Της Δέσποινας Άλβα,
Στις διεθνείς σχέσεις, παραδοσιακά, η έννοια της ασφάλειας εστιάζει σε θέματα εξωτερικής και εσωτερικής απειλής πολιτικό-στρατιωτικού χαρακτήρα, τα οποία επηρεάζουν άμεσα την επιβίωση του κράτους. Τα τελευταία χρόνια, τα περιβαλλοντικά ζητήματα, αλλά και η διαχείριση αυτών, έχουν αποκτήσει πολιτική διάσταση, επηρεάζοντας, έτσι, τόσο τις διεθνείς σχέσεις εν γένει, όσο και την ασφάλεια των διεθνών δρώντων. Η επιτακτική ανάγκη των κρατών για πρόσβαση, αλλά και διαχείριση των υδάτινων πόρων, – προκειμένου να εξασφαλίσουν τον ύψιστο στόχο τους, αυτόν της επιβίωσης – έχει αναδείξει την εκμετάλλευση αυτών σε ζήτημα διεθνούς ασφάλειας.
Αρχικά, το νερό θεωρείται εγγυητικός παράγοντας για την επιβίωση των κρατικών οντοτήτων, αφού αποτελεί κινητήρια δύναμη της κοινωνίας, όπως και της οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για φυσικό πόρο απαραίτητο και ύψιστης αξίας για τομείς της γεωργίας, της βιομηχανίας, αλλά και της ενέργειας. Ωστόσο, η παγκόσμια δημογραφική άνοδος, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η εξάντληση των διαθέσιμων φυσικών πόρων, εντείνουν τον ανταγωνισμό των κρατών για τα υδάτινα αποθέματα και καθιστούν πιθανή μια μελλοντική διακρατική σύγκρουση. Ταυτόχρονα, η κλιματική αλλαγή και η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας συνδράμουν στην ήδη υπάρχουσα ανομβρία και ξηρασία, πολλαπλασιάζοντας το δίλημμα ασφαλείας. Το γεγονός ότι η πρόσβαση σε γλυκό νερό συχνά συνδέεται με την πρόσβαση σε πηγές ενέργειας, όπως, για παράδειγμα, με την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, ενισχύει ακόμα περισσότερο την άποψη, ότι οι μελλοντικοί πόλεμοι δύνανται να αφορούν το νερό και την ανακατανομή του.
Τα διασυνοριακά ύδατα συχνά αποτελούν το μήλον της έριδος για τα εμπλεκόμενα κράτη, ενώ πολλές περιοχές στον πλανήτη έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε νερό ή υφίστανται ανασφάλεια για την πρόσβασή τους σε αυτό. Η Αφρική αποτελεί γεωγραφική περιοχή που ταλανίζεται από διακρατικές συγκρούσεις για τη χρήση ή ανακατανομή του ύδατος. Ειδικότερα, ο ποταμός Νείλος, ο οποίος αποτελεί το μεγαλύτερο ποταμό σε μήκος παγκοσμίως, κατέχει εξέχοντα ρόλο ως προς την επάρκεια των υδάτων για τα κράτη που βρίσκονται στη λεκάνη απορροής του. Η Αίγυπτος, το Σουδάν και η Αιθιοπία είναι οι βασικοί διεκδικητές των υδάτινων πόρων του. Το 1929, η Μεγάλη Βρετανία, ως αποικιακή δύναμη, μέσω μιας συμφωνίας, κατοχύρωσε τα κυριαρχικά δικαιώματα και ηγεμονία της Αιγύπτου επί του Νείλου, προσφέροντάς της ακόμα και δικαίωμα veto, σε περίπτωση κατασκευής έργων που το αιγυπτιακό κράτος θα αντιλαμβανόταν ως κίνδυνο για την ασφάλεια των υδάτων. Ωστόσο, τα υπόλοιπα κράτη δεν αναγνωρίζουν την εν λόγω συμφωνία, αφού το αιγυπτιακό μονοπώλιο δεν εξυπηρετεί τα στρατηγικά συμφέροντα των κρατών που βρέχονται από το Νείλο. Το 1959, έλαβε χώρα μια αιγυπτο-σουδανική συμμαχία, η οποία όριζε ως νόμιμο τον έλεγχο της ροής του νερού από τα δύο εμπλεκόμενα κράτη.
