Του Πέτρου-Ορέστη Κατσούλα,
Απαρχή της ιστορίας του Μυστρά θεωρείται το έτος 1249, όταν ο Πρίγκιπας των Φράγκων Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος κατασκεύασε ένα φρούριο στην κορυφή του τοπικού όρους Μυζηθρά, που ανήκει στην οροσειρά του Ταϋγέτου (υψόμετρο 634 μ.). Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του όρους ή κατά άλλους, στο επαγγελματικής προέλευσης προσωνύμιο του κτήτορα της περιοχής. Υπενθυμίζεται ότι οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο μετά την Δ’ Σταυροφορία του 1204, υπό την ηγεσία του Γοδεφρίγου Βιλλεαρδουίνου, ιδρύοντας το πριγκιπάτο της Αχαΐας, ένα φεουδαλικό κρατικό μόρφωμα, που περιελάμβανε το σύνολο σχεδόν των εδαφών της Πελοποννήσου και καταλύθηκε από τους Οθωμανούς το 1460. Το έτος 1259 στη μάχη της Πελαγονίας, όπου συγκρούστηκαν ο στρατός της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας με αυτόν του Αχαϊκού Πριγκιπάτου, ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος ηττήθηκε από τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο και, για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση του, παραχώρησε στον τελευταίο τα κάστρα της Μεγάλης Μαΐνης (Μάνης), της Μονεμβασιάς και του Μυστρά. Έτσι αρχίζει η βυζαντινή περίοδος του Μυστρά, κατά τη διάρκεια της οποίας η εμβληματική αυτή καστροπολιτεία θα αναδειχθεί σε από τα σημαντικότερα εμπορικά και πνευματικά κέντρα της υστεροβυζαντινής περιόδου και ένας από τους σημαντικότερους πνευματικούς θύλακες της Παλαιολόγειας Αναγέννησης.
Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, ο Μυστράς ορίζεται ως έδρα του εκάστοτε βυζαντινού στρατηγού, ο οποίος διοικεί ολόκληρη την Πελοπόννησο, ενώ εκεί θα μεταφερθεί και η έδρα της Μητροπόλεως Λακεδαίμονος. Ο πληθυσμός της πολιτείας αυξάνεται σημαντικά, καθώς οι κάτοικοι της πεδιάδας, για να προστατευτούν από επιδρομές οικοδομούν τα σπίτια τους γύρω από το κάστρο, ενώ σύντομα αναπτύσσεται ένας δεύτερος οικισμός, η Χώρα ή Κάτω Χώρα, η οποία στη συνέχεια περιτειχίστηκε. Αυτές οι δύο οικιστικές ενότητες, η Επάνω και η Κάτω Χώρα, που αναδεικνύουν την κοινωνική διαστρωμάτωση, αποτελούν ένα ενιαίο οχυρό σύνολο, από τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα οχυρού μεσαιωνικού οικισμού στον ελλαδικό χώρο. Το 1348 ιδρύεται το Δεσποτάτο του Μορέως με έδρα τον Μυστρά και πρώτο Δεσπότη τον Μανουήλ Κατακουζηνό (1349-1380), τον οποίο θα διαδεχθούν ο αδελφός του Ματθαίος και ο γιος του τελευταίου Δημήτριος, ενώ από το 1383 το Δεσποτάτο θα περάσει στην εξουσία της οικογένειας των Παλαιολόγων, με επέκταση της εξουσίας του σε ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Από τον Μυστρά πέρασε μια από τις σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες της υστεροβυζαντινής περιόδου, ο λόγιος και φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων, που ίδρυσε και οργάνωσε την νεοπλατωνική Φιλοσοφική Σχολή, στην οποία μαθήτευσαν μεγάλες πνευματικές μορφές της εποχής, όπως ο Βησσαρίων. Από το 1460, που το Δεσποτάτο του Μορέως παραδίδεται στους Οθωμανούς, η ιστορική πορεία του Μυστρά ακολουθεί τις εναλλαγές της οθωμανικής και της βενετικής κυριαρχίας. Ωστόσο ο Μυστράς παραμένει ένας από τους σημαντικούς οικισμούς της Πελοποννήσου, αναπτύσσεται δημογραφικά και αποτελεί σημαντικό εμπορικό κέντρο της περιοχής. Το 1834, που ιδρύεται επίσημα από τον Όθωνα η πόλη της Σπάρτης, έρχεται και το οριστικό τέλος της πόλης που διατηρείται πλέον ως μνημειακός χώρος και αρχίζει σταδιακά η αρχαιολογική και ιστορική του αποκατάσταση με ανασκαφές και αναστυλώσεις. Το 1989 η UNESCO συμπεριέλαβε τον Μυστρά στα μνημεία που ανήκουν στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας.
