Της Μαρίας Τάκη,
Είχα την τύχη να ζήσω τα σημαντικότερα χρόνια της μέχρι τώρα ζωής μου, της εφηβείας, σε μια άλλη χώρα. Πολυπολιτισμική, περισσότερο οργανωμένη και σίγουρα πολύ διαφορετική από τη δική μας χώρα. Η χώρα στην οποία έζησα ήταν το Βέλγιο. Αποτέλεσμα, ήταν η αποφοίτηση μου από ένα σχολείο εξίσου πολυπολιτισμικό και διαφορετικό. Το Ευρωπαϊκό, όπου μια τάξη απαρτίζεται οριακά από όλες τις εθνικότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πολυγλωσσία είναι σύνηθες φαινόμενο και η αλληλεπίδραση με διαφορετικούς πολιτισμούς είναι μονόδρομος. Προσωπικά, ερχόμενη από μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, πριν το συνηθίσω, μου φαινόταν πολύ εντυπωσιακό που οι διάδρομοι και το προαύλιο στο διάλειμμα ήταν μια σύγχρονη χάβρα Ιουδαίων. Ζήλευα τους δίγλωσσους συμμαθητές μου που μπορούσαν να μιλούν με ευφράδεια δυο γλώσσες, ενώ εγώ μονάχα μία.
Ανάμεσα στις λίγες δυσάρεστες συνέπειες της ανωτέρω συνθήκης όμως, είναι και ότι οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφεσαι ενδέχεται να σκορπίσουν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, με αποτέλεσμα να μην κρατήσεις επαφή με τους περισσότερους αφότου τελειώσετε το σχολείο. Πράγματι, έτσι έγινε. Μπορεί τα social media να εκμηδενίζουν τις αποστάσεις, όμως πολλές φορές αυτό γίνεται μόνο εικονικά. Άλλοι σπούδασαν στην Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένου και εμού) και κυρίως στην Αθήνα, άλλοι έμειναν Βέλγιο ή άνοιξαν τα φτερά τους σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Και μπορεί στον virtual κόσμο του facebook και του instagram να ξέραμε σε γενικές γραμμές ο ένας τα νέα του άλλου, ωστόσο η επικοινωνία άρχισε να φθίνει με το πέρασμα του χρόνου. Οι διάλογοι περιορίστηκαν σε ευχές γιορτής και γενεθλίων, ενώ η οπτική επαφή ήταν ουτοπική, αφού οι περισσότεροι δεν ζούσαμε καν στην ίδια χώρα.
Τις τελευταίες μέρες όμως, έτυχε να κατέβω στην Αθήνα (μερικά όνειρα μπορεί και να χρειάζονται να μετακινηθείς 600 χιλιόμετρα μακριά προκειμένου να δεις αν θα τα καταφέρεις ή όχι). Κάθε φορά που επισκέπτομαι την πρωτεύουσα, προσπαθώ να συναντήσω τους φίλους του τότε καιρού. Είναι η ευκαιρία μου! Αυτό έκανα κι ετούτη τη φορά. Το απόγευμα λοιπόν, που πίναμε καφέ με τη Βίκυ (πριν βάψει τα μαλλιά της μπλε, ζούμε κοσμοϊστορικές στιγμές), γελούσαμε και αναλύαμε, από το πιο σοβαρό μέχρι το πιο αστείο. Χτύπησε το κινητό της, το σήκωσε και, κλείνοντας το, μου ανακοίνωσε περίτρανα ότι κανονίστηκε έξοδος με όσα παιδιά βρίσκονται Αθήνα. «Για να πούμε τα νέα μας», συμπλήρωσε, «θα έρθεις κι εσύ εννοείται, μερικούς έχεις να τους δεις από την αποφοίτηση». Είχε δίκιο!
Πράγματι, αφήσαμε το κέντρο και πήγαμε Παγκράτι. Βρήκαμε την Αλκμήνη και τον Βασίλη στο μαγαζί. Οι υπόλοιποι πέντε-έξι, θα έρχονταν στην πορεία. Και μπορεί για κάποιον εξωτερικό παρατηρητή ή ακόμη και για τα υπόλοιπα παιδιά να ήταν μια απλή έξοδος, όμως για μένα δεν ήταν έτσι. Θα ακουστεί κοινότοπο, αλλά «όσα φέρνει η μέρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος». Σε κάποια πράγματα η σημαντικότητα δεν κρύβεται στην εικόνα, αλλά στους συμβολισμούς. Και για εμένα, εκείνο το τραπέζι ήταν ένα «στην υγειά του παλιού καιρού» (κι ας μην πίνω αλκοόλ), έχοντας την επίγνωση ότι τίποτε δεν είναι το ίδιο, τίποτε δεν θυμίζει, επί της ουσίας, την τότε εποχή και ότι τίποτε δεν μπορεί να την φέρει πίσω. Αυτό όμως δεν μας εμπόδισε να πιάσουμε το μίτο ξεκινώντας από το τότε και να τον ξετυλίξουμε μέχρι το σήμερα, ούτε να αναγνωρίσουμε την αλλαγή και να συμφιλιωθούμε μαζί της.