Στον αντίποδα, η Αιθιοπία, η οποία μαστίζεται από λειψυδρία, στην προσπάθειά της να εξισορροπήσει τη συμμαχία Αιγύπτου-Σουδάν, προχώρησε στη δημιουργία ενός φράγματος (Grand Ethiopian Renaissance Dam), με αφετηρία τον παραπόταμο «Γαλάζιο Νείλο». Πρόκειται για τη δημιουργία του μεγαλύτερου υδροηλεκτρικού φράγματος στην αφρικανική Ήπειρο, η ολοκλήρωση του οποίου αναμένεται εντός του 2020. Η Αιθιοπία, μέσω του εν λόγω φράγματος, εξασφαλίζει την πρόσβασή της σε γλυκό νερό, ενώ, παράλληλα, καθίσταται εξαγωγέας υδροηλεκτρικής ενέργειας στα γειτονικά αφρικανικά κράτη. Το επιχειρησιακό σχέδιο της Αιθιοπίας, αδιαμφισβήτητα, αποτελεί απειλή για την εθνική κυριαρχία της Αιγύπτου. Δεδομένου ότι η Αίγυπτος βασίζεται στον ποταμό Νείλο κατά 90% για την εξυπηρέτηση των αναγκών της σε νερό και η πλειονότητα των κατοίκων της ζει στις όχθες του ποταμού, το νερό καθίσταται βασικός «πνεύμονας» της οικονομίας της. Με βάση τα παραπάνω, είναι έκδηλο ότι κρίνεται αναγκαία η δίκαιη μοιρασιά και κοινή πρόσβαση των κρατών στο Νείλο, καθώς η χάραξη μονομερούς πολιτικής, που δε βασίζεται στην υδροδιπλωματία, θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε ένοπλη σύρραξη.
Στη Μέση Ανατολή, ο Τίγρης και ο Ευφράτης αποτελούν, επίσης, πεδίο διαμάχης για την Τουρκία, τη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Τα 4 κράτη βρίσκονται σε μια περιοχή, η οποία χαρακτηρίζεται από την ξηρασία και την ανομβρία, κι ως εκ τούτου, και την έλλειψη υδάτινων πόρων. Μάλιστα, το διάστημα μεταξύ του 2003-2010, τμήματα των εν λόγω κρατών έχουν απολέσει 144 κυβικά χιλιόμετρα αποθηκευμένου γλυκού νερού από τα δύο ποτάμια, εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών και, κατ’ επέκταση, της ξηρασίας. Η Τουρκία, αποτελεί τον «κλειδοκράτορα» της πρόσβασης σε υδάτινους πόρους, αφού ελέγχει το 90% της ροής του Ευφράτη και το 44% του Τίγρη, ενώ απορρίπτει οποιαδήποτε πρόταση για συμφωνία κατανομής και συνδιαχείρισης του νερού. Από την άλλη, η – ήδη αποσταθεροποιημένη από την έναρξη του εμφυλίου – Συρία βρίσκεται σε συνεχή ανασφάλεια για την πρόσβασή της σε νερό, το οποίο αποτελεί ζωτικής σημασίας πόρο για την αγροτική οικονομία. Κράτος με αγροτική οικονομία αποτελεί, επίσης, το Ιράκ, το οποίο εξυπηρετεί τις ανάγκες του σε υδάτινους πόρους κατά 98% από τον Τίγρη και τον Ευφράτη.
Το γεγονός ότι η Τουρκία ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της ροής του νερού στην περιοχή, σε συνδυασμό με την έντονη εξάρτηση των υπόλοιπων κρατών από το νερό, επιτρέπουν στο τουρκικό κράτος να εργαλειοποιεί το νερό ως μοχλό ελέγχου και επιρροής σε πολιτικά ζητήματα και διαμάχες, όπως στο συριακό εμφύλιο, καθώς και να προωθεί τη δική του ατζέντα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Μέσω του Southeastern Anatolia Project, η Άγκυρα έχει προχωρήσει στην κατασκευή τουρκικών φραγμάτων και μονάδων παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας, μειώνοντας το παρεχόμενο νερό στη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν, κατά 40%, 80% και 56%, αντίστοιχα. Έτσι, δεν αποκλείεται η περιοχή της Μέσης Ανατολής, εκτός από πολιτικά ζητήματα, να κληθεί να αντιμετωπίσει και περιβαλλοντικά ζητήματα, ακόμα και υπό τη μορφή πολέμου.
Συμπερασματικά, μέσω της περιπτωσιολογικής μελέτης των παραπάνω γεωγραφικών περιοχών, έχει καταστεί σαφές ότι πολλές περιοχές στον πλανήτη, λόγω αυξημένης εξάρτησης από το νερό ή περιορισμένης πρόσβασης σ ’αυτό, υποφέρουν από ανασφάλεια. Έτσι, ο σπουδαίος γεωοικονομικός ρόλος του νερού, σε συνδυασμό με την ανάγκη των κρατικών οντοτήτων για εξασφάλιση της επιβίωσής τους μέσω της διατήρησης ή αύξησης της ισχύος τους, καθιστούν ολοένα και πιο πιθανό το σενάριο, ο επόμενος παγκόσμιος πόλεμος να διεξαχθεί για το νερό.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997, όπου και διαμένει ως σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, πραγματοποίησε πρακτική άσκηση στη Β2 Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου ασχολήθηκε με τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις της Ελλάδας με χώρες Βαλκανικής, Ρωσίας και λοιπών χωρών Κ.Α.Κ.. Από τον Οκτώβριο του 2018, είναι δόκιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης. Ομιλεί την αγγλική, γαλλική και ρωσική γλώσσα. Τέλος, αγαπάει ιδιαίτερα τα ταξίδια, τα οποία θεωρεί πηγή προσωπικής εξέλιξης.