Σήμερα η επίσκεψη στην ερειπωμένη καστροπολιτεία της Πελοποννήσου, αποτελεί επιστροφή σε μια άλλη εποχή. Ο Μυστράς είναι ένας μοναδικός εμβληματικός τόπος, που δεσπόζει στην πεδιάδα του Ευρώτα. Στην Επάνω Χώρα δεσπόζουν τα ανάκτορα των Κατακουζηνών, των Λασκάρεων και των Παλαιολόγων, Δεσποτών και αρχόντων της πολιτείας. Πρόκειται για ένα συγκρότημα πρόσφατα αναστηλωμένων κτηρίων τα οποία συγκλίνουν στην βορειοανατολική πλευρά, ορίζοντας ένα προστατευμένο περίβολο, όπου λάμβαναν χώρα οι συνάξεις του λαού.
Η καστροπολιτεία διαθέτει δύο εισόδους, την «Κύρια Πύλη» που βρίσκεται στο κάτω τμήμα της πόλης, και μια δεύτερη, μερικά χιλιόμετρα πιο ψηλά, η οποία εξασφαλίζει ευκολότερη την πρόσβαση στο κάστρο. Στον οικισμό του Μυστρά σώζονται σπάνια δείγματα βυζαντινών κατοικιών, από τα οποία αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για την μεσαιωνική αρχιτεκτονική. Σώζονται επίσης και πολλά σπίτια της οθωμανικής περιόδου. Συνήθως πρόκειται για δίπατες κατοικίες με ισόγειο (κατώι) και υπέργειο χώρο (ανώι) και καμαροσκέπαστη πρόσοψη, ενώ διαθέτουν και χώρο για τα ζώα.
Το πιο σημαντικό αρχιτεκτονικό στοιχείο του Μυστρά είναι οι σωζόμενες εκκλησίες και μοναστήρια, που αποτελούν αξεπέραστα δείγματα της υστεροβυζαντινής θρησκευτικής αρχιτεκτονικής. Στην βυζαντινή καστροπολιτεία δεσπόζουν επτά (7) σημαντικές εκκλησίες και κάποιες μικρότερες, μεταξύ των οποίων η Παντάνασσα, ο Άγιος Δημήτριος, η Αγία Σοφία, η Ευαγγελίστρια, η Περίβλεπτος, η Παναγία η Οδηγήτρια και η Άγιοι Θεόδωροι, ο Άγιος Γεώργιος κ.ά. Οι εκκλησίες αυτές υπήρξαν καθολικά αντίστοιχων μονών, σήμερα ωστόσο μόνο η Παντάνασσα λειτουργεί ως μοναστήρι. Τα θρησκευτικά αυτά αρχιτεκτονικά κοσμήματα, σπάνια δείγματα της υστεροβυζαντινής τέχνης, βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον. Κυριαρχεί ο απλός δίστηλος τύπος, που συνδυάζει την τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο και τον σταυροειδή ναό με εγγεγραμμένο τρούλο στο υπερώο, ενώ χαρακτηριστικό γνώρισμα των εκκλησιών του Μυστρά είναι οι εξωτερικές στοές.
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου, που είναι η έδρα της Μητρόπολης αποτελεί ένα εντυπωσιακό κτηριακό συγκρότημα με σταδιακές προσθήκες από τον 14ο ως τον 16ο αιώνα, που διαθέτει σημαντικό διάκοσμο και ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες. Σε οίκημα που βρίσκεται δίπλα στον ναό του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Δεσπότης του Μυστρά Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στέφθηκε ως αυτοκράτορας του Βυζαντίου, φιλοξενείται το Μουσείο του Μυστρά. Πρόκειται για ένα μικρό μουσείο με σημαντικά εκθέματα ιδιαίτερης τέχνης και ιστορικής σημασίας, όπως τα ενδύματα και δαχτυλίδια των Δεσποτών, περίτεχνα γυναικεία σκουλαρίκια που ανήκαν σε βυζαντινές αρχόντισσες, χειρόγραφοι κώδικες της Ιεράς Μητροπόλεως Σπάρτης και Μονεμβασίας.
