Του Χρήστου Αμανατίδη,
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας, εξετάσαμε την έξοδο της Γαλλίας από τη διπλωματική απομόνωση και την αποδυνάμωση που κατάφερε στην Τριπλή Συμμαχία. Τώρα θα δούμε το κλείσιμο του «τριγώνου» της Τριπλής Συνεννόησης (Γαλλία, Ρωσία και Μεγάλη Βρετανία).
Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι αγγλογαλλικές σχέσεις ήταν ακόμα χειρότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες γαλλοϊταλικές. Οι δύο αυτές χώρες ήταν αντίπαλοι στην Άπω Ανατολή και η καθεμία τους διεκδικούσε τον έλεγχο της Αιγύπτου και της διώρυγας του Σουέζ.
Μάλιστα, οι δύο αυτές χώρες ήρθαν στα πρόθυρα του πολέμου δύο φορές μέσα σε πέντε χρόνια: το 1893, όταν η Γαλλία κατέλαβε την ανατολική περιοχή του βασιλείου του Σιάμ (σημερινό Λάος) και το 1898, όταν μια βρετανική εκστρατευτική αποστολή 3.000 ανδρών (η οποία είχε καταπνίξει εξέγερση μουσουλμάνων επαναστατών στο Σουδάν) συνάντησε στις πηγές του Νείλου (χωριό Φασόντα) μια γαλλική δύναμη 150 τυφεκιοφόρων, των οποίων ο επικεφαλής λοχαγός, Μερτσάντ, αρνήθηκε να αποχωρήσει χωρίς σχετική άδεια από τη γαλλική κυβέρνηση.
Το σκηνικό, όμως, άλλαξε την ίδια κιόλας χρονιά, όταν οι Γερμανοί έθεσαν σε εφαρμογή το πρόγραμμα Τίρπιτς, που προέβλεπε τη ναυπήγηση ενός πολεμικού ναυτικού εφάμιλλου του βρετανικού, προκειμένου η Γερμανία να προστατεύει τις αποικίες της και να προάγει τα συμφέροντά της. Η Μεγάλη Βρετανία διέθετε τις υποδομές να διατηρήσει την υπεροπλία στη θάλασσα. Δεν διέθετε, όμως, τα κεφάλαια για τη χρηματοδότηση μιας μεγάλης αύξησης των ναυτικών δαπανών της, λόγω εσωτερικών προβλημάτων.
Από τη στιγμή που η γερμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να προβεί σε περιορισμούς του ναυτικού προγράμματός της, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να υιοθετήσει την εισήγηση του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών, Ντελκασσέ. Την ίδια περίοδο, η Ρωσία είχε στραφεί προς την Άπω Ανατολή και έχασε το ενδιαφέρον της για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τη Γαλλία. Και η Γαλλία, λοιπόν, θα ωφελούνταν από την ύπαρξη ενός πιο αξιόπιστου στηρίγματος (Μεγάλη Βρετανία).
Η Γαλλία, ως η δεύτερη ναυτική δύναμη του κόσμου, θα μπορούσε να διαφυλάξει τόσο τα δικά της όσο και τα βρετανικά συμφέροντα στη Μεσόγειο, επιτρέποντας στον βρετανικό στόλο να παραμείνει διαθέσιμος για την προστασία των εγχώριων υδάτων. Χρειαζόταν, όμως, προσοχή, ώστε η προτεινόμενη ναυτική συνεργασία να εμπλέκει τους Βρετανούς στις υποθέσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης όσο το δυνατό λιγότερο.
Η εν λόγω συνεργασία έγινε αποδεκτή -τουλάχιστον σε κυβερνητικό επίπεδο- το 1902-1903. Η κοινή γνώμη προέβαλε αντιρρήσεις, αλλά τελικά κάμφθηκε με δύο προσεκτικά σχεδιασμένες επισκέψεις του πρίγκιπα Εδουάρδου (του κατοπινού Εδουάρδου Ζ΄) και του προέδρου Εμίλ Λουμπέτ στο Παρίσι και το Λονδίνο τον Μάιο και τον Ιούλιο του 1903 αντίστοιχα.
Ακολούθησε η διευθέτηση των αποικιακών διαφορών ανάμεσα στις δύο χώρες: βάσει του κειμένου της Εγκάρδιας Συνεννοήσεως (Entente Cordiale), που υπεγράφη μεταξύ του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών, Λάνσντοουν, και του Γάλλου πρέσβη, Καμπόν, τον Απρίλιο του 1904, οι Γάλλοι εγκατέλειψαν το μονοπώλιο αλιείας στη Νέα Γη έναντι εδαφικών παραχωρήσεων στην Αφρική και μιας γενναίας αποζημίωσης, η Αίγυπτος παρέμενε χώρος αποκλειστικής βρετανικής παρέμβασης, όπως το Μαρόκο χώρος αποκλειστικής γαλλικής παρέμβασης και το βασίλειο του Σιάμ παρέμεινε ανεξάρτητο, αλλά χωρίστηκε σε δύο ξεχωριστές σφαίρες επιρροής.
