέρια σου και να μην έχεις που να το δώσεις». Αποτελεί υποχρέωση όλων μας να γινόμαστε οι αποδέκτες αυτού του ποτισμένου με δάκρυα λουλουδιού, άμεσα κιόλας. Ποτέ δεν ξέρεις αν αύριο θα ναι πολύ αργά.