10.4 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ οκτάωρη εργασία στις ναυτικές εργασιακές σχέσεις

Η οκτάωρη εργασία στις ναυτικές εργασιακές σχέσεις


Του Συμεών Κωνσταντίνου, 

Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς το σενάριο της εργασίας επί 18 ώρες χωρίς την αμοιβή λόγω υπερωρίας; Eίναι πάντοτε εμφανής ο τρόπος εφαρμογής της εργασίας των οκτώ ωρών;

Η οκτάωρη εργασία, απόκτημα μόχθων και αγώνων (και σε αρκετές περιπτώσεις θυσιών), συνιστά απόκτημα των ανθρώπινων κοινωνιών, με την καθιέρωσή του ωστόσο να αμφισβητείται έως σήμερα. Ένα τέτοιο δικαίωμα που χρήζει πανηγυρικής αποδοχής από κάθε εργαζόμενο, συναντά διαρκώς εμπόδια και αρκετές γκρίζες ζώνες, φέρνοντας σε αμφιβολία την απόλυτη εφαρμογή του. Αρκετές κατηγοριοποιήσεις των μορφών εργασίας, έχουν δημιουργήσει νομικά ζητήματα ως προς τη διατήρηση και εφαρμογή του οκταώρου.

Μια από τις κυριότερες διακρίσεις των συμβάσεων εργασίας, είναι αυτή της γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία και της απλής ή μη γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία. Στην πρώτη περίπτωση, γίνεται λόγος για μια κατάσταση κατά την οποία ο εργαζόμενος βρίσκεται σε «εγρήγορση».

Πιο συγκεκριμένα, γίνεται λόγος για δέσμευση της ελευθερίας του εργαζομένου. Δεν πρόκειται όμως για μια άκρατη ή αυθαίρετη δέσμευση. Ο εργαζόμενος παραμένει στον τόπο εργασίας κατά τον χρόνο και σύμφωνα με το ωράριο απασχόλησης που προβλέπεται στη σύμβαση εργασίας και σε κατάσταση ετοιμότητας για την παροχή της (πνευματικής ή σωματικής) υπηρεσίας του. Το αν τελικά θα αξιοποιηθούν οι υπηρεσίες του από τον εργοδότη δεν έχει κάποιον πρακτικό αντίκτυπο. Η σπουδαιότητα έγκειται στη δέσμευση της ελευθερίας, καθώς επίσης και στην επιφυλακή στην οποία βρίσκεται ο εργαζόμενος. Όπως έχει ήδη αποφανθεί η νομολογία : «…Γνήσια ετοιμότητα προς εργασία υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος βρίσκεται σε πλήρη δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του, υπό την έννοια ότι κατά την διάρκεια του ωραρίου του δεν διαθέτει την παραμικρή δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την εργασιακή του δύναμη διαφορετικά, αλλά πρέπει να διατηρεί τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις σε εγρήγορση, ώστε να είναι σε θέση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη σε κάθε στιγμή που θα του ζητείται» (Ολ. ΑΠ 10/2009).

Η απλή ετοιμότητα προς εργασία ή μη γνήσια ετοιμότητα, αφορά έναν χαλαρότερο δεσμό του εργαζόμενου με τον εργασιακό του χώρο. Η χαλαρότητα αυτή πάντως έχει να κάνει με την ένταση της εγρήγορσης, δεν γίνεται λόγος για κάποια κατώτερη μορφή εργασίας (αν υπάρχει τέτοια εργασία). Τα στοιχεία της ετοιμότητας και της «εγρήγορσης» απουσιάζουν. Ο εργαζόμενος ενδεχομένως να μπορεί να αναπαύεται ή να μένει στην κατοικία του. Πρόκειται για μερική δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του και θα κινητοποιηθεί, εφόσον υπάρξει ανάγκη. Βέβαια, λεπτομέρειες ειδοποίησης του εργαζομένου, το μέρος που θα βρίσκεται και κάθε σχετικός όρος ορίζονται ως επί το πλείστον στη σύμβαση εργασίας. Σε συνέχεια της παραπάνω απόφασης κρίθηκε ότι: «…Στην περίπτωση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπό την μορφή της απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσεως προς εργασία, στην οποία ο εργαζόμενος συμφωνεί να περιορίσει την προσωπική του ελευθερία, αναλαμβάνοντας μόνο την υποχρέωση να παραμείνει σε ορισμένο τόπο για ορισμένο χρόνο, χωρίς να έχει σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, τις οποίες υποχρεούται να κινητοποιήσει μόνο αν υπάρξει ανάγκη».