Ακόμα και με αυτή την απλοϊκή μορφή του συμφώνου, η Γαλλία κατάφερε να επιλύσει τις χρόνιες αιτίες σύγκρουσης με τη Μεγάλη Βρετανία. Το επόμενο βήμα της γαλλικής διπλωματίας θα ήταν να προσελκύσει τη Μεγάλη Βρετανία στην γαλλορωσική συμμαχία.
Μετά την συντριβή της από την Ιαπωνία, την επακόλουθη επανάσταση και τη διάλυση των φιλοδοξιών της στην Άπω Ανατολή, η ρωσική εξωτερική πολιτική, έχοντας τον κόμη Αλεξάντερ Ισβόλσκυ στο τιμόνι της, στράφηκε εκ νέου στα Βαλκάνια. Εκεί, όμως, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την Αυστροουγγαρία που είχε τη στήριξη της Γερμανίας.
Επιπλέον, τόσο τα οικονομικά όσο και ο στρατός της Ρωσίας ήταν κάθε άλλο παρά ικανά να στηρίξουν μια δυναμική προάσπιση των συμφερόντων της (η σύγκρουση με την Ιαπωνία κόστισε γύρω στα 2,6 δισεκατομμύρια ρούβλια και ο ρωσικός στρατός έδειξε σημάδια ανάκαμψης μόλις το 1911). Προκειμένου, λοιπόν, να καλύψει την προαναφερθείσα αδυναμία, η Ρωσία χρειαζόταν διπλωματικά στηρίγματα που θα εξασφάλιζε μόνο μέσω εγκατάλειψης των πιο εξωφρενικών απαιτήσεών της απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία.
Και εκτός αυτού, ο Ισβόλσκυ ήθελε να σταθεροποιήσει τη γαλλορωσική συμμαχία, πράγμα που απαιτούσε μια προσέγγιση στη Μεγάλη Βρετανία. Παράλληλα, η ρωσική κυβέρνηση επιθυμούσε τη σύναψη ενός δανείου στη χρηματιστική αγορά του Λονδίνου, ένα δάνειο που η βρετανική κυβέρνηση θα μπορούσε να παραχωρήσει μόνο μετά τη διευθέτηση των αγγλορωσικών διαφορών στην κεντρική Ασία.
Τελικά, στις 31 Αυγούστου 1907 υπεγράφη η αγγλορωσική συνεννόηση που έκλεισε το σύμφωνο της Τριπλής Συνεννοήσεως: η Μεγάλη Βρετανία απομάκρυνε τη στρατιωτική αποστολή που είχε μόνιμα εγκαταστήσει στο Θιβέτ, η Ρωσία απεμπόλησε τις βλέψεις της στο Αφγανιστάν και η Περσία χωρίστηκε σε τρεις ζώνες (ρωσική στον βορρά, βρετανική στον νότο και ουδέτερη στο κέντρο).
Έτσι, κλείνει ο κλοιός της Τριπλής Συνεννοήσεως γύρω από την Τριπλή Συμμαχία και πρωτίστως γύρω από τη Γερμανία. Το νέο «τρίγωνο» δεν είναι ισόπλευρο, αφού αποτελείται από ένα σύμφωνο στρατιωτικής συμμαχίας και δύο συμφωνίες αποικιακών διευθετήσεων. Είναι, όμως, ένα σχήμα αρκετά ισχυρό, για να προκαλεί ανησυχία στη Γερμανία και μια έντονη επιθυμία να σπάσει τον αποκλεισμό. Μια προσπάθεια που τελικά θα οδηγήσει στο μακελειό του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Βιβλιογραφία
- E.M. Burns: Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι σελίδες 790-792
- John E. Mearsheimer: Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων σελίδες 431-436 και 586-600
- Riasanovsky: A history of Russia σελίδες 442-443 και 462
- David Warnes: Chronicle of the Russian Tsars σελίδες 192-193
- Ζαχαρίας Τσιρπανλής: Η Ευρώπη και ο κόσμος. 1814-1914: σελίδες 375-380 και 383-385
- Θα ήθελα να αποδώσω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Ιωάννη Μουρέλο, για τις πληροφορίες που άντλησα στις διαλέξεις που έδινε σε εβδομαδιαία βάση στις 13 και 27 Απριλίου, αλλά και τις 2 Μαΐου, με θέμα την αποδόμηση του συστήματος συμμαχιών του Μπίσμαρκ και τη συγκρότηση της Τριπλής Συνεννοήσεως, στο πλαίσιο του μαθήματος ειδίκευσης στον 19ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Γεννημένος το 1999 και μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, είναι απόφοιτος Γενικού Λυκείου και φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από τον Οκτώβριο του 2017. Ασχολείται με τον εθελοντισμό, συμμετέχει σε επιμορφωτικά σεμινάρια, ενώ σε μικρότερη ηλικία είχε κάνει και μαθήματα σε θεατρική ομάδα. Ενδιαφέρεται σε μεγάλο βαθμό για την σύγχρονη ιστορία και τη ζωολογία.