Του Παναγιώτη Παναγιωτακόπουλου,
Το τελευταίο διάστημα η παγκόσμια πολιτιστική, και όχι μόνο, κοινότητα έχει διαταραχθεί από την απόφαση που ανακοίνωσε η ηγεσία της γείτονος χώρας για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Αντιδράσεις έχουν προκληθεί από πολλούς φορείς ανά τον κόσμο, σχετικά με τη σκοπιμότητα της απόφασης αυτής.
Ιστορική αναδρομή
Μία πρώτη κατασκευή του ναού ολοκληρώθηκε το 330 μ.Χ. υπό την αυτοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η ανέγερση ολόκληρου του οικοδομήματος ήρθε εις πέρας από τον γιο του Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν στις αρχές του 360 μ.Χ. Συγκρούσεις επί συγκρούσεων οδήγησαν σε πολλαπλές πυρπολήσεις και καταστροφές τον ναό, το 404 και το 532. Η τελική μορφή ήρθε στην επιφάνεια επί Ιουστινιανού Α΄, ο οποίος εγκαινίασε το αξιοθαύμαστο έργο το 537. Όλα αυτά μέχρι το 1453 και την άλωση της Πόλης, με το πέρας της οποίας ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί. Το 1934 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, υπό την καθοδήγηση του Κεμάλ Ατατούρκ, μετατράπηκε σε μουσειακό χώρο προσβάσιμο στο ευρύ κοινό. Τελευταία αξιοσημείωτη εξέλιξη αυτή της UNESCO, το 1985, όταν και συμπεριέλαβε την Αγία Σοφία στη λίστα των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς. Μέχρι που ήρθε η 10η Ιουλίου 2020 και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποφάσισε να ταράξει τα νερά.
Η απόφαση της 10ης Ιουλίου
Το μόνο βέβαιο είναι πως τα ήδη υπάρχοντα 3.500 οθωμανικά τεμένη είναι αρκετά για την εκδήλωση της θρησκευτικής λατρείας των Μουσουλμάνων. Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψιν του και τα τζαμιά, που έχουν ως στόχο τους και την ανάδειξη της ισλαμικής αρχιτεκτονικής, τότε τα ερωτήματα για το σκεπτικό πίσω από την απόφαση πληθαίνουν επικίνδυνα. Εκτός των άλλων, η Αγία Σοφία που θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα σημεία κατατεθέν της χριστιανικής θρησκείας, αποτελεί εδώ και χρόνια πόλο αντιπαλότητας με πάτημα τη θρησκεία. Την ίδια ώρα, τα πολυάριθμα ανοιχτά μέτωπα με Ελλάδα, Κύπρο και δυτικό κόσμο, γενικότερα, σχετικά με τη γεωγραφία ή την εξόρυξη πολύτιμων ορυκτών δεν φαίνεται να κοπάζουν. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις απεικονίζουν δυσοίωνο μέλλον για την κυβέρνηση Ερντογάν και οι πολιτικοί αναλυτές εικάζουν πως ήταν το κύκνειο άσμα προκειμένου να στρέψει με το μέρος του τους όποιους αναποφάσιστους. Ποια η αφορμή και ποια τα αίτια που, πραγματικά, κρύβονται πίσω από την απόφαση, κανένας δεν το γνωρίζει.
Η οικονομική συσχέτιση
Τα επίσημα στοιχεία για την επισκεψιμότητα του ναού ως μουσείου, πλέον, έκαναν λόγο για 1.8 εκατομμύρια τουρίστες το πρώτο μισό του 2019, ενώ ο συνολικός αριθμός των τελευταίων 12 ετών κινείται κοντά στα 31 εκατομμύρια, «χτυπώντας ταβάνι» το 2014 με 3.574.043 καταμετρημένες εισόδους. Με έναν μέσο όρο κοντά στα 3 εκατομμύρια ετησίως και με τα επίπεδα των τιμών του εισιτηρίου να κυμαίνονται κοντά στις 100 τούρκικες λίρες, τότε προκύπτει ένα θέμα ύψους 300 εκατομμυρίων λιρών, που σίγουρα δεν μπορεί να βρει κανείς πεταμένες στο δρόμο. Εδώ και αρκετά χρόνια, τους Τούρκους απασχολεί το γεγονός πως το γειτονικό στην Αγία Σοφία, Μπλε Τζαμί, χωρίς κάποιο αντίτιμο εισόδου δεν χαίρει της ίδιας ή τουλάχιστον παραπλήσιας δημοτικότητας. Κάτι τέτοιο καθιστά την απόφαση του Τούρκου Προέδρου ακόμα πιο παραλογική. Με τον τουρισμό να καταλαμβάνει το 13% του ετήσιου ΑΕΠ και με τους πάνω από 10 εκατομμύρια επισκέπτες της Κωνσταντινούπολης ετησίως, η απόφαση ανεβαίνει ακόμα περισσότερο στην κλίμακα του ανεξήγητου.
Συμπεράσματα
Ανεκάθεν, στην παγκόσμια πολιτική σκηνή έχουν παρατηρηθεί ακραία φαινόμενα, ψεύτικες υποσχέσεις, φρούδες ελπίδες. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας από χριστιανικό ναό, μουσείο για αρκετά χρόνια, σε χώρο μουσουλμανικής λατρείας έχει αποτελέσει πολλές φορές στο παρελθόν στόχο για προέδρους της γειτονικής χώρας. Μέχρι και την προηγούμενη εβδομάδα, όλες οι προσπάθειες που είχαν γίνει κατέληξαν στο κενό. Άλλοτε ήταν η UNESCO και οι άλλες οργανώσεις που μάχονται για την διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και άλλοτε ήταν οι «δυνατοί» πολιτικά παίκτες που εμπόδιζαν την όποια παρέμβαση. Με την πλάτη στον τοίχο, ο Ερντογάν επιχείρησε να ταράξει την πολιτική αρμονία με μία κοσμοϊστορικής σημασίας απόφαση, με πολυδιάστατες επιπτώσεις.
Για να μπαίνουν τα πράγματα σε μία σειρά, πρέπει να διευκρινιστεί πως το ζήτημα δεν τίθεται επί τάπητος επειδή αφορά την ελληνοτουρκική αντιπαλότητα, ούτε καν αυτή μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Για τα «1.000 κύματα» που χρειάστηκε να περάσει το θαύμα του πολιτισμού που λέγεται Αγία Σοφία, έφεραν ευθύνη οι ίδιοι οι Χριστιανοί, καθώς την πυρπόλησαν εν μέσω συγκρούσεων Ορθόδοξων και Καθολικών και επίσης κατά τη διάρκεια τον Σταυροφοριών. Δεν είναι, επομένως, ηθικά σωστό να διαγράφουμε το παρελθόν και να προσποιούμαστε πως πλήττεται το ελληνικό και χριστιανικό μας φρόνημα. Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να μας αφήνει ασυγκίνητους το γεγονός πως ένα σήμα κατατεθέν για έναν σπουδαίο πολιτισμό, όπως αυτός του Βυζαντίου, μπορεί να γίνει έρμαιο των πολιτικών ορέξεων ενός ηγέτη στο βωμό της ψηφοθηρίας, του εθνικισμού και του θρησκευτικού φανατισμού.