Μερικοί είχαμε να βρεθούμε πραγματικά 6 χρόνια, μερικοί λιγότερο. Γι’ αυτό και πέρασαν όλα από το τραπέζι. Όλα χωρούσαν, όλα είχανε θέση. Βασικές ερωτήσεις περί του σε ποιο μήκος και πλάτος της Γης βρίσκεται ο καθένας μας, αν τελείωσε τη σχολή, αν δουλεύει κάπου, αν σκέφτεται να κάνει μεταπτυχιακό, αν είναι καλά, αν του λείπει η Ελλάδα ή το Βέλγιο, σε ποια χώρα έκανε καραντίνα και οτιδήποτε άλλο μπορεί να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους. Η αναδρομή στο παρελθόν δεν άργησε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον. Σκηνικά και αναμνήσεις από το σχολείο, τις καλοκαιρινές διακοπές μετά το τέλος της εβδόμης γυμνασίου, αλλά και το άγχος των εξετάσεων, εφηβικές βλακείες και πάρτι, μελλοντικά όνειρα.
Κάποια στιγμή, μετά από κάμποση ώρα, σταμάτησα τη φλυαρία μου κι έγινα παρατηρητής του τραπεζιού μας. Δέκα περίπου άτομα μιλούσαν, χειρονομούσαν, άλλαζαν θέμα συζήτησης πριν προλάβουν να εξαντλήσουν το προηγούμενο, γιατί τους συνέπαιρνε η ροή και γελούσαν σαν μικρά παιδιά (Βασίλη, ευχαριστούμε πολύ που γίναμε ρεζίλι ΚΑΙ στην Αθήνα). Οι φωνές εναλλάσσονταν με γέλια, η σοβαρότητα με νοσταλγία, το παρελθόν με το μέλλον. Το θέαμα ήταν το λιγότερο απολαυστικό.
Γι’ αυτό το λένε reunion, είπα από μέσα μου στο δρόμο για το σπίτι. Επανένωση. Δηλαδή ξυπνάει το θυμητικό και ανασύρει τα ευχάριστα, τα όμορφα, αυτά που η μνήμη αξίζει να καταγράψει, αυτά που ο εγκέφαλος θέλει να θυμάται. Ετερόκλητοι ήμασταν, ετερόκλητοι παραμείναμε. Αλλάξαμε όμως, πολύ, όλοι μας. Θετικά! Σίγουρα χάσαμε επεισόδια από τις ζωές των υπολοίπων, αλλά μια στο τόσο έρχονται τέτοιες βραδιές που σου υπενθυμίζουν ότι κάποτε αυτοί οι άνθρωποι ήταν η καθημερινότητα σου. Μοιραζόσουν τα ίδια άγχη, τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες χαρές. Είναι όμορφο να βλέπεις την εξέλιξή τους. Ίσως κάπου μέσα σου να καθρεφτίζεις και τη δική σου αλλαγή, που δεν μπορείς να αντιληφθείς πολύ εύκολα, παρά μόνο μέσα από τον καθρέφτη των άλλων. Και ίσως για εμάς, που ακροβατούμε ανάμεσα στη συνεχή μετακίνηση και τη σταθερότητα, τα reunion να έχουν περισσότερη σημασία. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις πόση ανάγκη μπορεί να έχεις να νιώσεις, ότι ανήκεις κάπου.
Γεννήθηκε στην Έδεσσα. Είναι απόφοιτη του τρίτου ευρωπαϊκού σχολείου Βρυξελλών και της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά και Γαλλικά. Παίζει ακορντεόν και πιάνο και έχει κάνει μαθήματα φωνητικής. Χορεύει μπαλέτο και λάτιν και ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και την φωτογραφία. Η αγάπη της για την λογοτεχνία και την ποίηση την οδήγησε στην αρθρογραφία, ενώ τα ταξίδια και η επαφή με διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς είναι το διάλειμμα από την καθημερινότητά της.