Μια υπόθεση που απασχόλησε τα δικαστήρια ήταν η αγωγή ενός ηλεκτρολόγου, ο οποίος προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου με την ειδικότητα του Προϊστάμενου Ηλεκτρολόγου σε ένα πλοίο. Το εν λόγω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια από τις 06:00 το πρωί έως και περίπου τις 23:00 – 24:00. Κατά την αποδεικτική διαδικασία έγινε δεκτό ότι «…Ξεκινούσε την εργασία του μία ώρα περίπου πριν την αναχώρηση του πλοίου, ήτοι περί τις 06:00, συμμετέχοντας στον stand by απόπλου του πλοίου, ενώ εν συνεχεία συμμετείχε στα stand by του πλοίου σε κάθε κατάπλου και απόπλου από τους ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης του πλοίου, καθώς και τον λιμένα προορισμού, ήτοι κατά τα διαστήματα αυτά βρισκόταν σε γνήσια ετοιμότητα για εργασία. Ειδικότερα, από το συνδυασμό του αποδεικτικού υλικού προκύπτει ότι ο ενάγων, συμμετείχε στα stand by του πλοίου το μέγιστον επί μία ώρα κάθε φορά και συνεπώς, εάν ληφθεί υπόψιν ο μέσος όρος των λιμένων που προσέγγιζε το πλοίο κατά τη διάρκειας της εβδομάδος (9 λιμάνια) βρισκόταν σε κατάσταση ετοιμότητας εργασίας το μέγιστον επί 9 ώρες καθημερινά» (Μονομελές Πρωτοδικείο  Πειραιά, 836/2018).

Ενώ όσο βρισκόταν εν πλω, ο ενάγων (δηλαδή ο ηλεκτρολόγος): «… Βρισκόταν σε κατάσταση απλής ετοιμότητας προς εργασία, ήτοι βρισκόταν στο πλοίο, χωρίς παράλληλα να διατηρεί σε εγρήγορση τις σωματικές ή πνευματικές του δυνάμεις, απασχολούμενος μόνο όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη, ήτοι όταν προέκυπτε εργασία την οποία καλείτο να εκτελέσει στα πλαίσια των καθηκόντων της ειδικότητάς του».

Ο ίδιος στο δικαστήριο ισχυριζόταν πως απασχολείτο όλες εκείνες τις ώρες ασταμάτητα, κάτι που δεν αποδείχθηκε ούτε από τις ένορκες βεβαιώσεις. Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί η ιδιαίτερη αντιμετώπιση που γνωρίζει η ναυτική εργασία: Στα μάτια του θετικού δικαίου, ο ναυτικός βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των Προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57 § 1. ΚΙΝΔ.

Έτσι, το δικαστήριο κάνοντας χρήση της ιδιαίτερης αυτής περίπτωσης και της κατασκευής της ετοιμότητας εργασίας σε γνήσια και μη, κατέληξε στο ότι:  «…Οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ενάγοντος στο πλοίο, κατά το διάστημα που αυτό βρισκόταν εν πλω, με εξαίρεση τις εργασίες που καλείτο περιστασιακά να εκτελέσει (αντικατάσταση λαμπτήρων, επισκευή κάποιας πρίζας, αλλαγή καλωδίου κ.α.), δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας…» (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά 836/2018), καταλήγοντας ότι οι εργάσιμες ώρες του εν λόγω εργαζομένου ήταν 11, επιδικάζοντάς του και την ανάλογη υπερωριακή αμοιβή.

Αν τελικά ο ρόλος του νόμου πέτυχε τον εξασφαλιστικό και προστατευτικό του σκοπό στη συγκεκριμένη περίπτωση, αναλόγως την οπτική από όπου το προσεγγίζει κανείς, δεν είναι ξεκάθαρο. Υπάρχουν απόψεις που θεωρούν την αντιμετώπιση αυτή θεμελιωμένη νομικά, ενώ άλλες που δεν βλέπουν παρά νομικά τεχνάσματα. Σε κάθε περίπτωση, τα δικαστήρια κρίνουν τα όσα αποδεικνύονται ενώπιον τους, γεννώντας με αυτόν τον τρόπο τη δική τους δικονομική αλήθεια.


Πηγές
  • Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ.3η σελ. 160
  • ΜονΠρωτΠειρ 836/2018
  • Ολ.ΑΠ 10/2009

Συμεών Κωνσταντίνου

Γεννήθηκε στην Αθήνα όπου και κατοικεί τα τελευταία χρόνια. Είναι απόφοιτος της Νομικής σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως ασκούμενος δικηγόρος και οι τομείς ενδιαφέροντός του είναι το Αστικό και Εμπορικό Δίκαιο. Στον ελεύθερο του χρόνο ασχολείται με τη γυμναστική και του αρέσουν τα ταξίδια.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.