Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Σύμφωνα με τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών (2018), 56% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε αστικά περιβάλλοντα, ενώ μέχρι το 2050 προβλέπεται να αυξηθεί σε 68%. Η Ευρώπη κατέχει τα υψηλότερα ποσοστά αστικοποίησης, αφού περισσότερο από τα 2/3 του ευρωπαϊκού πληθυσμού ζει σε αστικές περιοχές, ένα ποσοστό που θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Οι πόλεις βρίσκονται σε ταχύτατο μετασχηματισμό, με την αύξηση του πληθυσμού να τις καθιστά το επίκεντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων. Ως συνέπεια, οι πόλεις είναι το βασικό πεδίο των παραγωγικών αναδιαρθρώσεων, ο κεντρικός τόπος κατανάλωσης τροφής, φυσικών πόρων, ενέργειας κτλ, και τέλος αναδύεται η ανάγκη για νέες μορφές οργάνωσης του χώρου. Συγκεκριμένα, οι πόλεις και οι μητροπολιτικές περιοχές είναι οι καταλύτες της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς συνεισφέρουν 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ (UN, 2019). Γι’ αυτό, η επίπτωση του COVID-19 φαίνεται ότι θα είναι πιο έντονη στις πολυπληθείς αστικές περιοχές, τόσο σε επίπεδο οικονομίας όσο και σε επίπεδο δημόσιας υγείας.
Όμως, οι πόλεις χαρακτηρίζονται από έντονες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και υποβαθμισμένο περιβάλλον. Με άλλα λόγια, η οικονομική ευμάρεια της πόλης συνοδεύεται από εγκληματικότητα, κυκλοφοριακή συμφόρηση, ρύπανση και κοινωνικό αποκλεισμό. Στην ίδια πόλη κατοικεί ένας άνθρωπος που απολαμβάνει μια άνετη ζωή και δίπλα του βρίσκεται ένας άνθρωπος που αντιμετωπίζει φτώχεια ή προκλήσεις στέγασης. Αυτή η αντίφαση χαρακτηρίζεται ως το παράδοξο της πόλης.
Η Ευρώπη δεν βρίσκεται, πλέον, σε κατάσταση συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης κι έτσι, πολλές ευρωπαϊκές πόλεις αντιμετωπίζουν την απειλή της στασιμότητας ή ακόμα και της υποβάθμισης. Αυτό έχει οδηγήσει πολλές οικονομίες να μην μπορούν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας για όλους, με αποτέλεσμα να παρατηρείται στα αστικά κέντρα μεγαλύτερη ανεργία. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές πόλεις έχουν αυξημένες ανάγκες για ηλεκτρική ενέργεια, για διαχείριση των απορριμμάτων, της κυκλοφοριακής συμφόρησης και της γήρανσης του πληθυσμού.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιλαμβάνεται τις πόλεις ως το βασικό παράγοντας για τη βιώσιμη ανάπτυξή της (ΕU, 2019). Για αυτό το λόγο για να αντιμετωπίσει τις προσκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πόλεις, επενδύει στην μετάβαση στην «Έξυπνη Πόλη».
Οι έξυπνες πόλεις για να είναι επιτυχημένες χρειάζονται νέες, αποτελεσματικές και φιλικές προς τον χρήστη τεχνολογίες και υπηρεσίες ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας, της μεταφοράς και των Τεχνολογιών Πληροφοριών και Επικοινωνιών (ΤΠΕ). Ακόμα δεν πρέπει να είναι στατικές αλλά να προσαρμόζονται ανάλογα με τις σύγχρονες ανάγκες και προκλήσεις. Βέβαια, η έξυπνη πόλη δεν πρέπει να ταυτιστεί με την τεχνολογία, καθώς ο παράγοντας κοινωνία είναι εξίσου σημαντικός. Με άλλα λόγια, η εξασφάλιση της συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση της έξυπνης πόλης είναι ένας άλλος παράγοντας επιτυχίας.
Σκοπός της έξυπνη πόλης είναι να βελτιώνει την ποιότητα ζωής των πολιτών υπό το πρίσμα της βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ότι οι Φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης αφουγκράζονται και επιλύουν τα προβλήματα των πολιτών. Οι ΤΠΕ διευκολύνουν την αστική διακυβέρνηση, αφού προσφέρει τεράστιες δυνατότητες για ταυτόχρονη επίτευξη αποτελεσματικής διαχείρισης της πολυπλοκότητας της πόλης και για την εμπλοκή των πολιτών στον καθορισμό του αστικού τους μέλλοντος.
