Της Νεφέλης Κανέλλου,
Οι Ουιγούρι αποτελούν μία μουσουλμανική μειονότητα, η οποία από πάντα ζούσε στην περιοχή Σιντσιάνγκ (Xinjiang), στη δυτική Κίνα. Η περιοχή αυτή ήταν γνωστή ως “Xinjiang Uighur Autonomous Region”, ενώ το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα διεκδίκησε την περιοχή μετά την άνοδό του στην εξουσία, το 1949. Κάποιοι Ουιγούροι αναφέρονται στην περιοχή ως “Ανατολικό Τουρκεστάν” και ισχυρίζονται πως θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητη.
Η περιοχή αποτελεί το ένα έκτο του εδάφους της Κίνας και σε αυτή κατοικούν πολλές μειονότητες, εκ των οποίων η μεγαλύτερη είναι οι Ουιγούροι. Έχουν διαφορετική γλώσσα με βάση της την τουρκική, είναι μουσουλμάνοι, ενώ έχουν διακριτά εξωτερικά χαρακτηριστικά της κουλτούρας τους, όπως το μούσι για τους άνδρες και η μαντήλα για τις γυναίκες.
Η έχθρα μεταξύ της μειονότητας και του Κομμουνιστικού Κόμματος ξεκίνησε το 2009, οπότε στην πρωτεύουσα της Σιντσιάνγκ ξέσπασαν διαδηλώσεις, οι οποίες κατέληξαν σε περίπου 200 νεκρούς. Ο λόγος για τις διαδηλώσεις ήταν οι μαζικές μεταναστεύσεις Κινέζων στην περιοχή, αλλά και η συνεχής διάκριση που βίωναν οι Ουιγούροι. Στην περιοχή υπήρχε ακόμη και μία τρομοκρατική οργάνωση, η δράση της οποίας δυσχέρανε την κατάσταση για τη μειονότητα. Τα γεγονότα αυτά έδωσαν την ευκαιρία στην κυβέρνηση να επικαλεστεί τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας, που ξέσπασε μετά την 11η Σεπτεμβρίου, και να εφαρμόσει νέα, σκληρά μέτρα στην περιοχή, μιλώντας για πάταξη «των τάσεων για απόσχιση, του θρησκευτικού εξτρεμισμού και της διεθνούς τρομοκρατίας» με κάθε κόστος. Σύντομα, όλη η Κινεζική επικράτεια έβλεπε τους Ουιγούρους ως εν δυνάμει τρομοκράτες.
Υπολογίζεται πως αυτό που ονομάζουν οι Κινέζοι «επανεκπαίδευση», ξεκίνησε το 2014 και άρχισε να παίρνει μεγαλύτερη έκταση το 2017. Το 2016, μετακόμισε στην περιοχή ο Chen Quanguo, ως γραμματέας του Κόμματος, ο οποίος ήταν γνωστός για την ηγετική θέση που κατείχε τα προηγούμενα χρόνια στο Θιβέτ, αλλά και για τις καταστροφές αναρίθμητων βουδιστικών ναών κατά τη διάρκεια της θητείας του εκεί. Μετά την εγκατάστασή του στη Σιντσιάνγκ, η αστυνόμευση και οι έλεγχοι αυξήθηκαν ραγδαία. Το 2017, περάστηκε ένας αντι-εξτρεμιστικός νόμος από την κυβέρνηση της περιοχής. Βάσει του νόμου αυτού, απαγορευόταν οι άντρες να αφήνουν μακριές γενειάδες και οι γυναίκες να φοράνε μαντήλες δημοσίως.
Οι Κινεζικές αρχές αρνούνταν αρχικά την ύπαρξη στρατοπέδων και, σε ό,τι αφορούσε στην περιοχή, επικρατούσε μυστικότητα και απαγόρευση εμπλοκής δημοσιογράφων άλλων χωρών ή διεθνών μέσων ενημέρωσης. Όταν αποκαλύφθηκε πλέον η ύπαρξη των εγκαταστάσεων, οι αρχές είπαν ότι πρόκειται για δομές εθελοντικής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης, όπου διδάσκονται τεχνικές δεξιότητες. Στον αντι-εξτρεμιστικό νόμο του 2017, επισήμως αναγνώρισαν τη χρήση εκπαιδευτικών κέντρων για την πάταξη του εξτρεμισμού. Το τι γινόταν ακριβώς μέσα σε αυτά, όμως, παρέμενε άγνωστο για όλους, εκτός του μικρού κύκλου που είχε αποφασίσει η κυβέρνηση.