Στη Μονή-Εκκλησία της Περιβλέπτου ξεχωρίζουν οι εξαιρετικές τοιχογραφίες καθώς και το ξυλόγλυπτο τέμπλο, αλλά και το μπαλκόνι με θέα την πεδιάδα του Ευρώτα. Καθηλωτική είναι η θέα και από το καθολικό της Αγίας Σοφίας, έναν σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με τρούλο, που αναφέρεται και μικρογραφία της Αγίας του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Οι Άγιοι Θεόδωροι και η Παναγία η Οδηγήτρια, που βρίσκονται στην βόρεια γωνία του εξωτερικού τείχους αποτελούν τις μεγαλύτερες και πιο εντυπωσιακές εκκλησίες του Μυστρά. Υπήρξαν τμήματα του μοναστηριακού συγκροτήματος του Βροντοχίου, ενός από σημαντικότερα πνευματικά κέντρα του Μυστρά και τόπος ταφής των βυζαντινών Δεσποτών. Στην εξωτερική όψη των Αγίων Θεοδώρων δεσπόζει ο τεράστιος τρούλος, ενώ το πεντάτρουλο εμβληματικό κτίσμα της Οδηγήτριας αποτελεί ένα εντυπωσιακό κτιριακό συγκρότημα, καθώς συμπληρώνεται από παρεκκλήσια και τριώροφο καμπαναριό.
Κοντά στη Μητρόπολη, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει την εκκλησία της Ευαγγελίστριας, έναν ναό ιδιαίτερα περίτεχνο αν και περιορισμένων διαστάσεων σε δίστηλο σταυρικό ρυθμό, ένα μοναδικό δείγμα της βυζαντινής ναοδομίας.
Η πλούσια γλυπτική διακόσμηση του ναού συμπληρώνεται από την μοναδική φυτική διακόσμηση των κιονόκρανων: Ανθέμια, κρινάνθεμα, κουκουνάρες, κλαδιά, προσδίδουν μία απόλυτη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον του ναού.
Στη συνοικία των παλατιών, στην Πάνω Χώρα του Μυστρά, θα συναντήσει κανείς την Αγία Σοφία, η οποία ιδρύθηκε περί τα 1365. Πάνω στα επίκρανα των κιόνων μπορούμε να διακρίνουμε το μονόγραμμα του Μανουήλ Καντακουζηνού: «Μανουήλ Κατακουζηνός Παλαιολόγος Δεσπότης Κτήτωρ». Αρχιτεκτονικά ανήκει στον δικιόνιο τύπο, ο οποίος αποτελεί μια παραλλαγή του σταυροειδούς με τρούλο, ενώ ιδιαίτερη αισθητική αξία έχει και ένα ψηλό τριώροφο καμπαναριό που στέκει δίπλα της. Από τις τοιχογραφίες του ναού ξεχωρίζουν: η Γέννηση της Θεοτόκου και η απεικόνηση της προσφοράς δώρων, από μια πομπή γυναικών με ενδυμασίες της αριστοκρατίας του Μυστρά.
Τέλος, ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στο μουσείο του Μυστρά, που στεγάζεται στη δυτική πτέρυγα της βόρειας αυλής της Μητρόπολης. Η συλλογή του μουσείου περιλαμβάνει γλυπτά, αρχιτεκτονικά θραύσματα ή μέλη της καστροπολιτείας, τοιχογραφίες, φορητές εικόνες, ενδύματα, κοσμήματα και χειρόγραφους κώδικες και βιβλία, χρονολογούμενα ήδη από τα παλαιοχριστιανικά και αναγόμενα ως την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Το σημαντικότερο έκθεμα του μουσείου είναι τμήματα μεταξωτού γυναικείου φορέματος και πλεξούδα μαλλιών, από τάφο που βρέθηκε στην Αγία Σοφία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η συλλογή της μικροτεχνίας, που περιλαμβάνει βυζαντινά και βενετικά έργα (όπως νομίσματα, δαχτυλίδια, πόρπες) και της κεραμικής, που περιλαμβάνει εκθέματα των βυζαντινών χρόνων.
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.