Μέχρι σήμερα, έχουν προωθηθεί διάφορα μοντέλα αστικής διακυβέρνησης. Έχει γίνει αισθητό ότι το Κράτος δεν έχει τον αποκλειστικό ρόλο στη διαδικασία σχεδιασμού της πόλης και ότι τα συμμετοχικά σχήματα διαβούλευσης μπορούν και οφείλουν να έχουν ενεργό ρόλο (Βασενχόβεν & Σαπουτζάκη, 2005). Η τεχνολογία μπορεί να διευρύνει τις πρακτικές διακυβέρνησης με αποτέλεσμα να λαμβάνει χώρα πολεοδομικός σχεδιασμός, όχι μόνο από τους ειδήμονες και την επιστημονική γνώση, αλλά από τους πολίτες και την τοπική γνώση. Συμπερασματικά, η αξιοποίηση της τεχνολογίας και η προώθηση της καινοτομίας σε ένα ευρύ φάσμα τομέων, με έμφαση στη κινητοποίηση των πολιτών στην συμμετοχή στα κοινά, προωθούν την αποτελεσματική λειτουργία της πόλης.
Η ανάγκη της ανοιχτής διαβούλευσης ξεπήδησε μέσα από τα κινήματα και τις πλατείες το 2010 και το 2011, όταν ο κόσμος έβγαινε στο δρόμο και αμφισβητούσε τα πολιτικά κόμματα, τις κυβερνήσεις και την αντιπροσωπευτική πολιτική (Κούκη, 2019). Γινόταν αισθητό ότι οι πολίτες επιθυμούσαν μια πραγματική δημοκρατία, αφού η κοινοβουλευτική δημοκρατία και οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί δεν δίνουν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να παίρνουν οι ίδιοι τις αποφάσεις για πράγματα που επηρεάζουν την καθημερινότητα και τη γειτονιά τους. Έτσι, διαπιστώθηκε η αξία της οριζόντιας συμμετοχής λήψης αποφάσεων, δηλαδή να δοθούν πρωτοβουλίες στους ίδιους τους κατοίκους των πόλεων και αναδύθηκε εντονότερη η ανάγκη για συμμετοχική δημοκρατία, της οποίας σκοπός δεν είναι απλώς να μεταφερθούν προοδευτικές πολιτικές στο τοπικό επίπεδο, αλλά να πραγματοποιηθεί αλλαγή στην ίδια την πολιτική.
Πιο αναλυτικά, η συμμετοχική δημοκρατία αναφέρεται στη διαδικασία συλλογικής λήψης αποφάσεων, όπου η κυβέρνηση και οι πολίτες συνεργάζονται και συν-δημιουργούν τη χάραξη πολιτικής, μεγιστοποιώντας τη συμμετοχή των πολιτών στις δημόσιες αποφάσεις. Αυτή η συμμετοχική αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης και της τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί να γίνει τόσο εκτός σύνδεσης, για παράδειγμα μέσω συνελεύσεων γειτονιάς, μέσω διαδικτύου, μέσω διαφορετικών ψηφιακών πλατφορμών.
Ο αριθμός των ψηφιακών πλατφορμών για τη συμμετοχή των πολιτών και τη συμμετοχική δημοκρατία κυμαίνεται από την απλή ειδοποίηση των πολιτών ή τις εφαρμογές αναφοράς, έως την ανοικτή διαβούλευση, τη συλλογική χάραξη πολιτικής, τον συμμετοχικό προϋπολογισμό ή την ηλεκτρονική ψηφοφορία. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι πολίτες μπορούν να συμβάλουν στον στρατηγικό σχεδιασμό της πόλης.
Οι Συμμετοχικοί Προϋπολογισμοί (Participatory Budgeting) είναι μια μορφή δημοκρατικής διαδικασίας στην οποία οι πολίτες μπορούν να αποφασίσουν άμεσα πώς να ξοδέψουν ένα μέρος του δημόσιου προϋπολογισμού στις κοινότητές τους. Μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τον συμμετοχικό προϋπολογισμό δείχνει την επικράτηση εξαιρετικά αισιόδοξων προβλέψεων σχετικά με τον δυναμισμό αυτής της πρακτικής. Ορισμένοι συγγραφείς τούς παρουσίασαν ως αντίδοτο στο φαινόμενο της πολιτικής δυσαρέσκειας που παρατηρείται έντονα τα τελευταία χρόνια. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι οι συμμετοχικοί μηχανισμοί μπορούν να βοηθήσουν στην αντιστάθμιση της μείωσης του κοινωνικού κεφαλαίου. Υποστηρίζεται ότι μπορούν να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα και την ισότητα των δημόσιων πολιτικών και έχει ακόμη προταθεί ότι μπορούν να ενδυναμώσουν και τις πιο μειονεκτούσες κοινωνικές ομάδες. Όμως, δημιουργούνται ορισμένα ερωτήματα, όπως τι αποτελέσματα μπορούμε να περιμένουμε από τη διαδικασία του συμμετοχικού προϋπολογισμού και κατά πόσον μπορούμε να περιμένουμε πολιτικές αλλαγές προσαρμοσμένες στις ανάγκες των πολιτών (Blanco & Ballester, 2010).