Οι New York Times και το Reuters, μετά από έρευνα και μαρτυρίες από πρώην κρατουμένους κατάφεραν να βγάλουν μεγάλο κομμάτι του τι συμβαίνει μέσα στα στρατόπεδα στην επιφάνεια. Μαρτυρίες μιλούν για εντατικά μαθήματα μανδαρινικών, αποποίηση του Ισλάμ, εντατική στροφή προς την κινεζική κουλτούρα και ένδειξη αφοσίωσης προς το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι συνθήκες, σύμφωνα με ισχυρισμούς, θυμίζουν φυλακή, με συνεχή παρακολούθηση, μέσω μικροφώνων και καμερών. Άλλοι μιλούν για σκληρές τακτικές, όπως η έλλειψη ύπνου και ξεκούρασης και πρακτικές που προσομοιάζουν σε πλύση εγκεφάλου. Ακόμη, οι κρατούμενοι ισχυρίστηκαν πως δεν τους έδιναν τροφή, αν δεν τραγουδούσαν προπαγανδιστικά τραγούδια και ύμνους του Κόμματος. Επιπλέον, πολλές γυναίκες μίλησαν για σεξουαλική παρενόχληση, βιασμούς και υποβολή σε υποχρεωτικές εκτρώσεις.
Οι αιτίες που οδηγούν στην αυθαίρετη κράτηση των ανθρώπων στα στρατόπεδα της Σιντζιάνγκ είναι τόσο γενικευμένες, ώστε να αφορούν σε όλες τις μουσουλμανικές μειονότητες. Ενδεικτικά, μερικές από τις αιτίες είναι: η προσευχή σε τζαμιά, η επαφή με άτομα που ζουν σε συγκεκριμένες χώρες, που η Κίνα έχει κηρύξει ως επικίνδυνες, όπως το Αφγανιστάν και η Τουρκία, η χρήση μίας συγκεκριμένης εφαρμογής στο κινητό τηλέφωνο κ.α. Η περιοχή και οι κάτοικοί της βρίσκονται υπό μόνιμη παρακολούθηση, με συνεχείς ελέγχους των στοιχείων τους στο δρόμο και την εισαγωγή αυτών, αλλά και των βιομετρικών τους στοιχείων σε μία βάση δεδομένων για την εύκολη ταυτοποίησή τους. Ακόμη, σε σπίτια πολλών Ουιγούρων έχουν εγκατασταθεί άτομα του Κομμουνιστικού Κόμματος, με εντολές να είναι σε επαγρύπνηση για τυχόν εξτρεμιστική δραστηριότητα ή την υποψία αυτής.
Το δράμα, όμως, της μειονότητας δε σταματά ούτε στην αυθαίρετη κράτηση των μελών της στα στρατόπεδα, ούτε στην απειλή της ελευθερίας τους, ακόμα και στον ιδιωτικό τους χώρο. Μετά από εκτενή αναφορά που δημοσίευσε το Australian Strategic Policy Institute, έγινε γνωστό πως, από το 2017 και μετά, οι Κινεζικές αρχές μετέφεραν τους κρατούμενους των στρατοπέδων της Σιντζιάνγκ σε διάφορες τοποθεσίες μέσα στη χώρα, ώστε να δουλέψουν καταναγκαστικά σε εργοστάσια εταιρειών, τόσο κινεζικών, όσο και διεθνών. Αυτό δημιούργησε μεγάλο σκάνδαλο για πολλές μεγάλες εταιρείες, οι οποίες, είτε αρνήθηκαν την οποιαδήποτε ανάμειξή τους, είτε δεν έκαναν κάποιο σχόλιο σχετικά με τις κατηγορίες.
Η διεθνής απάντηση για το θέμα είναι χαμηλών τόνων και διακριτά αναποτελεσματική. Οργανισμοί για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, για τα δικαιώματα εργασίας, καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν κάνει έκκληση στην Κίνα να σεβαστεί το δικαίωμα λατρείας όλων των θρησκειών, αλλά και να δώσει σαφή απάντηση για τις εξαφανίσεις μελών της μειονότητας των Ουιγούρων. Η μόνη μουσουλμανική χώρα, η οποία εκδήλωσε ανησυχία ήταν η Τουρκία, που, το 2019, μίλησε για την ανάγκη προστασίας της πολιτισμικής ταυτότητας των Ουιγούρων.
Από το 2014, περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι, κυρίως Ουιγούροι κρατούνται αυθαίρετα σε στρατόπεδα στη Σιντζιάνγκ, χωρίς να υπάρχει ελπίδα απελευθέρωσης ή η διεξαγωγή δίκης. Είναι σαφές, πως οι κινήσεις που έχουν γίνει, δεν είναι επαρκείς και οι διεθνείς φορείς, αλλά και οι χώρες, θα πρέπει να ασκήσουν πίεση στην Κίνα, ώστε να παραδεχτεί τις σκληρές πρακτικές κατά της μειονότητας και να προχωρήσει στην εξάλειψή τους και στην προστασία των Ουιγούρων, είτε από την ίδια, είτε από ανεξάρτητους φορείς.
Η Νεφέλη Κανέλλου είναι τελειόφοιτη στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Κύρια ενδιαφέροντά της είναι οι διεθνείς σχέσεις, η διπλωματία και τα θέματα διεθνούς και περιφερειακής ασφάλειας. Για το λόγο αυτό, έχει συμμετάσχει σε Μοντέλα των Ηνωμένων Εθνών και περιφερειακών οργανισμών. Έχει συμμετάσχει επίσης σε προγράμματα ERASMUS για σπουδές, αλλά και Placement. Είναι γνώστης της αγγλικής, της ιταλικής, της γαλλικής και της κινεζικής.