Πιο αναλυτικά, οι προκλήσεις του συμμετοχικού προϋπολογισμού είναι ότι τείνει να περιορίζεται σε τομείς διακυβέρνησης με μικρή θεσμική σημασία, όπως τα συμβούλια συμμετοχής των πολιτών σε συνδυασμό με τη μεγάλη δυσκολία συμμετοχής σε άλλους βασικούς τομείς, όπως το πολεοδομικό σχεδιασμό ή τα έσοδα. Ακόμα, δίνει περιορισμένη εξουσία λήψης αποφάσεων στους πολίτες, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις μόνο ένα μικρό ποσοστό του επενδυτικού κεφαλαίου ελέγχεται από τον συμμετοχικό προϋπολογισμό. Επίσης, υπάρχει έλλειψη κοινωνικής κινητοποίησης, με σαφή υποεκπροσώπηση ορισμένων ομάδων, όπως η νεολαία και οι μετανάστες, σε συνδυασμό με την παρουσία του ψηφιακού χάσματος, όπου άνθρωποι με χαμηλό εισόδημα ή ηλικιωμένοι μένουν πίσω. Γι’ αυτό και η βιβλιογραφία προϋποθέτει ότι μια στρατηγική ηλεκτρονικής συμμετοχής μπορεί να είναι έξυπνη ή επιτυχής μόνο όταν η κυβέρνηση που την εφαρμόζει πιστεύει στην αποτελεσματικότητά της και όταν παρουσιάζεται σε πολίτες που είναι πρόθυμοι να λάβουν τις πληροφορίες και να συμμετάσχουν στη διαδικασία (Große, 2013). Τέλος, η ύπαρξη ενός στρατηγικού σχεδίου για το πώς πρέπει να διαχειριστούν όλα τα δεδομένα και οι πληροφορίες που παρέχονται από τους πολίτες, σε συνδυασμό με την επιλογή των κατάλληλων εργαλείων για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων της πόλης, είναι άλλες δύο βασικές προκλήσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή αυτών των νέων μοντέλων συμμετοχικής δημοκρατίας.
Εν κατακλείδι, η τεχνολογία μπορεί να φέρει την επανάσταση στην πόλη, όχι επειδή μας επιτρέπει να γνωρίζουμε σε real time πότε θα έρθει το λεωφορείο, αλλά επειδή μπορούμε να διαμορφώσουμε την πόλη, από εμάς για εμάς. Φυσικά, απλώς και μόνο η παρουσία μιας ψηφιακής πλατφόρμας, δεν σημαίνει από μόνη της τίποτα. Η βάση της άμεσης δημοκρατίας είναι να μπορούν και να θέλουν οι πολίτες να εμπλακούν, αλλά και να υπάρχει πολιτική βούληση, που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Αναφορές
- Κούκη, Χ. (2019). Η πόλη της δημοκρατικής συμμετοχής. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 06/07/2020.
- EC (2019). The Future of Cities. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 25/05/2020.
- UΝ (2019). Goal 11: Make cities inclusive, safe, resilient and sustainable. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 25/05/2020.
- UN (2018). 68% of the world population projected to live in urban areas by 2050, says UN. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 25/05/2020.
- Große, K. (2013). E-participation: the Swiss army knife of politics? CeDEM13 Conference for E-Democracy and Open Government, 45-59.
- Blanco, I. and Ballester, M. (2010). The experience of participatory budgeting in the province of Barcelona. Management and Policy Analysis.
- Βασενχόβεν & Σαπουτζάκη (2005). Πρακτικές Διακυβέρνησης στο Μητροπολιτικό Σχεδιασμό της Αθήνας: Βελτιώνουν τις Προοπτικές Υλοποίησης Χωρικών Παρεμβάσεων Μεγάλης Κλίμακας;
Ξεκίνησε την πορεία της ως μαθήτρια στα «Εκπαιδευτήρια Νέα Γενιά Ζηρίδη», συνέχισε ως φοιτήτρια στο Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ως μεταπτυχιακή στο University of Glasgow με ειδίκευση Economic Development. Παρακολούθησε δεύτερο μεταπτυχιακό στα Οικονομικά στο «Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών», ενώ παράλληλα ήταν βοηθός ερευνήτρια στο «Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης». Αυτή τη περίοδο απασχολείται σε μια αστική ΜΚΟ και παράλληλα συνεχίζει τις σπουδές της σε διδακτορικό επίπεδο. Χόμπυ της η Λογοτεχνία και οι περίπατοι στην Αθήνα.